Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, επέβαλε συνολική ποινή κάθειρξης 252 ετών σε δύο Ιρακινούς άντρες που καταδικάστηκαν για τριψήφιο αριθμό περιπτώσεων μεταφοράς παράνομων μεταναστών.
Οι δύο νεαροί, περίπου 24 ετών, κρίθηκαν ένοχοι για το κακούργημα της απλής συνέργειας σε διευκόλυνση μεταφοράς πολιτών τρίτων χωρών, εκ κερδοσκοπίας, από την οποία μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση και για την κατηγορία της συμμορίας (πλημμέλημα).
Συγκεκριμένα, ο πρώτος κρίθηκε ένοχος για συνολικά δέκα περιπτώσεις διακίνησης που αφορούν 67 παράτυπους μετανάστες και του επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης 143 ετών (εκτιτέα τα 20 έτη).
Ο δεύτερος κατηγορούμενος καταδικάστηκε για έξι περιπτώσεις διακίνησης που αφορούν 51 περιπτώσεις παράτυπων μεταναστών και οι δικαστές του επέβαλαν ποινή κάθειρξης 109 ετών (εκτιτέα τα 20 έτη).
Σε κανέναν από τους δύο δεν αναγνωρίστηκαν ελαφρυντικά, ενώ αποφασίστηκε η ποινή τους να μην έχει αναστέλλουσα δύναμη έως την εκδίκαση της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό και έτσι οδηγήθηκαν στη φυλακή.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, η δράση της συμμορίας στην οποία οι δύο κατηγορούμενοι είχαν «υποστηρικτικό» αλλά καθοριστικό ρόλο, ξεκίνησε στις 13 Ιανουαρίου του 2022, μία εβδομάδα περίπου πριν αποφυλακιστεί ο πρώτος κατηγορούμενος που έκτιε ποινή για παρόμοια καταδίκη.
Οι δύο άντρες που υποστηρίζουν ότι γνωρίστηκαν στη χώρα τους καθώς κατάγονται από την ίδια πόλη, φέρεται να ετοίμαζαν τα οχήματα με τα οποία οι οδηγοί -διακινητές θα χρησιμοποιούσαν προκειμένου να μεταφέρουν παράνομους μετανάστες που έφταναν στον Έβρο από την Τουρκία, έως τη Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις της χώρας.
Η δράση τους δεν είχε περάσει απαρατήρητη από τους αστυνομικούς της Διεύθυνσης Αλλοδαπών Θεσσαλονίκης, οι οποίοι για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα ξεκίνησαν να τους παρακολουθούν διακριτικά και να συλλέγουν στοιχεία και φωτογραφικό υλικό το οποίο απεικονίζει τους ίδιους να συναλλάσσονται και να έχουν στενές επαφές με άτομα που ενέχονται σε περιπτώσεις παράνομης μεταφοράς.
Σύμφωνα με καταθέσεις αστυνομικών οι οποίοι συμμετείχαν στην ερεύνα της υπόθεσης, περισσότερα από 15 άτομα εκτιμάται ότι ήταν μέλη της συγκεκριμένης συμμορίας που δρούσε έχοντας ξεκάθαρη ιεραρχία και μοιρασμένους ρόλους, ενώ μέσω της κατόπτευσης κατάφεραν να εξακριβώσουν ακριβώς τον ρόλο που είχαν οι συγκεκριμένοι Ιρακινοί και να προχωρήσουν και σε άλλες συλλήψεις.
Η «ηγεσία» της οργάνωσης φαίνεται πως είχε αναθέσει στους δύο κατηγορούμενος την ευθύνη για την φροντίδα και την προετοιμασία των οχημάτων που θα χρησιμοποιούσαν για την διακίνηση παράνομων μεταναστών αλλά και για να εξαφανίζουν τα ίχνη από τα αυτοκίνητα αμέσως μετά την τέλεση των πράξεών τους.
Ειδικότερα, από την έρευνα της ΕΛ.ΑΣ. προέκυψε ότι οι δύο νεαροί είχαν αναλάβει, έναντι αμοιβής, να προετοιμάζουν τα οχήματα και να φροντίζουν να είναι σε άριστη μηχανική κατάσταση προκειμένου να μπορέσουν να ταξιδέψουν μέχρι και 3.000 χιλιόμετρα με «στοιβαγμένους» ανθρώπους ακόμα και στο πορτ παγκαζ.
Επιπλέον, μόλις οι οδηγοί της συμμορίας ολοκλήρωναν την μεταφορά, τους έδιναν τα αυτοκίνητα για να τα πλύνουν και να τα ετοιμάσουν για το επόμενο «δρομολόγιο».
Όσον αφορά τα οχήματα που χρησιμοποιούσαν για τη μεταφορά παράνομων μεταναστών, ήταν κυρίως αυτοκίνητα «φαντάσματα», όπως τα χαρακτηρίζουν έμπειροι αστυνομικοί, καθώς έφεραν ξένες πινακίδες κυκλοφορίας (Αυστρίας, Γερμανίας, κλπ) οι οποίες δεν προέκυπταν σε κανέναν ιδιοκτήτη, αλλά και κλεμμένα αυτοκίνητα τα οποία ξεφορτώνονταν γρήγορα μετά τις μεταφορές των παράνομων μεταναστών.
Κάποια από τα συγκεκριμένα αυτοκίνητα είχαν εντοπίσει οι αστυνομικοί κατά τη διάρκεια της έρευνας, όταν έβλεπαν τους «οδηγούς» της οργάνωσης να βγαίνουν από τις οικείες των δύο κατηγορουμένων και να επιβιβάζονται σε αυτά.
Μάλιστα, δεν έλειψαν περιπτώσεις που τα συγκεκριμένα οχήματα εντοπίστηκαν από την ΕΛ.ΑΣ. να κινούνται και ακολούθησε καταδίωξη όταν διαπιστώθηκε ότι μετέφεραν παράτυπους μετανάστες, με διακινητές να συλλαμβάνονται.
Μία από αυτές τις περιπτώσεις αποδείχθηκε καθοριστική για την καταδίκη των δύο κατηγορουμένων, αφού στο κινητό τηλέφωνο ενός διακινητή εντοπίστηκαν δεκάδες κλήσεις προς τον έναν 24χρονο Ιρακινό και έτσι «έδεσε» η σχέση που είχαν μεταξύ τους.
Στις απολογίες τους οι δύο νεαροί αρνήθηκαν τις κατηγορίες που τους αποδίδονται με τον πρώτο να υποστηρίζει ότι είχε πάρει μόνο ένα από τα αυτοκίνητα για να το φτιάξει καθώς διέθετε τις απαραίτητες γνώσεις και δεν γνώριζε ότι χρησιμοποιείται για παράνομες πράξεις.
Ο δεύτερος κατηγορούμενος, ανέφερε ότι ήρθε στην Ελλάδα το 2017 και εργαζόταν σε σούπερ μάρκετ της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, ενώ με τη σειρά του αρνήθηκε και ο ίδιος τις κατηγορίες.
«Δεν ξέρω τίποτα για αυτοκίνητα, για άτομα και για διακινητές. Δεν έχω καμία σχέση, δεν είμαι εγώ στις φωτογραφίες της ΕΛ.ΑΣ. Από τη στιγμή που βγήκα από τη φυλακή το 2022 δεν έχω κάνει τίποτα παράνομο», είπε, χωρίς να πείσει τους δικαστές.
Την καταδίκη των δύο κατηγορουμένων πρότεινε και ο εισαγγελέας της έδρας τονίζοντας, μεταξύ άλλων, στην αγόρευσή του, ότι δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για την ενοχή τους και ότι οι κατηγορούμενοι αποδέχθηκαν τον κίνδυνο και δρούσαν προκειμένου να έχουν οικονομικό όφελος.