61χρονη στην Θεσσαλονίκη που έκανε «μπίζνες» τις απάτες ηλικιωμένων με λεία 300.000 ευρώ, καταδικάστηκε με πολυετή κάθειρξη.
Ήταν ένα συνηθισμένο πρωινό, όταν το Δεκέμβριο του 2021 χτύπησε το κινητό τηλέφωνο της 77χρονης από τη Θεσσαλονίκη.
Το μυαλό της ηλικιωμένης γυναίκας δεν πήγε κάπου, αφού ο αριθμός που εμφανίστηκε στην οθόνη της τηλεφωνικής συσκευής ήταν άγνωστος. «Καλημέρα, είμαι αστυνομικός», ακούστηκε μία ανδρική φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής.
«Ο εγγονός σου βρίσκεται στην Ασφάλεια. Θα μπει στη φυλακή», συνέχισε ο υποτιθέμενος αστυνομικός σε δραματικούς τόνους και προκειμένου να γίνει πειστικός ακούστηκε στο βάθος μία άλλη ανδρική φωνή -του δήθεν εγγονού- να εκλιπαρεί, απευθυνόμενος στην αιφνιδιασμένη όσο και ταραγμένη ηλικιωμένη: «Γιαγιά, βοήθησέ με να βγω από δω μέσα».
Η 77χρονη είχε μόλις πέσει στα «δίχτυα» εγκληματικής ομάδας που δραστηριοποιείτο σε τηλεφωνικές απάτες, απομυζώντας οικονομίες και υστερήματα ανυποψίαστων ηλικιωμένων. Πάνω από 30.000 ευρώ απέσπασαν διαδοχικά από την ίδια τα μέλη του κυκλώματος.
Όπως αποδείχθηκε αργότερα, πίσω από την εγκληματική δράση βρισκόταν κύκλωμα Βουλγάρων που «όργωναν» τη Θεσσαλονίκη αναζητώντας τα υποψήφια θύματά τους. Ένα από τα μέλη του συνελήφθη από την ΕΛ.ΑΣ. και καταδικάστηκε από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης σε συνολική κάθειρξη 12 ετών, χωρίς ελαφρυντικά.
Πρόκειται για 61 ετών γυναίκα, η οποία μετά την καταδίκη της επέστρεψε στις φυλακές. Ο ρόλος της φαίνεται πως ήταν αυτός του «εισπράκτορα», δηλαδή παραλάμβανε τα χρήματα από τους παθόντες.
Συνολικά, η συγκεκριμένη εγκληματική ομάδα διέπραξε 17 απάτες μέσα σε λίγους μήνες, αποκομίζοντας 285.000 ευρώ σε μετρητά, 49 χρυσές λίρες και χρυσαφικά αξίας τουλάχιστον 20.000 ευρώ.
Ένα ένα τα θύματα, στην πλειονότητά τους ηλικιωμένες γυναίκες, κατέθεσαν στο Δικαστήριο περιγράφοντας όσα βίωσαν.
Εκτός από το κόλπο με τον δήθεν αστυνομικό, οι δράστες προφασίζονταν τους γιατρούς, υποστηρίζοντας δήθεν πως τα παιδιά των θυμάτων ενεπλάκησαν σε τροχαίο ατύχημα και πρέπει να υποβληθούν σε χειρουργικές επεμβάσεις που απαιτούν ακριβά υλικά.
«Τα θύματα υφίστανται εκείνη την ώρα μεγάλο ψυχολογικό πόλεμο και υπό το κράτος της σύγχυσης και του πανικού πείθονται εύκολα», κατέθεσε αστυνομικός της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, που συμμετείχε στις έρευνες για τη σύλληψη της 61χρονης.
Χαρακτηριστικό της επίδικης υπόθεσης ήταν ότι ο «εγκέφαλος» της ομάδας που αναλάμβανε τις τηλεφωνικές συνομιλίες με τα θύματα -η επικοινωνία κρατούσε αρκετή ώρα για να «μπλοκάρει» η γραμμή και να μην μπορέσουν οι ηλικιωμένοι να απευθυνθούν σε άλλα οικεία πρόσωπα- τα οδηγούσαν συνήθως στο προαύλιο του Ναού Της Του Θεού Σοφίας, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, όπου υποδείκνυαν κάδο απορριμμάτων για να ρίξουν τη σακούλα με τα χρήματα και τα τιμαλφή.
Υπό την εποπτεία άλλου μέλους του κυκλώματος, η «εισπράκτορας» περνούσε στη συνέχεια από το σημείο και μάζευε τη… λεία.
«Οι αλλεπάλληλες καταγγελίες για το συγκεκριμένο σημείο εναπόθεσης των χρημάτων, μας οδήγησε στο μέρος αυτό και το θέσαμε υπό παρακολούθηση», περιέγραψε στους δικαστές ο μάρτυρας-αστυνομικός, εξηγώντας πώς ξετυλίχθηκε το «κουβάρι» της υπόθεσης.
«Περιεργαζόταν τους κάδους, ήταν ανήσυχη. Καταγράψαμε αλλεπάλληλα ταξίδια προς την πατρίδα της», πρόσθεσε.
Όσον αφορά τον ιθύνοντα νου, κατά τον ίδιο μάρτυρα, αυτός φαίνεται να βρισκόταν στο εξωτερικό. Από την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου στη συλληφθείσα προέκυψε ότι χρησιμοποιούσε ρουμανικό καρτοκινητό, πρακτική που είναι συνηθισμένη διότι, όπως εξήγησε, στη Ρουμανία δεν γίνεται ταυτοποίηση των στοιχείων των κατόχων καρτοκινητών τηλεφώνων.
Μέχρι στιγμής δεν κατέστη εφικτό να εντοπιστεί και παραμένει ασύλληπτος.
Στην απολογία της, η κατηγορούμενη αρνήθηκε τις πράξεις, δηλώνοντας άγνοια για τη δράση του κυκλώματος. «Έμεινα άνεργη και βρισκόμουν σε αναζήτηση δουλειάς. Μέσω διαδικτύου εντόπισα μία αγγελία».
«Σύμφωνα με την περιγραφή της θα δούλευα για έναν ορθοπεδικό που βοηθάει ηλικιωμένους ανθρώπους. Πίστευα ότι ήταν κανονική εργασία», είπε η ίδια. Κατονόμασε έναν συμπατριώτη της, με τον οποίο επικοινωνούσε συχνά.
«Δεν τον συνάντησα ποτέ. Μού έλεγε “εσύ δεν με βλέπεις, αλλά εγώ σε βλέπω”. Όταν συνειδητοποίησα ότι επρόκειτο για παράνομη δουλειά ήθελα να σταματήσω, αλλά με απειλούσαν ότι θα προκαλέσουν κακό στην κόρη μου και το εγγονάκι μου», απολογήθηκε και ζήτησε συγγνώμη από τους παθόντες.
Η εισαγγελέας της έδρας χαρακτήρισε έωλους τους ισχυρισμούς της, τονίζοντας ότι η κατηγορούμενη ενήργησε χωρίς αναστολές και γι’ αυτό ζήτησε την καταδίκη της για το σύνολο των πράξεών της.