O Αλέξης Κούγιας πήρε πίσω την παραίτησή του από την υπεράσπιση της Ρούλας Πισπιρίγκου, λέγοντας ότι νωρίτερα εξέδωσε την ανακοίνωση για να κερδίσει χρόνο.
Όπως είπε ο ποινικολόγος, στην αρχική του ανακοίνωση, αιτία υπήρξε το γεγονός ότι τα αιτήματά του για κλήτευση και επανακλήτευση μαρτύρων στη δίκη απορρίφθηκαν ομόφωνα και από τους τακτικούς δικαστές και από τους ενόρκους.
Μερικές ώρες αργότερα, ωστόσο, το γραφείο του δικηγόρου, έδωσε στη δημοσιότητα δελτίο Τύπου, στο οποίο αναφέρεται ότι, «κυρίως μετά την επανεξέταση του τακτικού ιατροδικαστή Αθηνών Σωτήρη Μπουζιάνη, που όλοι τους ήταν κατηγορηματικοί ότι η κα Πισπιρίγκου είναι παντελώς αθώα όλων των κατηγοριών που αντιμετωπίζει και ότι είναι παντελώς άγνωστη παγκοσμίως η μέθοδος με ένα καινούργιο μηχάνημα, με το οποίο δήθεν διαπίστωσε ο τοξικολόγος Ράικος από τη Θεσσαλονίκη τη δήθεν θανατηφόρα δόση κεταμίνης, κατέστη αναγκαίο, όπως το ζήτησε ο ιατροδικαστής Μπουζιάνης, να κληθούν και να καταθέσουν ως μάρτυρες, για να μην υπάρχει καμία αμφισβήτηση για την αθωότητα της κας κατηγορούμενης, η οποία απεδείχθη από όλους τους εξετασθέντες επιστήμονες, ο καθηγητής παθολογικής ανατομικής Σταμάτιος Θεοχάρης και η τοξικολόγος Ιωάννα Λευκίδου».
Ο δικηγόρος ισχυρίζεται πως, η υπόθεση της μητέρας των τριών κοριτσιών από την Πάτρα, αποτελεί «το μεγαλύτερο δικαστικό σκάνδαλο από της ιδρύσεως του ελληνικού κράτους» και σήμερα το δικαστήριο του αρνήθηκε το αίτημα «με συνοπτικές διαδικασίες και χωρίς καμία νομική και ουσιαστική αιτιολογία», ενώ προσθέτει πως, «για τους παραπάνω λόγους η μόνη δικονομική διέξοδος που είχα, ήταν η ”τυπική” παραίτησή μου, ώστε να ματαιωθεί η απολογία της κας κατηγορουμένης και έτσι να μου δοθεί ο χρόνος, ώστε μέχρι την Πέμπτη να αποφασίσω αν θα παραμείνω στην υπεράσπιση της κας κατηγορούμενης ή και να υποβάλω για πρώτη φορά στην καριέρα μου αίτημα εξαιρέσεως των προκατειλημμένων τακτικών Δικαστών. Αυτή είναι η πραγματικότητα και ας μην βιάζονται κάποιοι να βγάζουν συμπεράσματα».
«Η μόνη δικονομική διέξοδος που είχα»
Επιπλέον, από το γραφείο Κούγια σημειώνεται ότι, «μέχρι τώρα έχουν κληθεί και έχουν καταθέσει στο Δικαστήριο ακόμη και νοσοκόμες από διάφορα νοσοκομεία, όπου νοσηλεύτηκε η Τζωρτζίνα, μόνο και μόνο για να ερωτώνται εάν η κα κατηγορουμένη έκλαιγε ή δεν έκλαιγε ή αν ήταν στενοχωρημένη όταν αντιμετώπιζε επί 7 μήνες το δράμα του παιδιού της μόνη της χωρίς καμία στήριξη και έτσι να κριθεί αν είναι αθώα ή ένοχη και όχι από τις επιστημονικές διαπιστώσεις.
Κατόπιν αυτού και επειδή κατόπιν αυτής της προκατειλημμένης- μεροληπτικής αποφάσεως εις βάρος της κας κατηγορούμενης, η οποία της αποστερεί τη δυνατότητα να αποδείξει με καταθέσεις επιστημόνων την αθωότητα της, η μοναδική διέξοδος, την οποίαν είχα, ήταν να υποβάλλω αίτηση εξαιρέσεως των τακτικών Δικαστών που οδηγούσαν τους ενόρκους σε αυτές τις αποφάσεις που εκδόθηκαν.
Επειδή μέχρι σήμερα ουδέποτε έχω υποβάλει αίτημα εξαιρέσεως Δικαστών στο ακροατήριο, ζήτησα από την Πρόεδρο του Δικαστηρίου, αντί να διακόψουμε για την Τετάρτη 25/10/2023 που ήταν προγραμματισμένο, να διακόψουμε για τις 26/10/2023, ώστε να συνεννοηθώ με τον Πρόεδρο του ΔΣΑ κο Δημήτριο Βερβεσό για το αν θα πρέπει να συνεχίσω να νομιμοποιώ με την παρουσία μου αυτή την εντελώς προκατειλημμένη διαδικασία, αλλά το αίτημα μου απορρίφθηκε και η Πρόεδρος του Δικαστηρίου ζήτησε από την κα κατηγορουμένη να απολογηθεί, εντελώς απροετοίμαστη και χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με εμένα που είναι πάγια τακτική στα Δικαστήρια.
Για τους παραπάνω λόγους η μόνη δικονομική διέξοδος που είχα, ήταν η ”τυπική” παραίτησή μου, ώστε να ματαιωθεί η απολογία της κας κατηγορουμένης και έτσι να μου δοθεί ο χρόνος, ώστε μέχρι την Πέμπτη να αποφασίσω αν θα παραμείνω στην υπεράσπιση της κας κατηγορούμενης ή και να υποβάλω για πρώτη φορά στην καριέρα μου αίτημα εξαιρέσεως των προκατειλημμένων τακτικών Δικαστών. Αυτή είναι η πραγματικότητα και ας μην βιάζονται κάποιοι να βγάζουν συμπεράσματα. Ουδέποτε στην καριέρα μου μέχρι σήμερα σε χιλιάδες υποθέσεις εγκατέλειψα τον οποιονδήποτε κατηγορούμενο ανυπεράσπιστο».