Στην τελική ευθεία για την έκδοση απόφασης βρίσκεται πλέον το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας, που δικάζει την υπόθεση θανάτου του 33χρονου Ζακ Κωστόπουλου, στο πεζοδρόμιο της οδού Γλάδστωνος, στην Ομόνοια, το Σεπτέμβριο του 2018.
Και αυτό καθώς σήμερα ενώπιον του ακροατηρίου αρχίζουν οι απολογίες των έξι κατηγορουμένων της υπόθεσης και συγκεκριμένα του ιδιοκτήτη του κοσμηματοπωλείου, ενός μεσίτη και τεσσάρων αστυνομικών που είχαν σπεύσει στο σημείο. Όλοι δικάζονται για το αδίκημα της θανατηφόρας σωματικής βλάβης με το παραπεμπτικό βούλευμα που έχει εκδοθεί για την υπόθεση να αναφέρει για τους έξι κατηγορούμενους, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Οι κατηγορούμενοι με πρόθεση επέφεραν στο θύμα σωματικές κακώσεις που μπορούσαν να του προκαλέσουν (όπως και πράγματι συνέβη) κίνδυνο για τη ζωή του, ήτοι επικίνδυνες σωματικές βλάβες, το δε επελθόν αποτέλεσμα του θανάτου του οφείλεται σε συγκλίνουσα αμέλειά τους (παραυτουργία). Οι σωματικές αυτές βλάβες συντέλεσαν στην πρόκληση οργανικού στρες, το οποίο με τη σειρά του προκάλεσε τις ισχαιμικού τύπου αλλοιώσεις του μυοκαρδίου που αποτέλεσαν την τελική αιτία θανάτου» του Ζακ Κωστόπουλου.
Σήμερα στην αίθουσα του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου αναμένεται να απολογηθεί πρώτος ο κατηγορούμενος κοσμηματοπώλης, ο οποίος όταν είχε κληθεί στο στάδιο της ανάκρισης να καταθέσει, είχε υποστηρίξει για τα όσα διαδραματίστηκαν στο κοσμηματοπωλείο του. «Επιστρέφοντας βλέπω μέσα στο μαγαζί μου στο βάθος έναν νέο άνδρα να ψάχνει και να χτυπάει την ταμειακή μηχανή, να ψάχνει τα συρτάρια για λεφτά. Δεν είχε καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Τον έβλεπα απέξω. Μου είπε ένας απέξω, «μην μπείτε, κρατάει μαχαίρι». Είχε γίνει μεγάλος θόρυβος με την είσοδό του στο κατάστημα και είχε μαζευτεί κόσμος λόγω της φασαρίας. Μου είπαν ότι κρατούσε μαχαίρι, τον είδα και εγώ ότι κράταγε μαχαίρι στο χέρι, το είχε σηκώσει και το είδα».
Ακόμη, ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος κατά την απολογία του στην ανάκριση είχε αναφέρει πως όλα έγιναν πολύ γρήγορα και όταν ο 33χρονος εγκλωβίστηκε στο κατάστημα άρπαξε τον πυροσβεστήρα και άρχισε να χτυπάει την πόρτα για βγει. «Δεν κατάφερε να την σπάσει και πήγε μετά στην συρόμενη. Τη συρόμενη κάτω πόρτα, την έσυρε, δεν την έσπασε, είχε σπάσει όμως πρώτα το ένα φύλλο της επάνω βιτρίνας με τον πυροσβεστήρα, αυτό είχε σπάσει εύκολα. Η εξωτερική βιτρίνα έσπασε από ενέργειες δικές του. Δεν θα έσπαγα εγώ το μαγαζί μου, θα ήταν εκτεθειμένα τα κοσμήματα. Την εξωτερική την έσπασε ο δράστης. Είμαι κάθετος σε αυτό. Εγώ δεν έσπασα για κανένα λόγο την βιτρίνα. Μπήκε μετά από κάτω, σύρθηκε για να βγει, ενδεχομένως να κόπηκε από τα τζάμια που ήταν κάτω στη βιτρίνα, υπήρχαν και τζάμια που δεν είχαν πέσει».
Επίσης, ενώπιον της ανάκρισης ο εν λόγω κατηγορούμενος είχε αναφέρει για το συγκατηγορούμενό του μεσίτη και την εμφάνισή του έξω από το κοσμηματοπωλείο: «Πριν σκύψει για να βγει όσο ήταν όρθιος στον πάγκο, εγώ πήρα μια πέτρα και την πέταξα μέσα στο κατάστημα. Ήταν σπασμένη ήδη η εξωτερική τζαμαρία. Δεν τον πέτυχα. Του την έριξα για να τον τρομάξω. Δεν είχα σκοπό να τον πλήξω, να τον φοβίσω περισσότερο για να σταματήσει τη ζημιά που μου έκανε μέσα στο μαγαζί μου. Τι να έκανα; Τον κλώτσησα στο πρόσωπο όταν πήγαινε να βγει, στον συγκατηγορούμενο δεν έδωσα προσοχή. Εγώ ήμουν σε κατάσταση σοκ. Δεν το θυμάμαι αυτό που μου λέτε στην κατάσταση που ήμουν, ότι κάποιος μας σταμάτησε. Μετά βγήκε, δεν σηκώθηκε, ήρθε ένας διασώστης και του έδεσε το κεφάλι. Εγώ έπραξα ότι έπραξα από αγανάκτηση και πόνο, και για το δράστη νιώθω πόνο. Με έχουν πληγώσει πολύ».
Σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα, ωστόσο, τόσο ο κοσμηματοπώλης όσο και ο μεσίτης «εν όψει της ηλικίας τους και της στοιχειώδους κοινωνικής εμπειρίας που διέθεταν, είχαν τη δυνατότητα να προβλέψουν ότι η επίθεσή τους σε βάρος του Κωστόπουλου με πλήγματα στη κεφαλή, ενόσω μάλλον διέρχονταν από θραυσμένο υαλοπίνακα, μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα το θάνατο του παθόντος, όμως από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής, την οποία όφειλαν και μπορούσαν να καταβάλλουν, έδρασαν απερίσκεπτα και επιτέθηκαν κατά του παθόντος μη προβλέποντας το επελθόν αποτέλεσμα».
Σε ό,τι αφορά, τέλος, στις ποινικές ευθύνες των τεσσάρων κατηγορουμένων αστυνομικών, το βούλευμα αναφέρει: «Αλλά και οι κατηγορούμενοι αστυνομικοί, ενόψει της εκπαίδευσης που είχαν λάβει και της εμπειρίας που διέθεταν από την άσκηση των καθηκόντων τους, είχαν τη δυνατότητα να προβλέψουν ότι τα χτυπήματα που κατάφεραν στον Κωστόπουλο, προκειμένου να τον ακινητοποιήσουν και να τον δεσμεύσουν, με δεδομένο ότι αυτός βρίσκονταν σε κατάσταση υπερδιέγερσης, αλλά με προφανή αδυναμία συγκέντρωσης των δυνάμεων του, έφερε πολλαπλά τραύματα και εμφάνιζε δυσχέρειες στην αναπνοή, θα επέτειναν τον ήδη υφιστάμενο κίνδυνο ζωής που αντιμετώπιζε και, όμως από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής, την οποία όφειλαν και μπορούσαν να καταβάλλουν, έδρασαν με υπερβάλλοντα ζήλο (…) μη προβλέποντας το επελθέν αποτέλεσμα. ..».
Τέλος, το βούλευμα αναφέρει πως ούτε κοσμηματοπώλης ούτε ο μεσίτης ήθελαν να προκαλέσουν βαριά σωματική βλάβη στο θύμα: «Παρόλο που η επίθεσή τους σε βάρος του θανόντος Κωστόπουλου (…) δεν κρίνεται κοινωνικά αποδεκτή ενόψει του είδους, του αριθμού, της έντασης, της διάρκειας και του τρόπου καταφοράς των πληγμάτων, όπως αυτά προκύπτουν κυρίως από το συλλεγέν οπτικοακουστικό υλικό (εν όψει και των σε πολλά σημεία αντικρουόμενων μαρτυρικών καταθέσεων που λήφθηκαν), γίνεται δεκτό ότι η βασική επιδίωξη (σ.σ. των κατηγορουμένων) ήταν η παραμονή του Κωστόπουλου εντός του καταστήματος και η μη διαφυγή του, προκειμένου να επιτευχθεί η σύλληψή του».
Πάντως, το δικαστικό συμβούλιο που είχε εκδώσει το παραπεμπτικό βούλευμα είχε απορρίψει τον υπερασπιστικό ισχυρισμό που προέβαλλαν στην ανάκριση ο κοσμηματοπώλης και ο μεσίτης, ότι δηλαδή βρίσκονταν σε άμυνα, αρνούμενοι την κατηγορία που τους απαγγέλθηκε για θανατηφόρα σωματική βλάβη.