Δόθηκε σήμερα στην δημοσιότητα το Σχέδιο Νομοθετικής Ρύθμισης για το θέμα των δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων του Μουφτή με το οποίο πλέον η Σαρία γίνεται προαιρετική και «Η υπαγωγή των διαδίκων στη δικαιοδοσία του Μουφτή είναι προαιρετική και γίνεται μόνο κατόπιν υποβολής ατομικών αιτήσεων από όλα τα μέρη ή κατόπιν υποβολής κοινής αίτησης των μερών για επίλυση της συγκεκριμένης διαφοράς»
Συνεπώς τα μέλη της ελληνικής μουσουλμανικής μειονότητας στην Θράκη θα μπορούν πλέον να λύνουν τις διαφορές τους στα ελληνικά τακτικά δικαστήρια ως πολίτες αυτής της χώρας.
Είναι μια πρώτη σοβαρή προσπάθεια η ελληνική Πολιτεία να αναλάβει τον πραγματικό έλεγχο ζητημάτων που μέχρι τώρα τα είχε αφήσει να τα διαχειρίζεται το… τουρκικό προξενείο με τις μεθοδέυσεις του.
Όπως τονίζεται στην αιτιολογική έκθεση: «Η Ελληνική Πολιτεία έχει μακρά παράδοση σεβασμού των διαφόρων θρησκευτικών κοινοτήτων, αφού από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του Ελληνικού Κράτους (αλλά ακόμα και κατά τη διάρκεια του Αγώνα της Εθνικής Παλιγγενεσίας) υπήρξε έκδηλη η μέριμνα για την υιοθέτηση νομικά δεσμευτικών προστατευτικών ρυθμίσεων για «τις λοιπές, πλην της επικρατούσας, θρησκείες και δόγματα.
Συν τω χρόνω, με την απελευθέρωση και ενσωμάτωση ή προσάρτηση στον εθνικό ιστό νέων εδαφών κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα αλλά και στο πρώτο τέταρτο του 20ού -συνεπώς και νέων πληθυσμών- το κράτος υιοθέτησε μια σειρά από τυπικούς και ουσιαστικούς νόμους που αποσκοπούσαν στην ομαλή ένταξη των πληθυσμών αυτών και τη μετάβαση τους από τη δικαιοταξία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην ημεδαπή δικαιοταξία, εξασφαλίζοντας σε συγκεκριμένες έννομες σχέσεις τη συνέχεια παγιωμένων καθεστώτων, εθίμων και πρακτικών.
Σημαντικό σημείο αυτής της συνέχειας κατά τη διαδοχή κρατών και ιδίως κατά τη συνακόλουθη μετάβαση από έναν νομικό πολιτισμό (Οθωμανική / μουσουλμανική δικαιοταξία, με τις όποιες δυτικές επιρροές της κατά την περίοδο αναδιοργάνωσης της περιόδου Τανζιμάτ 1839-1876) σε άλλον (αρχικώς στο βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο –μέρος του οποίου άλλωστε είχε διατηρηθεί σε ισχύ με το σύστημα των μιλλέτ και τον ρόλο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, επανερχόμενο μετά την Ανεξαρτησία με όλο το ιστορικό βάθος του- και σταδιακώς στο δυτικό / ηπειρωτικό νομικό σύστημα), αποτέλεσε η διατήρηση κανόνων (καταρχάς θρησκευτικής φύσεως ή προέλευσης) που αφορούσαν στην προσωπική (και αστική) κατάσταση των νέων πληθυσμών, και δη των ετεροθρήσκων (κυρίως των μουσουλμανικών και έπειτα και των εβραϊκών κοινοτήτων), αντιμετωπίζοντας σε αρκετές περιπτώσεις, ακόμα και καινοτόμα και πρωτοποριακά, θέματα που αφορούσαν συγκεκριμένες ετερόθρησκες κοινότητες και την οργάνωση της θρησκευτικής (αλλά και πτυχών της προσωπικής) ζωής τους».
Αναλυτικά το Σχέδιο Ρύθμισης:
1. Στο τέλος του άρθρου 5 της από 24.12.1990 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου «Περί Μουσουλμάνων Θρησκευτικών Λειτουργών» (Α΄ 182) που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 1920/1991 (Α΄ 11) προστίθεται παρ. 4 ως εξής:
«4. α. Η υπαγωγή των διαδίκων στη δικαιοδοσία του Μουφτή είναι προαιρετική και γίνεται μόνο κατόπιν υποβολής ατομικών αιτήσεων από όλα τα μέρη ή κατόπιν υποβολής κοινής αίτησης των μερών για επίλυση της συγκεκριμένης διαφοράς. Κάθε αίτηση, ατομική ή κοινή, πρέπει να περιέχει τα στοιχεία των εισαγωγικών δικογράφων κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και, επί ποινή ακυρότητας, ρητή ανέκκλητη δήλωση κάθε διαδίκου περί επιλογής της συγκεκριμένης δικαιοδοσίας.
Η κοινή αίτηση ή οι ατομικές αιτήσεις υπογράφονται υποχρεωτικά από τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, ή μόνο από τους τελευταίους, εφόσον διαθέτουν ειδικό πληρεξούσιο, το οποίο πρέπει να έχει δοθεί μέσα στον τελευταίο μήνα πριν την υπογραφή της αίτησης. Η αίτηση κατατίθεται στη Μουφτεία από οποιονδήποτε εκ των υπογραφόντων πληρεξουσίων δικηγόρων, λαμβάνει αριθμό κατάθεσης και ημερομηνία συζήτησης της υπόθεσης. Οι ατομικές αιτήσεις συζητούνται μαζί στη δικάσιμο της πρώτης κατατεθείσας αίτησης.
Η υπαγωγή της υπόθεσης στη δικαιοδοσία του Μουφτή είναι αμετάκλητη και αποκλείει τη δικαιοδοσία των τακτικών δικαστηρίων για τη συγκεκριμένη διαφορά. Εάν οποιοδήποτε από τα μέρη δεν επιθυμεί την υπαγωγή της υπόθεσης του στη δικαιοδοσία του Μουφτή, δύναται να προσφύγει στα δικαστήρια, κατά τις κοινές ουσιαστικές και δικονομικές διατάξεις, τα οποία σε κάθε περίπτωση έχουν το τεκμήριο της δικαιοδοσίας. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθορίζονται ιδίως οι αναγκαίοι δικονομικοί κανόνες για τη συζήτηση της υπόθεσης από τον Μουφτή και την έκδοση των αποφάσεων του, τα θέματα οργάνωσης και λειτουργίας της σχετικής υπηρεσίας, της τήρησης του αρχείου και της παράστασης των πληρεξουσίων δικηγόρων, καθώς και κάθε σχετικό θέμα για την εφαρμογή του παρόντος.
β. Οι κληρονομικές σχέσεις των μελών της μουσουλμανικής μειονότητας ρυθμίζονται από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, εκτός εάν ο διαθέτης δηλώσει εγγράφως ενώπιον συμβολαιογράφου ή δημόσιας αρχής την επιθυμία του να υπαχθεί η κληρονομική διαδοχή του στον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο. Η δήλωση αυτή είναι ελεύθερα ανακλητή, είτε με μεταγενέστερη αντίθετη δήλωσή του ενώπιον συμβολαιογράφου ή δημόσιας αρχής είτε με σύνταξη μεταγενέστερης διαθήκης κατά τους όρους του Αστικού Κώδικα. Ταυτόχρονη εφαρμογή του Αστικού Κώδικα και του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου στην κληρονομική περιουσία ή σε ποσοστό ή και σε διακεκριμένα στοιχεία αυτής δεν είναι δυνατή.
γ. Μέχρι την έκδοση του προεδρικού διατάγματος της περ. α΄, ο Μουφτής επιλαμβάνεται των υποθέσεων που άγονται κοινή συναινέσει ενώπιον του, τηρουμένης της υφιστάμενης κατά το χρόνο δημοσίευσης του παρόντος διαδικασίας. Για τις κληρονομικές σχέσεις της παρ. 2 που έχουν γεννηθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος εφαρμόζεται ο Ιερός Μουσουλμανικός Νόμος, εκτός εάν ο κληρονομούμενος είχε συντάξει δημόσια διαθήκη και αυτή δεν έχει ακυρωθεί για οποιονδήποτε λόγο με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, οπότε η κληρονομική διαδοχή επέρχεται κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Δημόσιες διαθήκες που έχουν συνταχθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και δεν έχει επέλθει κληρονομική διαδοχή αναπτύσσουν κανονικά τις έννομες συνέπειες τους κατά τον χρόνο επαγωγής».
2. Στη παρ. 2 του άρθρου 5 της από 24.12.1990 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου «Περί Μουσουλμάνων Θρησκευτικών Λειτουργών» (Α΄ 182) που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 1920/1991 (Α΄ 11) μετά τη φράση «Ο Μουφτής ασκεί δικαιοδοσία» προστίθεται η φράση «, υπό τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες που ορίζονται στη παράγραφο 4,».
Στην αιτιολογική έκθεση διευκρινίζεται: «Με το προτεινόμενο σχέδιο νόμου λοιπόν, ξεκαθαρίζεται οριστικώς ότι η εφαρμογή των διατάξεων του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου για τα μέλη της μειονότητας της Θράκης είναι προαιρετική, χωρίς ωστόσο να μεταβάλλεται ο σημαντικός θεσμικός και διττός ρόλος του Μουφτή (θρησκευτικός λειτουργός και ιεροδίκης) και της Μουφτείας, η οποία συνεχίζει να είναι δημόσια υπηρεσία (αποκεντρωμένη υπηρεσία του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων). Οι αρμοδιότητες του Μουφτή δεν περιορίζονται αλλά συνεχίζουν να προβλέπονται απαράλλακτες στις κείμενες διατάξεις (θρησκευτικές, εποπτικές, γνωμοδοτικές, δικαστικές), έτσι δεν μεταβάλλεται ποιοτικά ή ποσοτικά η προβλεπόμενη σήμερα αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων για τον έλεγχο των αποφάσεων του και την κήρυξη της εκτελεστότητας αυτών.
Ωστόσο, οι αρμοδιότητες του επί της επίλυσης συγκεκριμένων οικογενειακών και κληρονομικών διαφορών θα ασκούνται μόνο εφόσον για τις διαφορές που άγονται ενώπιον του δεν υφίσταται αντίρρηση και άρνηση από κανένα από τα διάδικα μέρη. Η συζήτηση λοιπόν μεταφέρεται από το επίπεδο κατάργησης του ιερού μουσουλμανικού νόμου και της συνακόλουθης απομείωσης του θεσμού του Μουφτή, στο επίπεδο εξασφάλισης ακόμα μιας δυνατότητας των μελών της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης, ήτοι να μπορούν πλέον να επιλέγουν την εφαρμοζόμενη επί των διαφορών τους δικαιοταξία, έχοντας καταρχήν εκ των προτέρων εξασφαλισμένη την προστασία που προσφέρουν αδιακρίτως οι κοινές διατάξεις του Αστικού Κώδικα (χωρίς δηλαδή να καταλαμβάνονται αυτόματα και άνευ ετέρου από τη συγκεκριμένη δικαιοταξία, μόνο και μόνο λόγω της μειονοτικής ιδιότητας τους), και ταυτόχρονα χωρίς να απολύουν τα δικαιώματα και τις δυνατότητες που απολαμβάνουν εδώ και δεκαετίες λόγω της θρησκείας τους.
Συνεπώς, η υπαγωγή των διάδικων στη δικαιοδοσία του θα γίνεται είτε με ατομική (προφανώς αμφοτέρων) είτε κοινή αίτηση των μερών για επίλυση συγκεκριμένης πάντα διαφοράς. Το δικαίωμα υποβολής ακόμα και ξεχωριστής αίτησης, ιδίως στις περιπτώσεις των οικογενειακών διαφορών -όπου το γενικότερο πνεύμα της κείμενης νομοθεσίας αλλά και κάθε δικαστή που επιλαμβάνεται τέτοιων διαφορών είναι η άμβλυνση των εντάσεων και η προστασία των αδύναμων μερών (συνήθων των τέκνων αλλά και της γυναίκας)- προσφέρει στα μέρη δύο σημαντικά πλεονεκτήματα:
(α) αφενός μεν δίδεται η δυνατότητα να εκκινηθεί η διαδικασία (με την κατάθεση της ατομικής αίτησης) έστω και χωρίς την προηγούμενη συναίνεση του αντίδικου μέρους, η οποία όμως συναίνεση (προφανώς και απαιτείται) μπορεί να επιτευχθεί το επόμενο διάστημα (με ωριμότερη σκέψη των διαδίκων, με τη συμβιβαστική παρέμβαση του Μουφτή ή του οικογενειακού περιβάλλοντος, με αμοιβαίες υποχωρήσεις και δίκαιες διευθετήσεις) και (β) υπάρχει η δυνατότητα να υποβληθεί ξεχωριστό αίτημα του κάθε μέρους επί της αυτής διαφοράς, πράγμα που δεν είναι αυτονόητο ούτε εφικτό για μια κοινή αίτηση.
Πρέπει να σημειωθεί ότι καθό χρόνο εκκρεμεί η ξεχωριστή αίτηση, δεν υφίσταται εκκρεμοδικία, ώστε να αποκλειστεί η αρμοδιότητα των κοινών δικαστηρίων και η εφαρμογή των κοινών διατάξεων, γιατί απλώς ελλείπει η θεμελιώδης ουσιαστική και δικονομική προϋπόθεση της, ήτοι η συναίνεση και των δύο μερών να υπαχθούν στη συγκεκριμένη δικαιοταξία.
Η αίτηση (ατομική ή κοινή) πρέπει να περιέχει τα στοιχεία των εισαγωγικών δικογράφων κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ώστε να μην αμφισβητείται η ταυτότητα των διαδίκων και το αντικείμενο της διαφοράς και να καθίσταται έτσι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος, ιδίως επί δικαιοδοσίας του δικαστηρίου για τη συγκεκριμένη υπόθεση.
Επιπλέον, προς άρση κάθε αμφιβολίας και για την ασφάλεια δικαίου από τυχόν παρανοήσεις ως προς τις συνέπειες της συγκεκριμένης επιλογής, πρέπει, επί ποινή ακυρότητας, να ενσωματώνεται στην κάθε αίτηση ρητή ανέκκλητη δήλωση του διαδίκου περί επιλογής της συγκεκριμένης δικαιοδοσίας.
Για τους λόγους αυτούς, και προκειμένου να εξασφαλιστεί η ενσυνείδητη και ελεύθερη έκφραση της πραγματικής βούλησης του κάθε διάδικου μέρους, η αίτηση υπογράφεται υποχρεωτικά από τα διάδικα μέρη και από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, ή μόνο από τους τελευταίους, εφόσον είναι εφοδιασμένοι με ειδικό πληρεξούσιο, το οποίο πρέπει να έχει δοθεί στον τελευταίο μήνα πριν από την υπογραφή της αίτησης (κατά το ισχύον σύστημα που έχει υιοθετηθεί από τον Αστικό Κώδικα και τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας για συγκεκριμένες διαφορές, εκ των οποίων η πλέον συνήθης είναι το συναινετικό διαζύγιο).
Η κοινή αίτηση κατατίθεται στην Μουφτεία από οποιονδήποτε εκ των υπογραφόντων πληρεξουσίων δικηγόρων (προφανώς οι ατομικές αιτήσεις κατατίθενται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο κάθε μέρους) και λαμβάνει αριθμό κατάθεσης και ημερομηνία συζήτησης της υπόθεσης (σε αντίθεση με τα σημερινά ισχύοντα, που ο Μουφτής δεν ορίζει εκ των προτέρων ρητές δικασίμους).
Οι ατομικές αιτήσεις συζητούνται μαζί στη δικάσιμο της πρώτης κατατεθείσας αίτησης. Εξυπακούεται ότι εάν δεν υφίσταται συναίνεση (κοινή αίτηση ή ξεχωριστές αιτήσεις επί της αυτής διαφοράς), η υπόθεση δεν δικάζεται, χωρίς ωστόσο η διαφορά να τελεί σε εκκρεμοδικία και να αποκλείει τα κοινά δικαστήρια από την εκδίκαση της ίδιας διαφοράς (με το σχετικό προεδρικό διάταγμα θα προβλεφθούν και οι σχετικές λεπτομέρειες).
Ρητώς προβλέπεται, για πρώτη φορά, ότι η υπαγωγή της υπόθεσης στη δικαιοδοσία του Μουφτή είναι αμετάκλητη -άρα η συγκεκριμένη υπόθεση δικάζεται και ρυθμίζεται αποκλειστικά κατά τον ιερό μουσουλμανικό νόμο- και αποκλείει τη δικαιοδοσία των τακτικών δικαστηρίων για τη συγκεκριμένη διαφορά, προκειμένου να εγκαθιδρύεται ασφάλεια δικαίου και αμετάκλητη δικανική κρίση γι’ αυτήν (φυσικά δεν αποκλείεται τα μέρη να προσφύγουν στον Μουφτή για άλλη διαφορά οικογενειακού δικαίου).
Έτσι εάν οποιοδήποτε από τα μέρη δεν επιθυμεί την υπαγωγή της υπόθεσής του στη δικαιοδοσία του Μουφτή, δύναται να προσφύγει στα δικαστήρια, κατά τις κοινές ουσιαστικές (του κοινού δικαίου) και δικονομικές διατάξεις, τα οποία σε κάθε περίπτωση έχουν το τεκμήριο της δικαιοδοσίας.
Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων και Δικαιοσύνης καθορίζονται ιδίως οι αναγκαίοι δικονομικοί κανόνες για τη συζήτηση της υπόθεσης από τον Μουφτή και την έκδοση των αποφάσεών του, θέματα οργάνωσης και λειτουργίας της σχετικής υπηρεσίας και της τήρησης αρχείου, η παράσταση των πληρεξουσίων δικηγόρων και γενικώς όλες οι αναγκαίες λεπτομέρειες για την εφαρμογή του παρόντος.
Πέραν των ανωτέρω που ισχύουν κυρίως στις οικογενειακές σχέσεις, για τις κληρονομικές σχέσεις των μελών της μουσουλμανικής μειονότητας πλέον εφαρμόζονται, ως γενικός κανόνας, οι κοινές διατάξεις του Αστικού Κώδικα, εκτός και εάν ο διαθέτης δηλώσει εγγράφως ενώπιον συμβολαιογράφου ή κάθε δημόσιας αρχής την επιθυμία του να υπαχθεί η κληρονομική διαδοχή του στον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο, ώστε να εξασφαλίζονται η ταυτότητα και η ελεύθερη και έγκυρη δήλωση του διαθέτη (στο βαθμό φυσικά που αυτό είναι εφικτό και ελέγξιμο, όπως άλλωστε ισχύει για κάθε δικαιοπραξία και κάθε πράξη ενώπιον μιας δημόσιας αρχής ή ενός συμβολαιογράφου).
Συνεπώς, καταργείται η μέχρι σήμερα αυτόματη υπαγωγή των μελών της μειονότητας στο ιερό μουσουλμανικό δίκαιο, η οποία επικράτησε πολλές φορές ακόμα και παρά την αντίθετη βούληση του διαθέτη. Πλέον τα μέλη της μειονότητας, εάν επιθυμούν την υπαγωγή τους στον ιερό μουσουλμανικό νόμο και τις προβλέψεις του, οφείλουν να προβούν σε σχετική ρητή δήλωσή τους. Η δήλωση αυτή είναι απλή, δεν απαιτεί κάποιο ιδιαίτερο τυπικό ή περιεχόμενο και δεν χρίζει καμίας νομικής γνώσης, αφού από την επιλογή αυτήν η κληρονομική διαδοχή ρυθμίζεται αποκλειστικά κατά τους κανόνες του ιερού μουσουλμανικού νόμου, σύμφωνα με τον οποίο επικρατεί η εξ’ αδιαθέτου διαδοχή και ο διαθέτης δεν έχει δυνατότητα να παρέμβει στη σειρά και τα ποσοστά των καλούμενων κληρονόμων.
Ωστόσο, η επιλογή αυτή δεν δεσμεύει τον διαθέτη αμετάκλητα, ο οποίος σε μεταγενέστερο χρόνο μπορεί να ανακαλέσει, ρητώς ή σιωπηρώς, τη δήλωση και να υπαχθεί έτσι στο κοινό δίκαιο και στις προβλέψεις του Αστικού Κώδικα (άρα και στη μετά θάνατο διάθεση της περιουσίας του με τις ίδιες δυνατότητες που έχουν οι λοιποί Έλληνες πολίτες), είτε με μεταγενέστερη αντίθετη δήλωση του ενώπιον συμβολαιογράφου ή δημόσιας αρχής είτε με σύνταξη μεταγενέστερης διαθήκης κατά τους όρους του Αστικού Κώδικα.
Η δήλωση αυτή, ιδίως αυτή ενώπιον δημόσιας αρχής, δεν απαιτείται να κατατεθεί σε κάποιο αρχείο (όπως άλλωστε δεν απαιτείται η κατάθεση μιας ιδιόγραφης διαθήκης, κατά τους ορισμούς του ΑΚ, χωρίς για τον λόγο αυτόν να αμφισβητείται η εγκυρότητα της). Η δήλωση αυτή είναι ελεύθερα ανακλητή, είτε με μεταγενέστερη αντίθετη δήλωση του ενώπιον συμβολαιογράφου ή δημόσιας αρχής είτε με σύνταξη μεταγενέστερης οποιασδήποτε διαθήκης κατά τους όρους του Αστικού Κώδικα.
Ταυτόχρονη εφαρμογή του Αστικού Κώδικα και του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου στην κληρονομική περιουσία ή σε ποσοστό ή και σε διακεκριμένα στοιχεία αυτής, δεν είναι δυνατή, αφού αυτό θα αποτελούσε μιαν ανεπίτρεπτη -και το πιθανότερο ανεφάρμοστη- νόθευση και των δύο δικαιικών συστημάτων».