Στην θαλάσσια περιοχή του νοτίου Ιονίου, ανατολικά και νότια της Πελοποννήσου και νοτίως της Κρήτης βρέθηκε για τρεις ημέρες το γαλλικό αεροπλανοφόρο «Charles de Gaulle» στα πλαίσια συνεκπαίδευσης των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων με μονάδες συνοδείας Task Force 473 του γαλλικού πλοίου.
Οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις συμμετείχαν με μαχητικά Rafale για πρώτη φορά μετά την επιχειρησιακή τους ένταξη σε αυτές καθώς και με F-16 Block 30, Block 50, Block 52+, Block 52+ Advanced και F-4, ενώ από την Ναυτική Δύναμη TF 473 συμμετείχε το αεροπλανοφόρο «Charles de Gaulle» από το οποίο επιχειρούσαν μαχητικά Rafale-M και αεροσκάφος Έγκαιρης Προειδοποίησης και Ελέγχου (Airborne Early Warning – AEW) E2C HAWKEYE.
From the 23th to 25th, the Rafale Marine from the #CharlesdeGaulle aircraft carrier conducted several air defense exercises in strong cooperation with the🇬🇷Air Force. A🇺🇸surface combatant integrated with the #FrenchCSG for #ANTARES supported the exercises in an early warning task pic.twitter.com/0gyUOmnaVu
— French Carrier Strike Group (@French_CSG) November 26, 2022
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του ΓΕΕΘΑ, κατά την διάρκεια της συνεκπαίδευσης, εκτελέστηκαν τα ακόλουθα αντικείμενα:
– Επιθετικές Επιχειρήσεις (Offensive Counter Air – OCA).
– Επίθεση/Προστασία Μονάδος Υψηλής Αξίας (High Value Airborne Asset Attack/Protect – HVAA Attack/Protect).
– Μικτές Επιχειρήσεις Εναέριας Υπεροχής (Joint Engagement Zone – JEZ).
– Εκπαίδευση Εναέριας Μάχης μεταξύ διαφορετικών τύπων Αεροσκαφών (Dissimilar Air Combat Training – DACT).
– Αεροπορική Συνδρομή σε Ναυτικές Επιχειρήσεις (Air Power Contribution to Maritime Ops – APCMO).
– Ασκήσεις με πραγματικά πυρά στο Πεδίο Βολής ΚΑΡΑΒΙΑ.
Η συνεκπαίδευση εντάσσεται στον ευρύτερο σχεδιασμό του ΓΕΕΘΑ ως προς τις διεθνείς συνεργασίες των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων και στο πλαίσιο των «Κατευθυντήριων Οδηγιών για την Αναβάθμιση της Ελληνογαλλικής Στρατιωτικής Συνεργασίας» που υπεγράφησαν μεταξύ του Αρχηγού ΓΕΕΘΑ Στρατηγού Κωνσταντίνου Φλώρου και του Αρχηγού Άμυνας της Γαλλίας Στρατηγού Thierry Burkhard και συνέβαλε στην προαγωγή του επιπέδου της επιχειρησιακής ετοιμότητας, μαχητικής ικανότητας, της διαλειτουργικότητας και της συνεργασίας μεταξύ των συμμετεχόντων σε διμερές και συμμαχικό πλαίσιο.