Το όνομα «Ναυκρατούσα» αποτέλεσε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα σχεδόν το συνώνυμο των αποβατικών σκαφών για το ΠΝ.
Αυτό γιατί δύο αποβατικά δεξαμενόπλοια είχαν το ίδιο όνομα, ήταν της ίδιας κλάσης και υπηρέτησαν διαδοχικά από το 1953 έως και το 2000.
Υπήρχε όμως και ένα τρίτο που ήταν αντιτορπιλικό.
Το Πολεμικό Ναυτικό είχε τρία σκάφη με το όνομα «Ναυκρατούσα». Από αυτά το πρώτο ήταν αντιτορπιλικό κλάσης «Θύελλα» και τα υπόλοιπα δύο αποβατικά δεξαμενόπλοια κλάσης Casa Grande του αμερικανικού Ναυτικού από τα οποία το πρώτο υπηρέτησε στο βρετανικό Ναυτικό και το δεύτερο στο αμερικανικό αλλά και τα δύο παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα τα έτη 1953 και 1971 αντίστοιχα.
«Ναυκρατούσα Ι»
Το «Ναυκρατούσα Ι» ναυπηγήθηκε στην Βρετανία κατά τα έτη 1905 – 1907 στα ναυπηγεία ‘YARROW’ Βρετανίας και ήταν της ίδιας κλάσης με τα αντιτορπιλικά «Σφενδόνη ΙΙ», «Λόγχη Ι», και «Θύελλα Ι». Αρχικά το σκάφος διέθετε 2 πυροβόλα των 76 χιλιοστών και 4 πυροβόλα 57 χιλιοστών και 2 Τ/Σ 45 εκατοστών.
Η Ελλάδα παρήγγειλε το σκάφος το 1905 και η ένταξή του στο Στόλο έγινε το 1907.
Συμμετείχε στους πολέμους 1912-1913. Το 1916 κατά τη διάρκεια του Α΄ΠΠ και των γεγονότων του «Εθνικού Διχασμού» οι Γάλλοι αποβιβάστηκαν στον Πειραιά και προχώρησαν σε κατάληψη του Στόλου χρησιμοποιώντας και το «Ναυκρατούσα Ι» υπό γαλλική σημαία και πλήρωμα για ανθυποβρυχιακές περιπολίες μεταξύ Αλγερίου και Τουλώνος. Το πλοίο επιστράφηκε στο Ελληνικό ναυτικό το 1918 όπου και ξεκίνησε καθήκοντα συνοδείας εμπορικών σκαφών και περιπολιών στο Αιγαίο, παίρνοντας μέρος στις επιχειρήσεις στην εκστρατεία στην Μικρά Ασία.
Το πλοίο τελικά καταστράφηκε στο Παξιμάδι της Μήλου τον Μάρτιο του 1921, όταν κατά διάρκεια ελιγμών προσάραξε στα αβαθή. Η ρυμούλκησή του και η επιδιόρθωσή του κλίθηκαν ασύμφορες.
Το σκάφος είχε εκτόπισμα 380 τόνων, μήκος 67 μέτρα, πλάτος 6,6 μ. και δύο ατμοστρόβιλους των 6.000 ίππων που έδιναν μέγιστη ταχύτητα στο σκάφος 30 κόμβων. Ο οπλισμός του σε μεταγενέστερο στάδιο αυξήθηκε στ 2 πυροβόλα των 76 χιλιοστών. Και στα 4 πυροβόλα των 57 χιλιοστών ενώ διέθετε δύο τορπιλοσωλήνες των 450 χλστ.
«Ναυκρατούσα ΙΙ» (L-153)
Το δεύτερο κατά σειρά σκάφος ήταν αποβατικό δεξαμενόπλοιο το οποίο εντάχθηκε στο Στόλο το 1963 και παροπλίστηκε το 1971. Πρόκειται για το πρώην HMS Eastway (F-130) κλάσης Casa Grande. Η ναυπήγηση του σκάφους εγκρίθηκε σύμφωνα με τον αμερικανικό νόμο περί «εκμίσθωσης και δανεισμού» και το σκάφος καθελκύστηκε στις 23 Νοεμβρίου του 1942 ως HMS Battle Axe LSD 9 για το βρετανικό Ναυτικό.
Τον Αύγουστο του 1943 το σκάφος μετονομάστηκε σε HMS Eastway (F-130) και μεταβιβάστηκε στο βρετανικό Ναυτικό στις 14 Σεπτεμβρίου του 1943. Πήρε μέρος στην απόβαση της Νορμανδίας μεταφέροντας υλικό στην ακτή JUNO. Επιστράφηκε στο αμερικανικό Ναυτικό στις 23 Απριλίου του 1946.
Το 1953 μεταβιβάστηκε στο Ελληνικό Ναυτικό και παροπλίστηκε το 1953. Το σκάφος είχε μήκος 139,5 μ. πλάτος 21,95 βύθισμα 5,5 μ. και εκτόπισμα κανονικό 4.032 τόνους και μέγιστο 7.930. Για την πρόωσή του χρησιμοποιούσε δύο ατμοστρόβιλους Skinner Uniflow των 7.000 ίππων οι οποίοι απέδιδαν μέγιστη ταχύτητα 17 κόμβων και οικονομική 15 κόμβων που έδιδε αυτονομία 8.000 ν.μ.
Ο οπλισμός του σκάφους αποτελείτο από 1 πυροβόλο των 3 ιντσών/50 και 8 πυροβόλα των 40 χλστ. Το πλήρωμα αποτελείτο από 17 αξιωματικούς και 237 υπαξιωματικούς και ναύτες ενώ σε ρόλο μεταφοράς στρατευμάτων μπορούσε να μεταφέρει 240 εξοπλισμένους στρατιώτες. Η ικανότητα μεταφοράς φορτίων κυμαινόταν, μεταξύ άλλων, σε τρεις αποβατικές ακάτους LCT (Mk V ή VI) και πέντε μεσαία άρματα μάχης ή δύο LCT και έως 12 μεσαία άρματα μάχης.
«Ναυκρατούσα ΙΙΙ» (L-153)
Το τρίτο ομώνυμο σκάφος ήταν το πρώην USS Fort Mandan (LSD-21) και ανήκε στην ίδια κλάση με το «Ναυκρατούσα ΙΙ» αλλά ήταν νεότερης ναυπήγησης. Πιο συγκεκριμένα το αποβατικό δεξαμενόπλοιο ναυπηγήθηκε δύο μήνες περίπου πριν τελειώσει ο Β΄ΠΠ στις 2 Ιουνίου του 1945 ενώ μεταξύ των ετών 1960-62 πραγματοποιήθηκε εκσυγχρονισμός τύπου FRAM II. Παραχωρήθηκε από τις ΗΠΑ στο πλαίσιο της στρατιωτικής βοήθειας.
Παρελήφθη στις 23 Ιανουαρίου 1971, στο Norfolk της Virginia των ΗΠΑ, από τον Πχη Ι. Παπανδρέου και κατέπλευσε στην Ελλάδα στις 30 Μαρτίου 1971. Αρχικά το σκάφος είχε δοθεί με ενοίκιο στην Ελλάδα, αλλά στις 5 Φεβρουαρίου του 1980 αγοράστηκε και περιήλθε στην αποκλειστική κυριότητα του ΠΝ. Υπήρξε η έδρα της Διοικήσεως Πλοίων Αποβάσεων.
Παροπλίσθηκε στις 31 Ιανουαρίου του 2000. Οι διαστάσεις του και η μεταφορική του ικανότητα ήταν πανομοιότυπα με του «Ναυκρατούσα ΙΙ».
Ο οπλισμός του αποτελείτο από 2 τετραπλά αντιαεροπορικά πυροβόλα BOFORS 40χιλ/60cal., με γωνία βολής 90 μοίρες, ταχυβολία 300 βλήματα/λεπτό, βεληνεκές σε ευθεία 12χλμ,και σε στόχο αέρος 4χλμ, Ακόμη υπήρχε ένα τετραπλό αντιαεροπορικό πυροβόλο Rheinmetall 20χλστ./60cal και τέλος φορητοί αντιαεροπορικοί πύραυλοι REDEYE.
Tο pronews.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το pronews.gr ουδεμία νομική ή άλλα ευθύνη φέρει.
Δικαίωμα συμμετοχής στη συζήτηση έχουν μόνο όσοι έχουν επιβεβαιώσει το email τους στην υπηρεσία disqus. Εάν δεν έχετε ήδη επιβεβαιώσει το email σας, μπορείτε να ζητήσετε να σας αποσταλεί νέο email επιβεβαίωσης από το disqus.com
Όποιος χρήστης της πλατφόρμας του disqus.com ενδιαφέρεται να αναλάβει διαχείριση (moderating) των σχολίων στα άρθρα του pronews.gr σε εθελοντική βάση, μπορεί να στείλει τα στοιχεία του και στοιχεία επικοινωνίας στο [email protected] και θα εξεταστεί άμεσα η υποψηφιότητά του.