Ο πόλεμος στην Ουκρανία μπορεί να παρουσιάζει εικόνα στασιμότητας από επιχειρησιακή άποψη, μοιάζει σαν να εισήλθε, ιδίως τις τελευταίες δύο εβδομάδες, σε μια φάση πρωτόγνωρης επικοινωνιακής και πολιτικής “κινητικότητας”, με κοινή συνισταμένη την απαισιοδοξία σχετικά με τις δυνατότητες της ουκρανικής πλευράς να βγει νικήτρια.
Μάλιστα η “Washington Post” δημοσίευσε εκτενή “νεκροψία” της θερινής αντεπίθεσης, με εμφανή βέβαια την πρόθεση να επιρριφθεί η ευθύνη στην ουκρανική πλευρά, η οποία δεν εισάκουσε ή δεν υλοποίησε αποτελεσματικά τις συστάσεις των Δυτικών συμβούλων. Το κυριότερο συμπέρασμα: H εμμονή στο να διαπερασθούν οι πολλαπλά οχυρωμένες ρωσικές γραμμές στον Νότο, ώστε να επιτευχθεί η επικοινωνιακά περιπόθητη “επάνοδος” στην Αζοφική, στέρησε από τους Ουκρανούς τη δυνατότητα να εκμεταλλευτούν προς όφελός τους το γεγονός ότι το μέτωπο εκτείνεται σε μήκος 600 χιλιομέτρων.
Η έκθεση της Rand
Έκτοτε, η επίγνωση του ότι η στήριξη προς την Ουκρανία θα έπρεπε να πολλαπλασιασθεί, προκειμένου να υπάρξει ανατροπή, προσέκρουσε σε αντικειμενικά και υποκειμενικά όρια σε όλο και περισσότερες δυτικές πρωτεύουσες.
Χαρακτηριστικά, έκθεση της δεξαμενής σκέψης Rand Corporation (της ίδιας που το 2019 είχε λεπτομερώς περιγράψει τον “οδικό χάρτη” της απομόνωσης της Ρωσίας, μέσω αλλαγών καθεστώτος στη Λευκορωσία και το Καζακστάν και κλιμάκωσης των εντάσεων σε Ουκρανία και Καύκασο), χρονολογούμενη από τις αρχές του τρέχοντος έτους, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ένας μακρός ουκρανικός πόλεμος δεν είναι προς το συμφέρον των ΗΠΑ και, συνεπώς, θα πρέπει το Κίεβο να ενθαρρυνθεί να διαπραγματευθεί.
Μάλιστα, γερμανικές κυβερνητικές πηγές έχουν ήδη αρχίσει να περιγράφουν ως ουκρανική “νίκη” την ανάκτηση εδαφών που προέκυψε από την περσινή ρωσική αναδίπλωση.
Κλειδί η οικονομία
Το δίλημμα της Δύσης είναι μεγάλο. Το γεωπολιτικό διακύβευμα για την Ευρασία είναι τέτοιο και η επένδυση, πολιτική και ιδεολογική, στο Ουκρανικό τόσο μεγάλη, που δεν νοείται υποχώρηση, είτε εύσχημη είτε και άτακτη (του τύπου της Καμπούλ το 2021).
Από τα άμεσα συμφέροντα της κυβέρνησης Μπάιντεν, εν όψει των εκλογών του ερχόμενου Νοεμβρίου, ή το αφήγημα της σύγκρουσης “δημοκρατιών και ευρασιατικού αυταρχισμού”, μέχρι την ίδια την αξιοπιστία της Αμερικής ως υπερδύναμης, κρίνονται στην Ουκρανία πολλά, για να μην αναφερθεί η ανασφάλεια των ανατολικοευρωπαϊκών χωρών απέναντι στη Ρωσία.
Όμως οι πολεμικές συγκρούσεις οφείλουν να έχουν συγκεκριμένη στοχοθεσία και “στρατηγική εξόδου”. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο κύριος στόχος, που δεν αφορούσε το πεδίο των μαχών, δεν υλοποιήθηκε. Το τείχος κυρώσεων, με αφορμή την εισβολή στην Ουκρανία, που προοριζόταν να αποδυναμώσει μοιραία τη Ρωσία δεν οδήγησε στην οικονομική της κατάρρευση (παρά τους όποιους κλυδωνισμούς), ούτε στην αμφισβήτηση της πολιτικής της ηγεσίας.
Αντιθέτως, είναι μεγαλύτερο το τίμημα που πληρώνουν οι ευρωπαϊκές οικονομίες, σε κόστος ενέργειας και προϊούσα αποβιομηχάνιση, παρά η ρωσική πλευρά, η οποία επιδίδεται σε “πολεμικό κεϊνσιανισμό” και “υποκατάσταση εξαγωγών”, ενισχύοντας την παραγωγική της βάση, άρα και την εξοπλιστική της ικανότητα.
Και των συμμάχων της Ουκρανίας οι πολιτικές αντοχές κατεξοχήν δοκιμάζονται το τελευταίο διάστημα – και μάλιστα εκατέρωθεν του Ατλαντικού όπου ήδη το Κογκρέσο έχει πει όχι στα δισεκατομμύρια που ζητά ο Μπάιντεν για τον Ζελένσκι.
Την ίδια στιγμή, αντίστοιχο θρίλερ προκαλούσε στους “27” η επιστολή του Ούγγρου πρωθυπουργού, Βίκτορ Όρμπαν, προς τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, με την οποία ζητείται να αφαιρεθεί από την ατζέντα της επικείμενης συνόδου κορυφής του Δεκεμβρίου το ζήτημα της υποψηφιότητας ένταξης της Ουκρανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να αξιολογηθούν εξαρχής τα αποτελέσματα της βοήθειας προς το Κίεβο. Με άλλα λόγια, στον “αέρα” βρίσκονται όχι μόνο τα 61 δισ. που αναμένει το Κίεβο από την Ουάσινγκτον, αλλά και τα 50 δισ. από τις Βρυξέλλες.
Ήδη την Πέμπτη ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, υποχρεώθηκε να παραθέσει δείπνο εργασίας στον Όρμπαν, προκειμένου να αποτρέψει το διαφαινόμενο αδιέξοδο στη Σύνοδο Δεκεμβρίου.