Στην καταγγελία ότι τα αντιπλημμυρικά έργα στη Θεσσαλία όχι απλώς δεν έγιναν μετά τον Ιανό το 2020, αλλά ακόμη χειρότερα οι όποιες επεμβάσεις ήταν επικίνδυνες καθώς ήταν αντίθετες στις φυσικές διόδους διαφυγής του νερού, που είχε, τότε και τώρα, καταστρέψει τα πάντα στην περιοχή, προχώρησε ο κτηνοτρόφος Μάκης Φιλίππου που είδε για δεύτερη φορά σε τρία χρόνια να καταστρέφεται η επιχείρησή του στο Καρποχώρι Καρδίτσας.
Ο κ. Φιλίππου έδειξε στην κάμερα ένα άνοιγμα στο έδαφος που δημιουργήθηκε από τα ορμητικά νερά το 2020 στην φονική κακοκαιρία του Ιανού.
Όπως είπε στο OPEN, «αυτό έγινε από τη δύναμη της Φύσης, το άνοιγμα. Ήρθαν να το κλείσουν την επόμενη ημέρα, βιαίως. Δεν ξέρω τι πρεμούρα τους είχε πιάσει. Δεν το επιτρέψαμε, δυναμικά, από το χωριό … διά της βίας. Και αυτό είναι που έσωσε το χωριό. Θα είχαμε εκατοντάδες νεκρούς αν δεν υπήρχε αυτό το άνοιγμα. Τρία 24ωρα έφευγε το νερό, εκτονωνόταν σιγά-σιγά. Με τον Ιανό ήταν κλεισμένο, πιέστηκε και άνοιξε. Κατέστρεψε τα πάντα στο πέρασμά του».
Στην περιοχή δεν έχει γίνει «ούτε ένα» αντιπλημμυρικό, «είναι ντροπή αυτό που γίνεται. Ήρθαν με μια τσάπα, υποτίθεται να καθαρίσουν, δεν ξέρω γιατί το έκαναν αυτό. Να καλύψουν χρήματα; Πάει το μυαλό μας παντού. Τίποτα, ούτε ένα έργο δεν έγινε», όπως είπε.
Τόνισε παράλληλα ότι η έλλειψη έργων υποδομής είναι υπαίτια για την ερήμωση της ελληνικής υπαίθρου. «Η απουσία αντιπλημμυρικών έργων και ο φόβος επανάληψης της καταστροφής είναι «ο κυριότερος αποτρεπτικός παράγοντας να συνεχίσουμε αυτή τη στιγμή. Λέμε “ξαναχρεωνόμαστε και την ξαναφτιάχνουμε. Κι αν μετά από δύο-τρία χρόνια ξαναγίνει, τι κάνουμε; … Μετά τον Ιανό, πήραμε μικρά αρνάκια, τα μεγαλώσαμε. Αυτά τώρα ήταν μανούλες, μας έδιναν το γαλατάκι. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τη στεναχώρια. Έκλαιγαν οι υπάλληλοι, τόσο δεμένοι ήμασταν». Σε άλλο σημείο, εξάλλου, είπε ότι μετά την καταστροφή του Ιανού το 2020, «φέτος θα ξεχρέωνα, ήταν η χρονιά που θα ξεχρεώναμε».
Ο ίδιος ο κ. Φιλίππου, οι οικείοι και συνεργάτες του έζησαν δραματικές στιγμές μέσα στα νερά, την πρώτη ημέρα της πλημμύρας, τις οποίες περιέγραψε.
«Ήμουν με το γιο μου. Κοιμόμασταν το βράδυ στην επιχείρηση, να βοηθήσουμε τα ζώα … είχε έρθει σε βοήθεια ο γαμπρός μου και ένας υπάλληλος … κάποια στιγμή είδαμε ότι δεν μπορούμε να τα σώσουμε … ήταν δύο μέτρα το νερό … πήραμε το δρόμο της επιστροφής», ανακάλεσε ο ίδιος.
«Προχώρησε ο γαμπρός μου με τον υπάλληλο μπροστά … είπα στο γιο μου “πάμε πίσω τους, μην γίνει κάτι στραβό και πνιγούν οι άνθρωποι” … βγαίνοντας στον κεντρικό, στην άσφαλτο, “μείναμε”, όλοι. Το νερό μας υπερκάλυψε. Βλέπαμε να δίνουν μάχη και ο γαμπρός μου και ο υπάλληλος … ο γιος μου κατάφερε και βγήκε, τράβηξε κι εμένα, τραβήξαμε και τον γαμπρό μου. Ο υπάλληλος, είναι και λίγο εύσωμος, έμεινε σε ένα δεντράκι πιασμένος. Το μισάωρο εκείνο μου έλεγε “πνίγομαι, δεν μπορώ”. Εγώ του έλεγα να κάνει υπομονή, “κρατήσου!”. Ευτυχώς πέρασε ένας γείτονας με ένα πολύ μεγάλο τρακτέρ, έφερε σχοινί και τον σώσαμε. Κάποια στιγμή πίστεψα ότι τον χάσαμε, σκεφτόμουν τι θα ακολουθήσει μετά, έλεγα “πνίγηκε, τέλος!”. Έλεγε “Δεν αντέχω! Δεν αντέχω! Θα με αφήσεις εδώ να πνιγώ;”. Τι να κάνω εγώ; … Τυχαία ήρθε ο γείτονας, πήγαν να δουν κάτι πέλετ που έχουν στους φούρνους, σε ξηραντήρια».
«Έχει και συνέχεια. Ανεβήκαμε στο τρακτέρ χαρούμενοι που σωθήκαμε … στο δρόμο ερχόταν και άλλο τρακτέρ πίσω από εμάς, ένα γειτονόπουλο, ξάδερφός μου. Το βλέπω κάποια στιγμή το τρακτέρ ακυβέρνητο, δεν οδηγείτο. Κάνει μία πτώση στο ανάχωμα εδώ, πέφτει κάτω, αλλά ευτυχώς δεν ανατράπηκε, δεν θα τον σώζαμε με τίποτα. Έπεσε με το τρακτέρ. Πάλι με τα σχοινιά, τον τραβήξαμε, τον σώσαμε τελευταία στιγμή κι αυτόν … δεν μπορώ να συνέλθω ακόμη. Σαν άνθρωπος είμαι ψύχραιμος, αλλά αυτό δεν το διαχειρίζεσαι εύκολα».
«Πάω στο σπίτι και τι βλέπω, υπερχείλισαν τα νερά από το ανάχωμα. Βλέπω και το σπίτι πνιγμένο», προσέθεσε.