Η τραγωδία που συνέβη στα Τέμπη και βύθισε στο πένθος τη χώρα μας, προκαλώντας αναπάντητα ερωτήματα δεν είναι η μόνη που γράφεται με μελανά χρώματα στην ιστορία των ελληνικών σιδηροδρόμων.
Τουλάχιστον 2 πολύνεκρα δυστυχήματα έχουν συμβεί μέχρι σήμερα σε ελληνικές αμαξοστοιχίες.
Το δυστύχημα στο Δερβένι
Στις 30 Σεπτεμβρίου του 1968 δύο αμαξοστοιχίες ξεκίνησαν από την Κυπαρισσία για την Αθήνα με μιάμιση ώρα διαφορά μεταξύ τους και 2.500 επιβάτες η καθεμία. Επρόκειτο στη συντριπτική τους πλειοψηφία για ψηφοφόρους, που είχαν πάει να ψηφίσουν στο «δημοψήφισμα» για το Σύνταγμα της Ελλάδας, που έγινε από τη χούντα των Συνταγματαρχών η οποία βρισκόταν τότε στην εξουσία.
Στις 15.15 το μεσημέρι, η πρώτη αμαξοστοιχία (304) αναχώρησε από την Πάτρα και στις 18.20 περίπου βρισκόταν ένα χιλιόμετρο μετά το Δερβένι Κορινθίας. Ήταν ταχεία και σταματούσε σε όλους τους σταθμούς. Η δεύτερη αμαξοστοιχία (306) ξεκίνησε από την Πάτρα στις 16.24. Επρόκειτο για υπερταχεία, η οποία σταματούσε μόνο στους μεγάλους σταθμούς.
Ενώ λοιπόν η 304 βρισκόταν κοντά στο Δερβένι ξαφνικά κάποια ή κάποιος τράβηξε τον μοχλό του σήματος κινδύνου. Ο μηχανοδηγός ελάττωσε ταχύτητα και το τρένο ακινητοποιήθηκε. Ποιος όμως «τράβηξε» το σήμα κινδύνου; Στον τύπο της εποχής γράφτηκαν διάφορα και κυκλοφόρησαν διάφορες θεωρίες.
Ένας ναύτης λιποθύμησε και μια γυναίκα πανικοβλήθηκε και τράβηξε το σήμα κινδύνου. Μια ηλικιωμένη γυναίκα λιποθύμησε κι ένας επιβάτης έσυρε τη λαβή του κινδύνου. Μια ετοιμόγεννη γυναίκα λόγω του συνωστισμού λιποθύμησε και ένας ναύτης προκάλεσε την ακινητοποίηση της αμαξοστοιχίας.
Κανείς δεν γνωρίζει ποια είναι η πραγματικότητα. Όπως και να ‘χει , το τρένο σταμάτησε. Οι σιδηροδρομικοί υπάλληλοι κατέβηκαν και αφού τοποθέτησαν προειδοποιητικό σήμα στο πίσω μέρος του τρένου για να ενημερώσουν τον μηχανοδηγό της 306, προσπάθησαν να δουν τι ακριβώς είχε συμβεί.
Στο μεταξύ η αμαξοστοιχία 306 πλησίαζε. Μαζί με τον μηχανοδηγό και τον βοηθό του στον χώρο της μηχανής βρισκόταν ένας ακόμη μηχανοδηγός ο οποίος, αν και αδειούχος, ανέλαβε να οδηγήσει το τρένο για να ξεκουράσει τον συνάδελφό του καθώς και ένας ακόμα σιδηροδρομικός.
Όπως έγραψε η εφημερίδα «Πελοπόννησος» οι 4 σιδηροδρομικοί συζητούσαν και η 306 κινούνταν με ταχύτητα μεγαλύτερη των 50 χιλιομέτρων. Όπως ήταν αναμενόμενο δεν είδαν το προειδοποιητικό σήμα που είχαν τοποθετήσει οι αρμόδιοι της 304. Όταν οι μηχανοδηγοί της 306 αντιλήφθηκαν την ακινητοποιημένη αμαξοστοιχία ήταν πολύ αργά. Οι αγωνιώδεις προσπάθειές τους να ακινητοποιήσουν το τρένο απέτυχαν. Η μηχανή της 306 έπεσε πάνω στο τελευταίο βαγόνι της 304, το οποίο μεταβλήθηκε σε μια άμορφη μάζα ,ενώ τρία ακόμα βαγόνια εκτροχιάστηκαν.
Οι κάτοικοι του Δερβενίου άκουσαν ένα εκκωφαντικό θόρυβο και φωνές. Νόμισαν ότι κάποιο τρένο έπεσε στον ποταμό Ζαχολίτικο και έσπευσαν να βοηθήσουν, αντικρίζοντας εφιαλτικές εικόνες. Αφού ξεπέρασαν το αρχικό σοκ προσπάθησαν να βοηθήσουν τους επιβάτες του τρένου. Στο σημείο της τραγωδίας έσπευσαν στρατιώτες του Μηχανικού από το Λουτράκι, αστυνομικοί, γιατροί και νοσηλευτές. Ο απολογισμός ήταν τραγικός: 34 νεκροί και περισσότεροι από 150 τραυματίες στη χειρότερη σιδηροδρομική τραγωδία -μέχρι σήμερα- στη χώρα μας.
Η σιδηροδρομική αυτή τραγωδία είχε όμως, κατά κάποιο τρόπο και συνέχεια. Ανάμεσα στους επιβάτες του τρένου ήταν ο 14χρονος τότε Γιάννης Τσούτσικος και η 3χρονη ετεροθαλής αδελφή του Έλενα.
Μαζί με τη μητέρα τους και τον πατριό του Τούτσικου και πατέρα της Έλενας, Γιάννη Χαραλαμπόπουλο είχαν μεταβεί στο χωριό τους στην Πελοπόννησο για να ψηφίσουν οι γονείς τους. Ξαφνικά ο Γιάννης είδε την αμαξοστοιχία 306 να έρχεται κατά πάνω τους. Ενστικτωδώς ο 14χρονος πήρε στην αγκαλιά του την μικρή Έλενα και πήδηξε από το βαγόνι. Τα δύο παιδιά γλίτωσαν με ελαφρά τραύματα, όμως η μητέρα τους και ο πατέρας της Έλενας σκοτώθηκαν.
Η επόμενη μέρα ήταν πολύ δύσκολη για τα δύο παιδιά. Ο πατέρας του Γιάννη είχε πεθάνει πριν μερικά χρόνια. Έτσι φιλοξενήθηκε αρχικά σε σπίτι συγγενών του στον Πύργο, ενώ η Έλενα υιοθετήθηκε από ένα ζευγάρι εκπαιδευτικών.
Η τραγωδία στον Δοξαρά Λάρισας
Στις 16 Ιανουαρίου του 1972, η μετωπική σύγκρουση δύο τρένων, μεταξύ των σιδηροδρομικών σταθμών του Δοξαρά (Λάρισας) και των Ορφανών (Καρδίτσας), 21 άνθρωποι (19 σύμφωνα με άλλες πηγές) έχασαν τη ζωή τους και δεκάδες άλλοι τραυματίστηκαν.
Το ένα τρένο είχε ξεκινήσει στις 13.30 από τη Θεσσαλονίκη, με προορισμό την Αθήνα, ενώ το άλλο, στις 9:30 από τον Πειραιά με προορισμό τη συμπρωτεύουσα.
Δύο Πειραιώτες μηχανοδηγοί, οι Πολίτης και Σταματίου παρέλαβαν τη ντιζελάμαξα ALCO.A323 και κατευθύνθηκαν στον σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης.
Εκεί, η Α323, μπαίνει επικεφαλής του τρένου που πριν λίγο είχε φτάσει με μικρή καθυστέρηση από το Μόναχο. Τελικός προορισμός για την υπερταχεία απολύτου προτεραιότητας «Ακρόπολις Εξπρές», ήταν η Αθήνα. Στις 13.30, το «Ακρόπολις», ξεκίνησε από τη συμπρωτεύουσα. Με σχετικά μεγάλη καθυστέρηση, το «Ακρόπολις» έφτασε στη Λάρισα, όπου έκανε μία σύντομη στάση και συνέχισε την πορεία του.
Λίγα λεπτά αργότερα, ο σταθμάρχης Παλαιοφαρσάλου, δίνει εντολή αναχώρησης στην αμαξοστοιχία 121, Πειραιά-Θεσσαλονίκης, γνωστότερη σαν «πόστα».
Επρόκειτο για ένα τρένο που έκανε στάση σε όλους τους σταθμούς. Πίσω από την ντιζελομηχανή της, βρισκόταν ένα βαγόνι-ταχυδρομείο ιταλικής κατασκευής, δύο βοηθητικές κλειστές φορτάμαξες και δύο επιβατάμαξες. Στη μία από αυτές, επέβαιναν 30 στρατιώτες του Πυροβολικού, που από τη Θήβα πήγαιναν με μετάθεση σε μονάδες της Βόρειας Ελλάδας.
Η διασταύρωση των δύο τρένων, προγραμματίστηκε να γίνει είτε στο σταθμό των Ορφανών, είτε στον σταθμό του Δοξαρά. Οι δύο σταθμάρχες, Νικόλαος Γκέκας των Ορφανών και Δημήτριος Παπαδόπουλος του Δοξαρά, διαφωνούσαν μεταξύ τους, καθώς ο ένας ήθελε να γίνει η διασταύρωση στον σταθμό του άλλου. Τη διαφωνία τους κλήθηκε να επιλύσει ο ρυθμιστής κίνησης των τρένων Γεώργιος Χαλιώτης, από την Αθήνα. Οι συνεννοήσεις μεταξύ των τριών υπαλλήλων του ΟΣΕ, δεν είχαν αποτέλεσμα, καθώς δεν υπήρχαν σύγχρονα συστήματα επικοινωνίας. Το «Ακρόπολις», πέρασε κανονικά από τον Δοξαρά, χωρίς να σταματήσει, καθώς είχε προτεραιότητα, ενώ και ο Γκέκας έδωσε εντολή να ξεκινήσει η «πόστα» από τα Ορφανά.
Τα δύο τρένα πλέον, μόνο με ένα θαύμα δεν θα συγκρούονταν. Στο μεταξύ, ο βοηθός μηχανοδηγός τις 121 Σακελλαρίου, έχοντας δεχτεί παράπονα από τον προϊστάμενο της «πόστας», ότι υπήρχε πρόβλημα θέρμανσης, άφησε τη θέση του και πήγε στο μηχανοστάσιο να δει την ατμογεννήτρια. Έτσι, ο μηχανοδηγός Σύρμας, που καθόταν δεξιά, δεν είχε ορατότητα προς τα αριστερά, απ’ όπου ερχόταν η υπερταχεία.
Έχει γραφτεί, ότι οι μηχανοδηγοί της Α323, άκουγαν στο ραδιόφωνο την αναμετάδοση του αγώνα ποδοσφαίρου Πανιώνιου-Ολυμπιακού, που διεξαγόταν εκείνη τη μέρα και πιθανότατα ήταν απορροφημένοι. Ένας βοσκός, από ένα γειτονικό ύψωμα βλέποντας τα δύο τρένα να πλησιάζουν το ένα το άλλο, έβγαλε την κάπα του και έκανε νόημα στους μηχανοδηγούς του «Ακρόπολις». Αυτοί νόμισαν ότι τους χαιρετάει και ανταπέδωσαν τον χαιρετισμό..
Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, το «Ακρόπολις», με ταχύτητα 100 km/h, και η Α121 συγκρούστηκαν μετωπικά. Η ντιζελομηχανή του «Ακρόπολις» συνέθλιψε τη μηχανή της «πόστας», ενώ και τα τρία πρώτα βαγόνια της, έγιναν συντρίμμια. Στον παγωμένο θεσσαλικό κάμπο 21 άνθρωποι άφησαν την τελευταία τους πνοή και περισσότεροι από 40 τραυματίστηκαν.Η νέα σιδηροδρομική τραγωδία,συγκλόνισε ολόκληρη τη χώρα.