Μία πάρα πολύ σημαντική ικανότητα φαίνεται να έχουν τα ρωσικά συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου, καθώς είναι ικανά να αναλάβουν τον έλεγχο των υπερηχητικών πυραύλων του εχθρού.
Παρά το γεγονός ότι τα σύγχρονα συστήματα αεροπορικής άμυνας και οι σταθμοί ραντάρ που χρησιμοποιούνται ευρέως, δεν μπορούν να ανιχνεύσουν υπερηχητικούς πυραύλους, οι ειδικοί εφιστούν την προσοχή στο γεγονός ότι η Ρωσία διαθέτει ήδη συστήματα ικανά να παρέμβουν στον έλεγχο των υπερηχητικών πυραύλων, σύμφωνα με το ρωσικό ιστότοπο avia.pro
Αυτό επιτρέπει στον ρωσικό στρατό να ελέγχει πλήρως τα υπερηχητικά όπλα του εχθρού, ωστόσο, μόνο με την προϋπόθεση ότι οι επιθέσεις αυτές πραγματοποιούνται σε βάθος
Όπως σημειώνει ο ειδικός, λόγω των ιδιαιτεροτήτων των υπερηχητικών όπλων, το πιο αποτελεσματικό μέτρο μπορεί να είναι η απόκτηση του ελέγχου σε αυτό. Αυτό πρέπει να περιλαμβάνει όχι μόνο την μπλοκάρισμα του σήματος ελέγχου, αλλά και την διακοπή του ελέγχου πάνω στον πύραυλο.
«Ο ρωσικός στρατός είναι οπλισμένος με ηλεκτρονικά συστήματα ,τα οποία επιτρέπουν έχουν την ικανότητα μπλοκαρίσματος ενός σήματος για drone καθώς και για άλλα όπλα.
Στην πραγματικότητα, το ίδιο ρωσικό όπλο μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για την αναχαίτιση του σήματος ελέγχου των υπερηχητικών όπλων, υπό τον όρο ότι αυτοί ελέγχονται.
Το μόνο πρόβλημα είναι ότι η χρήση τέτοιων τακτικών δεν θα είναι πάντα δυνατή λόγω των ιδιαιτεροτήτων του ελέγχου ενός υπερηχητικού πυραύλου », σημειώνει ο αναλυτής.
Με τη σειρά του, είναι γνωστό ότι ο ρωσικός στρατός εργάζεται για την ανάπτυξη ενός μοναδικού ραντάρ ικανού να συλλαμβάνει υπερηχητικούς στόχους που κινούνται με ταχύτητα πάνω από 10 χιλιάδες km / h.
Είναι γνωστό ότι υπερδυνάμεις όπως η Ρωσία είναι “ιδιαίτερα μπροστά” στον τομέα του ηλεκτρονικού πολέμου. Ωστόσο τα παραπάνω δίνουν μια νέα διάσταση στην αντιπαλότητα ΗΠΑ-ΝΑΤΟ κατά της Ρωσίας, αφού τα υπερηχητικά όπλα και πύραυλοι έχουν την ικανότητα να διαπερνούν τις αντιαεροπορικές άμυνες, ενώ τα ευρέως γνωστά αντιαεροπορικά συστήματα, αδυνατούν να τους αναχαιτίσουν.
Η ηλεκτρονική παρέμβαση και ανάκτηση του ελέγχου ενός εχθρικού υπερηχητικού πύραυλου ουσιαστικά μεταφράζεται ως εξουδετέρωση μιας σημαντικότατης δυνατότητας του εχθρού.
Θα πρέπει να θεωρείται επίσης δεδομένο ότι σε ανάλογες κινήσεις έχουν προβεί και οι υπόλοιπες υπερδυνάμεις, όπως ΗΠΑ, Κίνα, Γαλλία, Μ. Βρετανία
Συγκεκριμένα το νέο τους όπλο, ένα λέιζερ υψηλής ενέργειας που μπορεί να καταρρίψει drone δοκίμασαν πριν λίγες οι ΗΠΑ.
Όπως ανακοίνωσε το Πολεμικό Ναυτικό της χώρας, η δοκιμή ήταν επιτυχημένη. Πρόκειται για “την πρώτη εφαρμογή ενός υψηλής ενέργειας, στερεάς κατάστασης λέιζερ” για την καταστροφή ενός αεροσκάφους drone, σύμφωνα με την ανακοίνωση.
Στο βίντεο που δόθηκε στη δημοσιότητα, φαίνεται το λέιζερ που βρίσκεται πάνω σε πολεμικό πλοίο να έχει ενεργοποιηθεί και στη συνέχεια ένα drone να καίγεται. Η δοκιμή πραγματοποιήθηκε κάπου στον Ειρηνικό ωκεανό στις 16 Μαΐου.
Η δύναμη του όπλου δεν αποκαλύφθηκε, αλλά μια έκθεση του 2018 από το Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών ανέφερε ότι αναμένεται να είναι ένα λέιζερ 150 κιλοβάτ.
“Με τη διεξαγωγή προηγμένων δοκιμών στη θάλασσα εναντίον UAV και μικρών αεροσκαφών, θα αποκτήσουμε πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με τις δυνατότητες του συστήματος λέιζερ LWSD (Laser Weapons System Demonstrator) έναντι πιθανών απειλών”, δήλωσε ο πλοίαρχος Κάρι Σάντερς.
“Με αυτήν τη νέα προηγμένη ικανότητα, επαναπροσδιορίζουμε τον πόλεμο στη θάλασσα για το Ναυτικό”, πρόσθεσε.
Το Ναυτικό λέει ότι τα λέιζερ, τα οποία ονομάζει κατευθυνόμενα ενεργειακά όπλα (DEW), μπορούν να είναι αποτελεσματικές άμυνες εναντίον αεροσκαφών ή οπλισμένων μικρών σκαφών.
Τέλος η Αμερικανική εταιρεία Lockheed Martin δουλεύει πάνω στην εγκατάσταση ενός συστήματος κατευθυνόμενης ενέργειας σε μαχητικά αεροσκάφη μέχρι τα μέσα της δεκαετίας, σύμφωνα με στέλεχος της εταιρεία.
Όπως αναφέρει το National Defense, ο Μαρκ Στίβεν, για ανάπτυξη στρατηγικών τεχνολογιών στο τμήμα πυραύλων και ελέγχου πυρός της εταιρείας, είπε πως «εστιάζουμε στην τοποθέτηση ενός ατρακτιδίου λέιζερ εξοπλισμένου με λέιζερ υψηλής ισχύος στα μαχητικά αεροσκάφη μας μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια».