Ο αστυνομικός του Τμήματος Εγκλημάτων κατά Ζωής είναι ο τελευταίος μάρτυρας στη σημερινή συνεδρίαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης για τη δολοφονία του Άλκη Καμπανού και την επίθεση στους δύο φίλους του, τα ξημερώματα της 1ης Φεβρουαρίου του 2022.
Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της κατάθεσής του, ανέφερε πως η επίθεση ήταν καταδρομική και πως ο καθένας ήξερε τι έπρεπε να κάνει και τι ήθελε να κάνει.
Ειδικότερα, ο μάρτυρας κατέθεσε στο δικαστήριο για τα αποτέλεσμα των ερευνών που ξεκίνησαν από την Υπηρεσία του μετά το θάνατο του Άλκη Καμπανού, τον τρόπο που κατάφεραν οι έμπειροι αστυνομικοί να ταυτοποιήσουν τους δράστες και να τους «δέσουν» με την υπόθεση, αλλά και όσα προέκυψαν μέσα από το βιντεοληπτικό υλικό που εξετάστηκε ενδελεχώς και αποτυπώνει τις κινήσεις των «12», από τη στιγμή που φεύγουν οργανωμένα από τον σύνδεσμο του ΠΑΟΚ, μέχρι και τη φυγή τους από την οδό Θ. Γαζή, μετά τη δολοφονική επίθεση με οπαδικα κίνητρα στον 19χρονο και την παρέα του.
Τα πρώτα βασικά στοιχεία που εντόπισαν φτάνοντας στο σημείο της επίθεσης οι αστυνομικοί του Τμήματος Εγκλημάτων κατά Ζωής, ήταν, σύμφωνα με τον μάρτυρα, μια λίμνη αίματος, αποτυπώματα παπουτσιών στο αίμα και το δρεπάνι που, επίσης, έφερε αίμα. Περίπου 100 μέτρα πιο μακριά από το σημείο της επίθεσης, βρήκαν και ένα μεγάλο ξύλινο στειλιάρι πεταμένο σε μία οικοδομή.
«Οι πρώτες πληροφορίες λέγανε για ομάδα αρκετών ατόμων, περίπου 10-12, που επιτέθηκαν σε άλλη ομάδα, 5-6 ατόμων. Αρχικές πληροφορίες υπήρχαν πάρα πολλές από πολίτες, αστυνομικούς, ακόμα και από οπαδούς. Έτσι ξεκινήσαμε να βλέπουμε ποιοι θα μπορούσαν να είναι στην επίθεση. Από την αρχή ήταν δεδομένο ότι είχαμε οπαδούς που χτυπάνε άλλους επειδή δήλωσαν ότι υποστηρίζουν διαφορετική ομάδα και γρήγορα φάνηκε ότι έχει να κάνει με οπαδικα θέματα», κατέθεσε ο αστυνομικός.
Ο πρώτος κατηγορούμενους «έδειξε» τους υπόλοιπους
Οι αστυνομικοί του Ανθρωποκτονιών ξεκίνησαν να συνθέτουν τα κομμάτια του παζλ για την ταυτοποίηση των ατόμων που εμπλέκονται στη δολοφονική επίθεση, όταν επιβεβαιώθηκε μία πληροφορία από την υποδιεύθυνση Αθλητικής Βίας για τον 1ο κατηγορούμενο και αναγνωρίστηκε το αυτοκίνητό του στον τόπο του εγκλήματος.
Έτσι, οι αστυνομικοί αποφάσισαν να προχωρήσουν στην προσαγωγή του και στη συνέχεια συνελήφθη στο πλαίσιο του αυτοφώρου.
«Ξέραμε ότι υπήρχαν κι άλλα άτομα που δεν είχαν αυτοποιηθεί. Ο κατηγορούμενος ήταν αρνητικός στην αρχή για τα πάντα. Όταν βγήκαν κάποια πράγματα εναντίον του, παραδέχθηκε ότι ήταν στο σημείο όμως υποστήριζε ότι δε κατέβηκε από το αυτοκίνητο, δεν έλεγε για κανένα άλλον και ζητούσε δικηγόρο».
Στην κατοχή του πρώτου συλληφθέντα βρέθηκαν κλειδιά τα οποία αποδείχθηκε ότι άνοιγαν σύνδεσμο του ΠΑΟΚ και καταδικάστηκε από το Αυτόφωρο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης μετά από την έρευνα που έκαναν οι αστυνομικοί στον σύνδεσμο και τα όπλα που εντόπισαν στο εσωτερικό του.
«Όσο περνούσε ο καιρός ο κατηγορούμενος ζοριζόταν όλο και περισσότερο, μετά και την καταδίκη του για αυτά που βρέθηκαν εντός του συνδέσμου. Τότε αποφάσισε ότι θέλει να πει τι έγινε με την επίθεση και μας είπε τα υπόλοιπα ονόματα των εμπλεκομένων, σε ποια σημεία κάθονταν και πως έγινε όλο το περιστατικό», τόνισε ο αστυνομικός, σημειώνοντας ότι ήδη το Τμήμα Εγκλημάτων κατά Ζωής είχε αρκετά στοιχεία για τους εμπλεκόμενους, όμως αυτή ήταν η τελική επιβεβαίωση.
Η οργανωμένη πομπή και η καταδρομική επίθεση
Όπως κατέθεσε ο μάρτυρας, τα άτομα «ξεκίνησαν με πομπή τριών οχημάτων, από τον σύνδεσμο του ΠΑΟΚ στην Παλαιών Πατρών Γερμανού. Εκεί μαζεύτηκαν όλοι και ξεκίνησαν με τα αυτοκίνητα σε σειρά. Ουσιαστικά η κίνηση που έκαναν ήταν να αποφύγουν να περάσουν μπροστά από το γήπεδο του Αρη, πήγαν περιμετρικά και φάνηκε ότι πρέπει να γνώριζαν το σημείο καθώς είναι αρκετά μέσα από την κεντρική οδό, με μέτριο φωτισμό.
Προφανώς ξέρανε ότι εκεί υπάρχουν οπαδοί του Άρη, ήξεραν γενικά που θα υπάρχουν οπαδοί. Απέφυγαν να κινηθούν πίσω από το γήπεδο του Αρη καθώς έχει πολύ κόσμο αρκετές φορές».
«Ήξεραν που υπάρχουν άτομα και προσπάθησαν να μη πετύχουν μεγάλη ομάδα ατόμων για να υπερτερούν αριθμητικά. Όσο πιο περιμετρικά και μακριά από γήπεδο, τόσο πιο εύκολα θα έβρισκαν μικρές ομάδες.
Από την έρευνα στο αρχείο, προέκυψε ότι ο 1ος με τον 4ο κατηγορούμενο είχαν επιτεθεί με μαχαίρι το 2019, σε άλλον νεαρό, σε κοντινό σημείο. Δηλαδή, δεν είναι άγνωστα προς αυτούς τα σημεία», είπε ο μάρτυρας.
«Κάποιοι έλεγαν ότι (σ.σ. οι κατηγορούμενοι) έστειλαν κάποιον “μικρό” πριν την επίθεση για να δει που έχει κόσμο, αλλά δε μπορέσαμε να το επιβεβαιώσουμε. Αυτές οι επιθέσεις είναι τυφλές σε σχέση με τα άτομα και το μόνο που έχει σημασία είναι να υποστηρίζουν αντίθετη ομάδα», κατέθεσε ο αστυνομικός, περιγράφοντας στη συνέχεια την καταδρομική επίθεση που πραγματοποίησαν οι «12».
«Η επίθεση ήταν καταδρομική, τελείωσε σε 1 λεπτό και 6 δευτερόλεπτα. Σε καταδρομική επίθεση ο καθένας ξέρει τι πρέπει να κάνει. Κατέβηκαν σχεδόν ταυτόχρονα, επιτέθηκαν και ξανά γύρισαν στα αυτοκίνητα. Είναι μία επίθεση πολύ γρήγορη που κάνει ο Στρατός και η αστυνομία, καθώς είναι επιθέσεις που γνωρίζεις να τις κάνεις και υπάρχει άνεση, δεν είναι η πρώτη φορά», ανέφερε χαρακτηριστικά ο μάρτυρας.
«Ο καθένας ήξερε τι έπρεπε να κάνει και τι ήθελε να κάνει. Ο καθένας ήξερε τι όπλα ήθελε να έχει μαζί του. Γνώριζαν τι ήθελαν να κάνουν, τι ζημιά και πόση ζημιά», σημείωσε.
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό σχετικά με τον τρόπο που έδρασαν οι δράστες της δολοφονικής επίθεσης, είναι τα στοιχεία που προέκυψαν σχετικά με το πως έκατσαν στα τρία αυτοκίνητα που έφτασαν στην περιοχή της Χαριλάου.
Σύμφωνα με τον μάρτυρα, από την άρση τηλεφωνικού απορρήτου προκύπτει πως σε κάθε αυτοκίνητο κάθονταν οι πιο στενοί φίλοι μεταξύ τους, ενώ νωρίτερα είχαν επικοινωνήσει και συνεννοηθεί για το σημείο εκκίνησης και προορισμό.
Η δίκη συνεχίζεται με την εξέταση του μάρτυρα από την εισαγγελέα της έδρας.