To Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), δικαίωσε τον πρώην διευθυντή της Διεύθυνσης Κατασκοπείας της ΕΥΠ, Κωνσταντίνο Αγγελάκη, ο οποίος διώχθηκε επί κυβέρνησης Γ.Α.Παπανδρέου, κάνοντας δεκτή την προσφυγή του με την οποία κατήγγειλε παράβαση του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σε δύο ποινικές υποθέσεις του προσφεύγοντα.
Ο Κ.Αγγελάκης ήταν μέχρι το 2010 κορυφαίο στέλεχος της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ), προϊστάμενος στην Διεύθυνση Κατασκοπείας, αλλά και επί σειρά ετών Πρόεδρος της Ομοσπονδίας Συλλόγων Υπαλλήλων της ΕΥΠ…
Ερωτάται λοιπόν η Ελλάδα γιατί απαγόρευσε στον κατηγορούμενο να έχει πρόσβαση στο υλικό της δικογραφίας και γιατί του απαγορεύθηκε το δικαίωμα να καλέσει μάρτυρες υπεράσπισης, όταν κατηγορήθηκε ότι παρακρατούσε έγγραφα της υπηρεσίας.
Παράλληλα το ΕΔΔΑ, καλεί τις δύο πλευρές να προτείνουν συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, άλλως θα αναγκασθεί το Δικαστήριο να εκδώσει απόφαση.
Θα ήταν θετικό για την χώρα η υπόθεση να κλείσει συμβιβαστικά, διότι μία καταδίκη της χώρας για παράβαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν τιμά ούτε το νομικό μας πολιτισμό ούτε την Δημοκρατία.
Το λυπηρό στην υπόθεση αυτή είναι ότι δεν πρόκειται για παράβαση εκ μέρους κάποιου μεμονωμένου οργάνου της Πολιτείας που ενήργησε αυτοβούλως (π.χ. αστυνομική αυθαιρεσία) αλλά θεωρήθηκε ότι τα Ελληνικά Δικαστήρια δεν άφησαν Έλληνα πολίτη να ασκήσει στοιχειώδη υπερασπιστικά του δικαιώματα.
Επικοινωνήσαμε με τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του προσφεύγοντα, Γεώργιο Χρ. Παπατσώρη, ο οποίος είναι δικηγόρος του Κωνσταντίνου Αγγελάκη από την αρχή της υπόθεσης.
Μας ανέφερε ότι σε αντίθεση με την ευρέως διαδεδομένη γνώμη, ελάχιστες υποθέσεις από όσες εισάγονται στο ΕΔΔΑ, φτάνουν στο στάδιο της προσπάθειας διαπραγμάτευσης.
Πάνω από 95% των συνολικών προσφυγών που κατατίθενται στο ΕΔΑΔ απορρίπτονται, καθώς το Δικαστήριο αυτό ασχολείται μόνο με παραβάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δεν εξετάζει αν ορθώς εκδόθηκε μία απόφαση.
Εξέφρασε την άποψη ότι δεν τιμά την Ελληνική Δικαιοσύνη να εκδοθεί απόφαση από το ΕΔΑΔ με το οποίο θα κατηγορείται η Ελλάδα διότι δεν άφησε τον κατηγορούμενο να έχει πρόσβαση στη δικογραφία και να εξετάσει μάρτυρες υπεράσπισης.
Παράλληλα είπε: «Συνήθως κάποιοι σε ανάλογες περιπτώσεις, λένε ότι αυτά γινόντουσαν σε άλλες εποχές. Εγώ δεν θα ισχυρισθώ κάτι τέτοιο.
Ο πολιτισμός μας και ειδικά ο νομικός μας πολιτισμός, στάθηκε στο ύψος του σε πολύ δύσκολες για το Ελληνικό Έθνος περιόδους.
Θεωρώ όμως ότι η μη τήρηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου στα πλαίσια διεξαγωγής ποινικής δίκης στην Ελλάδα από το 2014 έως και το 2020 (σ.σ. την περίοδο εκείνη έγιναν οι επίμαχες δίκες) δεν τιμά εμάς τους σύγχρονες Έλληνες και μόνο.
Δημιουργεί δε στρεβλή εικόνα στο εσωτερικό και εξωτερικό της χώρας για την Δικαιοσύνη μας, η οποία εικόνα δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, καθώς η πλειοψηφία των Ελλήνων Δικαστών δεν θα επέτρεπε ποτέ να στερηθεί ο κατηγορούμενος τέτοιων στοιχειωδών δικαιωμάτων του. Δυστυχώς στη συγκεκριμένη περίπτωση έγινε και μάλιστα δύο φορές».