Το κοινοβούλιο του Τόγκο αποφάσισε χθες Τρίτη 6 Σεπτεμβρίοιυ, να παραταθεί για άλλους έξι μήνες η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης στην περιοχή της Σαβάνας, στον απώτερο βορρά της χώρας, όπου διαπράττονται επιθέσεις τζιχαντιστών.
Καθώς τζιχαντιστικές οργανώσεις που δρουν στο Σαχέλ μοιάζουν να κατευθύνονται προοδευτικά προς της ακτές της δυτικής Αφρικής, ο βορράς του Τόγκο έχει υποστεί τουλάχιστον πέντε επιθέσεις από τον Νοέμβριο του 2021.
Η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, μέτρο που επέβαλε τον Ιούνιο ο πρόεδρος του Τόγκο, παρατάθηκε ως τον Μάρτιο του 2023 από το κοινοβούλιο, που συνεδρίασε στην Καρά, περίπου 400 χιλιόμετρα βόρεια από την πρωτεύουσα Λομέ.
Το Σύνταγμα της χώρας προβλέπει ότι το κοινοβούλιο πρέπει να δίνει την έγκρισή του για να παρατείνεται αυτό το μέτρο πέραν των τριών μηνών.
«Μπροστά στις επιθέσεις εναντίον των ειρηνικών πολιτών μας, ο στόχος μας είναι να δώσουμε στις δυνάμεις άμυνας και ασφάλειας τα απαραίτητα μέσα για να εξαλείψουν την απειλή», τόνισε η πρόεδρος του κοινοβουλίου, η Γιαουά Τζιγκμποντί Τσεγκάν.
Σύμφωνα με τον υπουργό Ασφάλειας Νταμχάμ Γιαρκ, η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης «επιτρέπει να δημιουργηθούν ευνοϊκές συνθήκες για τα διοικητικά και επιχειρησιακά μέτρα» που είναι «απαραίτητα για τη διεξαγωγή στρατιωτικών επιχειρήσεων» και την «αποκατάσταση της ειρήνης» στην περιοχή.
Επιτρέπει επίσης να λαμβάνονται ταχύτερα αποφάσεις και να διευκολύνεται η ανάπτυξη δυνάμεων, σύμφωνα με τον υπουργό.
Τον Ιούλιο η πιο αιματηρή επίθεση
Η πιο πολύνεκρη επίθεση στο Τόγκο διαπράχθηκε τον Ιούλιο, όταν ένοπλοι έβαλαν στο στόχαστρο τέσσερα χωριά. Ο στρατός έκανε λόγο για «πολλούς νεκρούς και αρκετούς τραυματίες», χωρίς να δώσει συγκεκριμένο απολογισμό των θυμάτων. Σύμφωνα με μέσα ενημέρωσης της χώρας πάντως, σκοτώθηκαν 15 ως 20 πολίτες.
Στις αρχές Μαΐου, οκτώ στρατιώτες του Τόγκο σκοτώθηκαν και άλλοι 13 τραυματίστηκαν στην πρώτη φονική επίθεση τζιχαντιστών που ανακοινώθηκε επίσημα ότι διαπράχθηκε στο έδαφος της χώρας από τη Λομέ. Περίπου δεκαπέντε επιτιθέμενοι σκοτώθηκαν από τους στρατιώτες, είχε προσθέσει τότε η κυβέρνηση. Την ευθύνη για την ενέργεια ανέλαβε η Οργάνωση Υποστήριξης στο Ισλάμ και στους Μουσουλμάνους (ΟΥΙΜ), η ισχυρότερη συμμαχία τζιχαντιστών στην περιοχή του Σαχέλ, που πρόσκειται στην Αλ Κάιντα.