Στο Βέλγιο συγκέντρωσε τα υψηλότερα ποσοστά του στην Ευρώπη ο Ερντογάν (74,8% των ψήφων), δίνοντας συνέχεια στην παράδοση προηγούμενων εκλογικών αναμετρήσεων.
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με τα αποτελέσματα τα οποία παραθέτει σήμερα η βελγική εφημερίδα De Morgen, ψήφισαν συνολικά 142.463 Βέλγοι τουρκικής καταγωγής (η συμμετοχή ανήλθε στο 42,6% των εγγεγραμμένων), με τον Ερντογάν να λαμβάνει στην εκλογική περιφέρεια της Αμβέρσας 79% και στις Βρυξέλλες 69,7% . Επισημαίνεται ότι η προτίμηση των Βέλγων τουρκικής καταγωγής στον Ερντογάν είναι ευεξήγητη εάν αναλογιστεί κανείς ότι προέρχονται από περιοχές της Τουρκίας όπου ο Ερντογάν παραδοσιακά συγκεντρώνει πολύ υψηλά ποσοστά.
Στην εκλογική επικράτηση του Ερντογάν είναι εξάλλου και σήμερα στραμμένο το ενδιαφέρον του βελγικού Τύπου, με την εφημερίδα L’ Echo να σημειώνει στο κεντρικό της πρωτοσέλιδο ότι ο Eρντογάν αποτελεί πλέον, περισσότερο από ποτέ, τον απόλυτο αφέντη της Τουρκίας, δεδομένου ότι κατάφερε να κερδίσει την πιο δύσκολη εκλογική πρόκληση στα 15 χρόνια εξουσίας του, ενώ η συνταγματική μεταρρύθμιση της προηγούμενης χρονιάς του εξασφαλίζει διευρυμένα προνόμια. Η ίδια εφημερίδα στο κύριο άρθρο της διατυπώνει την άποψη ότι η Τουρκία ολισθαίνει, αργά αλλά με βεβαιότητα, προς την κακή κατεύθυνση, μια και έχει μετατραπεί σε «εκλογική απολυταρχία», όπου διεξάγονται μεν εκλογές, όμως το δημοκρατικό οικοσύστημα βρίσκεται σε κατάσταση προχωρημένης αποσύνθεσης, ενώ καλεί τους Τούρκους του Βελγίου «να σέβονται τις αρχές στις οποίες βασίζεται η ελευθερία του λόγου που τους δίνεται και να περιορίσουν τα εθνικιστικά τους ξεσπάσματα».
Η La Libre Belgique με τη σειρά της σχολιάζει στο κύριο άρθρο της ότι ο Eρντογάν ανήκει στην ομάδα εκείνη των ηγετών που παραποιούν τους δημοκρατικούς κανόνες στηριζόμενοι σε κάποιες καλά οργανωμένες τακτικές, όπως ο έλεγχος των ΜΜΕ, η δαιμονοποίηση της αντιπολίτευσης, ο περιορισμός των ελευθεριών, ο υπέρμετρος εθνικισμός. Υπογραμμίζεται ωστόσο ότι ούτε το ΝΑΤΟ ούτε η Ευρώπη θα πρέπει να γυρίσουν την πλάτη στην Τουρκία, αφού αφενός η Ρωσία παραμονεύει και αφετέρου η Τουρκία διαθέτει πολλά ισχυρά χαρτιά, λόγω της στρατηγικής της θέσης τόσο ενεργειακά όσο και στις μεταναστευτικές οδούς.
Για μια «σαρωτική νίκη» που κατήγαγε ο Ερντογάν κάνει λόγο και η De Tijd στο κεντρικό της πρωτοσέλιδο, σημειώνοντας ότι γίνεται πλέον παντοδύναμος καθώς συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες στα χέρια του. Στο κύριο άρθρο της η De Tijd παρατηρεί ότι το κύριο δίδαγμα που πρέπει να αντλήσει η Δύση από τη νίκη Ερντογάν είναι ότι οι δεσποτικοί ηγέτες καταφέρνουν τελικά να κερδίζουν εκλογές και αυτό αποτελεί μια αναμφισβήτητη πραγματικότητα με την οποία η Δύση πρέπει να μάθει να ζει, χωρίς βεβαίως να κάνει οιεσδήποτε εκπτώσεις στις αρχές και τις αξίες της. Από την πλευρά της η De Standaard προβάλλει στο κεντρικό της πρωτοσέλιδο τα υψηλά ποσοστά που συγκέντρωσαν οι υπερεθνικιστές του ΜΗΡ, εκφράζοντας την άποψη ότι αυτοί είναι οι πραγματικοί νικητές των εκλογών και σε αυτούς οφείλει ο Ερντογάν το γεγονός ότι παραμένει κυρίαρχος στο πολιτικό σκηνικό.
Τον τίτλο «Ο Ερντογάν ήλθε για να μείνει» χρησιμοποιεί με τη σειρά της η De Morgen, εξηγώντας ότι η νίκη του Ερντογάν ήταν συντριπτική σε όλα τα επίπεδα. Η εφημερίδα διερευνά τις επιπτώσεις από τη νίκη Ερντογάν στις σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση και διερωτάται κατά πόσον η αναβάπτιση του Ερντογάν στη λαϊκή ψήφο και η αυξημένη νομιμοποίηση που πλέον διαθέτει, του προσδίδει εντέλει μεγαλύτερο κύρος στα μάτια της Δύσης, με την εφημερίδα να κάνει πάντως λόγο για «αμήχανες» αντιδράσεις από την πλευρά των ευρωπαϊκών πρωτευουσών σε ό,τι αφορά τον θρίαμβο Ερντογάν.
«Διέφυγαν από τον Eρντογάν για να βρουν καταφύγιο στον ‘Έλληνα εχθρό’» τιτλοφορείται τέλος ανταπόκριση από την Αθήνα στη La Libre Belgique, στην οποία παρατίθεται η μαρτυρία ενός πρώην υψηλά ιστάμενου στο τουρκικό εθνικό εκπαιδευτικό σύστημα, ο οποίος απολύθηκε στο πλαίσιο των εκκαθαρίσεων που ακολούθησαν μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016. Αφού κατέφυγε στην Ελλάδα, διηγείται τον τρόμο που έζησε – και βιώνει ακόμα -, αναφερόμενος στο γενικότερο κλίμα εκφοβισμού που επικρατεί στην Τουρκία και περιγράφοντας την απόλυσή του ως την αρχή μιας καθόδου στην κόλαση, δεδομένου ότι όσοι χάνουν την εργασία τους, με την κατηγορία της υποθετικής τους συμμετοχής στο γκιουλενικό κίνημα, ωθούνται στην πλήρη απομόνωση, στερούνται επαγγελματικής ζωής, στη συνέχεια κοινωνικής και εν τέλει αυτής καθαυτής της ζωής τους. Η εφημερίδα αναφέρεται επίσης στην παρόμοια εμπειρία ενός δεύτερου Τούρκου πολίτη, καταλήγοντας ότι και οι δύο Τούρκοι φυγάδες ξαφνιάστηκαν από το γεγονός ότι βρήκαν καταφύγιο στον «θανάσιμο εχθρό τους», την Ελλάδα και επισημαίνοντας ότι περίπου 3.000 άνθρωποι, ήτοι 750 οικογένειες, ανήκουν στην ίδια περίπτωση, σύμφωνα με το Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης.