Οι καταστροφικοί σεισμοί που έπληξαν την Τουρκία και τη γειτονική Συρία με θανατηφόρα ισχύ συνέβησαν σε μια από τις πιο σεισμικά ενεργές -και πολιτικά ταραγμένες- περιοχές του κόσμου.
Η πίεση που συσσωρεύθηκε επί δεκαετίες, καθώς οι αργά κινούμενες τεκτονικές πλάκες της Γης πιέζονταν η μία πάνω στην άλλη, απελευθερώθηκε σε λίγα δευτερόλεπτα, προκαλώντας βίαιες δονήσεις, καθώς οι βραχώδεις μάζες ξεπέρασαν ξαφνικά την τριβή και διέσπασαν η μία την άλλη.
Τέτοιες σεισμικές τάσεις συσσωρεύονται στην περιοχή της Τουρκίας επειδή η αραβική πλάκα σπρώχνει την πλάκα της Ανατολίας προς τα δυτικά με ρυθμό περίπου 2 εκατοστών ετησίως, σύμφωνα με τον Ντέιβιντ Ρότερι, καθηγητή Γεωεπιστημών στο Open University στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Μιλώντας στους Financial Times, η Τζοάνα Φορ Γουόκερ, επικεφαλής του Ινστιτούτου Μείωσης Κινδύνων και Καταστροφών του University College του Λονδίνου, δήλωσε:
«Η Τουρκία έχει βιώσει τον φονικότερο σεισμό παγκοσμίως τέσσερις φορές τα τελευταία 50 χρόνια -το 2020, το 1999, το 1983 και το 1975».
Ο πρώτος σεισμός της Δευτέρας, με μέγεθος 7,8 Ρίχτερ, ο οποίος σημειώθηκε τα ξημερώματα, προήλθε από το νοτιοδυτικό άκρο του ρήγματος της Ανατολικής Ανατολίας κοντά στη συμβολή του με το σύστημα ρηγμάτων της Νεκράς Θάλασσας. Ο σεισμός ήταν ακόμη πιο καταστροφικός γιατί έγινε σε σχετικά μικρό βάθος, 18 χιλιομέτρων.
Ο δεύτερος μεγάλος σεισμός, μεγέθους 7,5 Ρίχτερ, ακολούθησε εννέα ώρες αργότερα, περίπου 100 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της αρχικής δόνησης, σε βάθος μόλις 10 χιλιομέτρων. Υπήρξαν επίσης δεκάδες άλλοι μικρότεροι σεισμοί, ή μετασεισμοί.
«Τα δύο γεγονότα σχεδόν σίγουρα συνδέονται», δήλωσε ο Μαρκ Άλεν, επικεφαλής του τμήματος Επιστήμης της Γης στο Πανεπιστήμιο Durham, στο Ηνωμένο Βασίλειο. «Η απελευθέρωση της πίεσης σε μια ζώνη ρήγματος μπορεί να μεταφέρει την πίεση σε μια άλλη, όπου στη συνέχεια εξαφανίζεται με έναν άλλο σεισμό».
Η ζώνη ρηγμάτων της Ανατολικής Ανατολίας, η οποία ήταν υπεύθυνη για τα γεγονότα της Δευτέρας, ήταν σχετικά «ήσυχη» τον περασμένο αιώνα, αλλά έχει προκαλέσει αρκετούς καταστροφικούς σεισμούς στο πιο μακρινό παρελθόν.
Ένας ιστορικά παρόμοιος σεισμός ήταν αυτός του 1822 στην ίδια περιοχή, «ο οποίος κατέστρεψε ολοσχερώς πολλές πόλεις με μεγάλες απώλειες», δήλωσε ο Ρότζερ Μουσόν, επιστημονικός συνεργάτης στο Βρετανικό Γεωλογικό Ινστιτούτο. «Μόνο στο Χαλέπι λέγεται ότι σκοτώθηκαν περίπου 7.000 άνθρωποι. Ο σεισμός του 1822 είχε επίσης πολλούς μετασεισμούς, που συνεχίστηκαν μέχρι τον Ιούνιο του επόμενου έτους».
Η Κάθριν Μότραμ, ανώτερη λέκτορας στη Δομική Γεωλογία και την Τεκτονική στο Πανεπιστήμιο του Portsmouth, είπε ότι η νότια Τουρκία έχει «ένα πολύ παρόμοιο γεωλογικό περιβάλλον με το ρήγμα του Σαν Αντρέας στη Βόρεια Αμερική».
Το ρήγμα της Βόρειας Ανατολίας που εκτείνεται ανατολικο-δυτικά, κατά μήκος της ακτής της Μαύρης Θάλασσας της Τουρκίας, ήταν πολύ πιο ενεργό τον τελευταίο καιρό από το αντίστοιχο της Ανατολικής Ανατολίας, προκαλώντας αρκετές καταστροφές, συμπεριλαμβανομένου του σεισμού 7,6 Ρίχτερ στο Ιζμίρ το 1999, που σκότωσε περίπου 18.000 ανθρώπους.
Αλλά τα δύο ρήγματα απέχουν αρκετά μεταξύ τους, ώστε να είναι απίθανο ακόμη και ισχυροί σεισμοί στο ένα να πυροδοτήσουν δραστηριότητα στο άλλο, σύμφωνα με τον Άλεν.
«Οι γεωφυσικοί θα είναι σε θέση να διαπιστώσουν ακριβώς πού σημειώθηκε η κίνηση κατά μήκος του ρήγματος ανακατασκευάζοντας δεδομένα που συλλέγονται από τα σεισμόμετρα στην περιοχή. Επομένως, περισσότερες πληροφορίες θα ανακοινωθούν τις επόμενες ημέρες και εβδομάδες για το τι ακριβώς συνέβη», πρόσθεσε η Μότραμ.
Επίσης, οι κοινωνικοί επιστήμονες θα εξετάσουν τις συνέπειες. Αν και πολλές χώρες έσπευσαν να προσφέρουν συνεργασία και βοήθεια στην Τουρκία και τη Συρία αμέσως μετά τους σεισμούς, ο Ilan Kelman, καθηγητής Καταστροφών και Υγείας στο University College του Λονδίνου, δεν εμφανίζεται αισιόδοξος.
Η έρευνά του για τη «διπλωματία των καταστροφών» υποδηλώνει ότι οι φυσικές καταστροφές δεν δημιουργούν ειρήνη.
Εκτός από τις υλικοτεχνικές προκλήσεις της ανθρωπιστικής βοήθειας σε χώρους βίας, «η εμπειρία δείχνει ότι, δυστυχώς, η προηγούμενη έχθρα τείνει να υπερβαίνει το ζήτημα της σωτηρίας των ζωών και του τέλους του πολέμου μακροπρόθεσμα» σημείωσε ο Κέλμαν, αναφερόμενος στον εμφύλιο πόλεμο που μαστίζει τη Συρία από το 2011, όταν το καθεστώς Άσαντ κατέστειλε βάναυσα μια λαϊκή εξέγερση.