Τον κώδωνα του κινδύνου για την απαξίωση και την αδιαφορία προς την Αγία Σοφία αλλά και σε άλλα σημαντικά μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς που βρίσκονται στην Τουρκία κρούει ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων ζητώντας μέσω επιστολής από την UNESCO να παρέμβει άμεσα.
Με επιστολή τους προς την Γενική Διευθύντρια του οργανισμού, κ. Audrey Azoulay, οι Έλληνες αρχαιολόγοι επισημαίνουν τις σοβαρές φθορές που έχει υποστεί ο ναός της Αγίας Σοφίας, από το 2020 μέχρι σήμερα που λειτουργεί ως μουσουλμανικό τέμενος, ενημερώνει πως πολλά ακόμη μνημεία έχουν υποστεί ανεπανόρθωτες ζημιές κατά την διάρκεια ανακαινίσεων και προαναγγέλλουν νέες δυναμικές παρεμβάσεις τους με την συμμετοχή της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας.
«Η λειτουργία της Αγίας Σοφίας ως επισκέψιμου μνημείου από το 1935 έως το 2020 εξασφάλισε την απρόσκοπτη πρόσβαση του κοινού στο σύνολο των αριστουργημάτων που αυτή διαθέτει. Στο διάστημα της μουσειακής της χρήσης αποκαλύφτηκαν και συντηρήθηκαν βυζαντινά ψηφιδωτά και αποκαταστάθηκαν τμήματα του κτηρίου, σύμφωνα με ένα πρόγραμμα που προέβλεπε τη σταδιακή αποκάλυψη και προβολή της ιστορικής ταυτότητας του μνημείου.
Έτσι, ο επισκέπτης, Τούρκος και ξένος, είχε τη χαρά να απολαμβάνει την αξία αυτού του κορυφαίου μνημείου που κοσμεί την Κωνσταντινούπολη από τον 6ο αιώνα μ.Χ.» αναφέρεται στην επιστολή ενώ υπογραμμίζεται πως η απόφαση του τουρκικού Συμβουλίου της Επικρατείας το 2020 να ακυρωθεί η απόφαση του 1934 που προέβλεπε την μουσειακή χρήση της Αγίας Σοφίας οδήγησε σε σοβαρές αλλοιώσεις και βλάβες.
«Από το 2020 και ιδίως το τελευταίο διάστημα έχουν έρθει στο φως της δημοσιότητας φωτογραφικά τεκμήρια με δυσοίωνες προοπτικές για το μέλλον της Αγίας Σοφίας. Τα νεότερα ξύλινα θυρόφυλλα της Βασιλείου Πύλης υπέστησαν βλάβες, επιχρίσματα των τοίχων αποξέσθηκαν και αφαιρέθηκαν, κρήνες και θύρες χρησιμοποιήθηκαν για τη φύλαξη υποδημάτων, μαρμάρινες πλάκες δαπέδου καταστράφηκαν. Τα μοναδικά βυζαντινά ψηφιδωτά παραμένουν σκεπασμένα και αθέατα. Η αρχαιολογική επιστήμη έχει μείνει εκτός του μνημείου».
Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων κάνει λόγο για «απαξίωση, αδιαφορία και αντιμετώπιση της Αγίας Σοφίας ως ενός τεμένους χωρίς ιστορικό βάθος, ως ενός χώρου όπου απουσιάζει ο σεβασμός στην ιστορία και την τέχνη» ενώ ανατρέχει στο παρελθόν για να υπενθυμίσει με νόημα πως «σύμφωνα με την παράδοση, ο Μωάμεθ Β΄ την ημέρα της Άλωσης απέτρεψε έναν στρατιώτη του από το να αποσπάσει μία πλάκα μαρμάρου από το δάπεδο της Αγίας Σοφίας, ενήργησε ως προστάτης της και σεβάστηκε την αξία του παλαιού χριστιανικού ναού, όταν τον μετέτρεψε σε χώρο μουσουλμανικής προσευχής και εξασφάλισε για τη λειτουργία του μία σημαντική περιουσία.»
Ειδική αναφορά γίνεται σε άλλα σημαντικά μνημεία τα οποία έχουν υποστεί σημαντικές φθορές κατά την διάρκεια εργασιών. «Στο διάστημα των τελευταίων ετών (2006 και εξής) που η Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων ανέλαβε τη διαχείριση μνημείων που παλαιότερα είχε η Αρχαιολογική Υπηρεσία της Τουρκίας, πολλά μνημεία έχουν υποστεί ανεπανόρθωτες ζημιές. Στο πλαίσιο ανακαινιστικών πρωτοβουλιών της ανωτέρω Διεύθυνσης καταστροφές και αλλοιώσεις γνωρίζουν βυζαντινά και οθωμανικά μνημεία.
Αντιπροσωπευτικές, από αυτήν την άποψη, είναι οι εργασίες που πραγματοποιήθηκαν στο Cumanin Camii της Αττάλειας, μνημείο με βυζαντινές, σελτζουκικές και οθωμανικές φάσεις, όπως και στο Süheyl Bey Cami της Κωνσταντινούπολη, τζαμί του εργαστηρίου του Σινάν (16ος αι.)» ενημερώνει την UNESCO ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων εκφράζοντας, παράλληλα, την έντονη ανησυχία του σχετικά τις εργασίες μετατροπής σε τέμενος ενός ακόμη βυζαντινού μνημείου, της Μονής της Χώρας (Kariye Camii).
«Η απαξίωση της Αγίας Σοφίας και της Μονής της Χώρας ακυρώνει τις κοινωνικές δυνατότητες που αναπτύσσει ο πολιτισμός, δεν καλλιεργεί την ιστορική και καλλιτεχνική παιδεία, στερεί από την Τουρκία την κατανόηση της ιστορικής της ταυτότητας, τη σημαίνουσα θέση που αυτή η χώρα οφείλει να έχει ως θεματοφύλακας του Βυζαντινού πολιτισμού και όχι μόνον αυτού» υπογραμμίζουν οι Έλληνες αρχαιολόγοι.