Οι φυλακισμένοι Σελαχατίν Ντεμιρτάς και Φιγκέν Γιουκσεκντάγκ Σενόγλου προσέφυγαν στο Δικαστήριο κατά της παρακολούθησής τους κατά την διάρκεια της προσωρινής τους κράτησης στην Τουρκία τον Νοέμβριο 2016.
Τούρκος δικαστής είχε διατάξει την οπτική και ηχητική καταγραφή των συνομιλιών τους με τους δικηγόρους του και την κατάσχεση κάθε εγγράφου που αντήλλασσαν, εμποδίζοντάς τους έτσι να προετοιμάσουν την υπεράσπισή τους.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι, παρεμποδίζοντας τις επαφές με τους δικηγόρους τους, οι τουρκικές αρχές παραβίασαν την Ευρωπαϊκή Συνθήκη Προστασίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Οι δικαστές υπενθύμισαν την παγιωμένη νομολογία σύμφωνα με την οποία, «η εμπιστευτικότητα στις συζητήσεις μεταξύ κρατουμένου και των συνηγόρων του συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα για το άτομο και αφορά άμεσα τα δικαιώματα υπεράσπισης».
Η Τουρκία καταδικάσθηκε να καταβάλει 5.500 ευρώ στους δύο ενάγοντες για «ηθική βλάβη».
Ο ηγέτης του HDP Σελαχατίν Ντεμιρτάς είναι φυλακισμένος από το τέλος του 2016 για «τρομοκρατική προπαγάνδα» και απειλείται με επιβολή ποινής 142 ετών στην φυλακή.
Κατηγορείται για δεκάδες εγκλήματα και αδικήματα, ανάμεσά τους «εξύβριση» του προέδρου και σχέσεις με το PKK. Στο τέλος του Μαΐου, ο Σελαχατίν Ντεμιρτάς ανακοίνωσε ότι αποσύρεται από την «ενεργό πολιτική».
Αρνείται όλες τις κατηγορίες και το Συμβούλιο της Ευρώπης ζητά συστηματικά την απελευθέρωσή του, με βάση προηγούμενη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Το HDP ζητά επίσης την απελευθέρωση της Φιγκέν Γιουκσεκντάγκ Σενόγλου, της πρώην συμπροέδρου του κόμματος, του Γκιουλτέν Κισανάκ και του Σελτζούκ Μιζρακλί, πρώην δημάρχων του Ντιγιάρμπακιρ.
Σε άλλη υπόθεση, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καταδίκασε σήμερα την Αγκυρα για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης, μετά τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν στην γενική γραμματέα του Συνδικάτου των Δικαστών της Τουρκίας για συνέντευξη που έδωσε σε τουρκική εφημερίδα.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι οι δηλώσεις που έγιναν στο πλαίσιο της συνέντευξης εντάσσονται «σε συζήτηση για θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος και απαιτούσαν υψηλό επίπεδο προστασίας».