Ο Δημήτρης Καρδιάκος ανήκει σε αυτούς που είδαν τα σπίτια τους να εξαφανίζονται, από τη φονική φωτιά στο Μάτι, και ήρθε σε αντιπαράθεση με τον Πάνο Καμμένο ο οποίος τον αποκάλεσε ούτε λίγο ούτε πολύ… Πορτοσάλτε για να αποδομήσει τα όσα βίωσε και είδε σαν παρόντας στις πυρκαγιές
Tην περασμένη Πέμπτη (26/7) ήταν και εκ των κατοίκων στο Μάτι που πλησίασαν τον Υπουργό Εθνικής Αμύνης, κατά την επίσκεψη του στην περιοχή για να του εκδηλώσουν την απόγνωσή τους και για να εκφράσει τον πόνο και όταν επισήμανε στον ΥΕΘΑ ότι δεν είδε τους ανθρώπους των ειδικών δυνάμεων, τις ώρες της κρίσης τότε ο υπουργός του απάντησε «Μόνο ο Πορτοσάλτε και εσείς τα λέτε αυτά»!
Σήμερα το πρωί μίλησε στο Ραδιόφωνο 24/7.
«Είχαμε προγραμματίσει να βάλουμε μια τέντα στην πολυκατοικία μου. Και λέω “για καλή μου τύχη”, γιατί τα δυο μου παιδιά, το ένα 20 χρόνων και το άλλο 17, μένουν μόνα τους στο Μάτι και επειδή έχουν την παρέα τους, από μικρά παιδιά -όπως είχα και εγώ από τη δεκαετία του ’70. Θεωρώ πως είναι σαν ένα μικρό χωριό το Μάτι και δεν τίθεται θέμα ασφάλειας ή κινδύνου.
Ανέβηκα στην ταράτσα της πολυκατοικίας μου, που είναι σε ένα καίριο σημείο, στο παραλιακό μέτωπο και είδα πως η φωτιά είχε κατέβει αρκετά κοντά. Ποτέ δεν πήγε το μυαλό μου πως θα φτάσουμε στο σημείο που έφτασε. Δεν φανταζόμουν ποτέ πως θα φτάσει η φωτιά στη θάλασσα, εκεί όπου είμαστε εμείς. Δεν έχει συμβεί ποτέ, τα τελευταία πενήντα χρόνια.
Συν τοις άλλοις, έχουμε κάνει έναν Ολυμπιακό Δρόμο που λέγεται Μαραθώνος και φαντάζομαι πως έχει κάποιες προδιαγραφές. Δεν μου πέρασε από το μυαλό ο βαθμός κινδύνου. Στις 18.20 ανέβηκα για δεύτερη φορά στην ταράτσα και είδα πως η φωτιά ήταν κάτω από τη Μαραθώνος και πλησίαζε επικίνδυνα.
Μέχρι να κατέβω, να δω πού είναι τα παιδιά μου, τα κουκουνάρια πετάγονταν σαν σφαίρες στον κήπο μας. Αισθάνθηκα τότε, πως ο κίνδυνος είναι δίπλα. Μάζεψα την οικογένεια, χωρίς να μπορώ να δω τι γίνεται με τους γονείς μου που ζουν στα 50 μέτρα από εμένα -κάηκε ολοσχερώς το σπίτι της- ή την πεθερά μου, που ζει στα 20 μέτρα. Δεν πρόλαβα να πάρω ένα τηλέφωνο. Κοίταξα να σωθούμε».
Σώθηκαν όλοι. Η πεθερά μου πέρασε ένα βαρύ έμφραγμα και νοσηλευόταν μέχρι χθες. Οι γονείς μου σώθηκαν, αλλά δεν ήξερα αν ζούσαν. Στις 21.00 που φύγαμε από την παραλία προς την Ποσειδώνος, για να δούμε τι συμβαίνει. Δεν μπορούσα να τους βρω. Ήταν ένα σκοτάδι απέραντο, με πολύ κάπνα.
Μετά μου είπαν πως έψαχναν τα κλειδιά του αυτοκινήτου, για να φύγουν, δεν τα έβρισκαν -ήταν στην τσέπη του πατέρα μου- και αυτό μας έσωσε, γιατί όσοι μπήκαν στα αυτοκίνητα, ήταν στο δρόμο της Περικλέους όπου έγινε το μακελειό. Περπάτησαν έτσι έως την παραλία και η μητέρα μου, μολονότι έχει ένα πρόβλημα στα πόδια, κολύμπησε. Διαφορετικά σήμερα θα μιλούσαμε για εγκαύματα. Για να σωθείς, έπρεπε να μπεις στη θάλασσα. Στην παραλία πάθαινες εγκαύματα. Έχω επτά φίλους που νοσηλεύονται με εγκαύματα. Τους νεκρούς δεν θέλω να τους αναφέρω. Ήταν όλοι φίλοι μου”.
Ανέφερε πως πήγε στην κηδεία του Παναγιώτη Φύτρου, με τον οποίον γνωρίζονταν από παιδιά. «Ήταν μια βουβή κηδεία. Είναι ο άνθρωπος που έχασε τη ζωή του, μαζί με τα δυο του παιδιά. Ήξερε το Μάτι 40 χρόνια».
Άνθρωποι που γνώριζαν το Μάτι απ’ έξω και ανακατωτά, πώς δεν βγήκαν στη θάλασσα; «Για τον Γρηγόρη ρώτησα. Εγκλωβίστηκε στην ανηφόρα προς Αργυρά Ακτή, που πάει προς Ραφήνα. Φαντάζομαι πως έκανε ποδήλατο με τα παιδιά και βλέποντας τη φωτιά, προσπάθησε να βγει στη θάλασσα. Εκεί τα σκαλάκια είναι πολλά, κάνουν ζιγκ ζαγκ. Πρέπει να τον κατάπιε η φλόγα».
«Η δύναμη της φωτιάς και του αέρα δεν μπορούσε να σωθεί και να λυθεί με μηχανικά μέσα.
Δεν πέρασε καν ελικόπτερο. Και να περνούσε, δεν σωζόταν η κατάσταση. Η μόνη λύση ήταν η εκκένωση. Ούτε καν βάρεσε η καμπάνα της Παναγίτσας. Έπρεπε να εκκενωθεί. Δεν υπήρχε άλλη λύση. Εκατό τοις εκατό, ο κόσμος θα έφευγε. Οι πιο πολλοί που κάηκαν ήταν νέοι άνθρωποι. Υπάρχουν άνθρωποι που αρνήθηκαν πεισματικά να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Έχω εγώ στην πολυκατοικία μου άτομο που έμεινε μέσα, έκλεισε τα παράθυρα, κάηκε το γύρω γύρω και η φωτιά δεν μπήκε σπίτι. Δεν πρόλαβε να φύγει. Ήταν και θέμα τύχης».
Το κινητό του το ‘χε θάψει στην άμμο, πριν μπει με την κόρη του στη θάλασσα, μεταξύ του λιμανιού του Ματιού και της Αργυράς Ακτής «70 μέτρα από το οικόπεδο όπου βρέθηκαν οι πολλοί νεκροί. Όταν βγήκα ήταν νύχτα. Γύρω στις 21.00 δεν υπήρχε άνθρωπος. Ούτε βάρκα. Επειδή ξέρω την οικογένεια του του Ηλιούπουλου που ‘χουν τα SeaJet, η κόρη μου κάνει παρέα με την κόρη του, πήραμε κάποια τηλέφωνα εκεί. Στο Λιμεναρχείο δεν το σήκωνε κανείς. Τους είπαμε “Μάριε, προσπάθησε να μας σώσεις”. Επειδή είναι από το Μάτι και ξέρει τη μορφολογία, έστειλε φουσκωτά. Αυτό έγινε γύρω στις 21.00 με 21.30.
Δεν υπήρχε ελικόπτερο ή βατραχάνθρωποι, τουλάχιστον στη δική μας παραλία. Στις 4 πολυκατοικίες που είναι σήμα-κατατεθέν του Ματιού δεν υπήρχαν “βατράχια”, έως τις 23.00. Σας το λέω ειλικρινώς. Αν υπήρχαν, θα μας έσωζαν. Πετιούνταν ακίδες με φλόγες και πολλά τζάμια που “έσκαγαν”. Στους δρόμους δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει κανείς. Υπήρχε τεράστιο θερμικό κύμα -σε έκαιγε. Είχε πολλή κάπνα. Δεν μπορούσες να σταθείς.
Όταν επιχείρησα να πάω στο σπίτι των γονιών μου, είδα και τον πρώτο νεκρό. Ήταν γυναίκα ηλικιωμένη που μάλλον είχε πάθει ασφυξία, γιατί δεν ήταν καμένη. Είδα αυτόν τον άνθρωπο. Τον είδα -είχε και φεγγάρι. Δεν μπήκα στις βάρκες. Έπρεπε να σώσω ηλικιωμένους, ανθρώπους που είχαν προβλήματα. Προέκυψαν και αναπνευστικά, γιατί η κάπνα ήταν τοξική».
Όταν κολυμπούσε στην παραλία, μαζί με τις κόρες του «διπλα μας ήταν ένα κοριτσάκι, η Σίσσυ. Κάπου στις 3 ώρες μου είπε “δεν αντέχω άλλο. Θέλω να πεθάνω”. Την κρατήσαμε με τα παιδιά μου. Όταν βγήκαμε στην παραλία, το ‘χασα το κοριτσάκι. Δεν ήταν της περιοχής. Την επομένη μάθαμε πως είναι καλά”.
Είδε ανθρώπους καμένους, σε αυτοκίνητα, στους δρόμους. “Από τις 22.30 λέγαμε πως έχουμε θύματα. Σήμερα έχουμε δυο κηδείες, φίλων. Και μάλιστα είναι και τα δυο νέοι άνδρες. Είναι τραγικά τα πράγματα. Αυτοί δεν γυρίζουν πίσω, ό,τι και αν γίνει».