O υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης, στέλνοντας μήνυμα στη νέα κυβέρνηση των Σκοπίων, υπογράμμισε ότι «η πιστή τήρηση των διεθνών συνθηκών αποτελεί θεμελιώδη αρχή του διεθνούς δικαίου και αυτονόητη υποχρέωση για τη συμμετοχή σε διεθνείς οργανισμούς».
Όπως τονίζει, η Συμφωνία των Πρεσπών συνιστά διεθνή συνθήκη που έχει κυρωθεί με νόμο, δεσμεύει απολύτως τα μέρη έναντι πάντων και δεν τροποποιείται μονομερώς.
«Ειδικά δε για τη Βόρεια Μακεδονία, οι βασικοί όροι της Συμφωνίας περιλήφθηκαν στο Σύνταγμα της γειτονικής χώρας και αποτέλεσαν όρο ένταξης στο ΝΑΤΟ» υπενθυμίζει. Σημειώνει δε, πως όπως ανέφερε και στην παρέμβασή του στη Σύνοδο Κορυφής της Διαδικασίας Συνεργασίας Νοτιοανατολικής Ευρώπης (SEECP) στα Σκόπια, «η αποχή από μονομερείς ενέργειες και διχαστική ρητορική, η πιστή υιοθέτηση του ευρωπαϊκού κεκτημένου, η αναγνώριση της υπεροχής του διεθνούς δικαίου και η πλήρης εφαρμογή των διεθνών συμφωνιών είναι ουσιώδους σημασίας για τη διασφάλιση της σταθερότητας, της ασφάλειας και της ευημερίας στην περιοχή μας και την ένταξη των υποψήφιων χωρών στην ευρωπαϊκή οικογένεια».
«Εκπτώσεις από τα θεμελιώδη δεν νοούνται», υπογραμμίζει χαρακτηριστικά ο υπουργός Εξωτερικών.
Ερωτηθείς για τους νέους συσχετισμούς στο ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ο Γ.Γεραπετρίτης αναφέρει ότι από τις εκλογές ενισχύθηκε το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, το οποίο εκπροσωπεί την ευρωπαϊκή κεντροδεξιά, καθώς και οι ευρωσκεπτικιστές και η ακροδεξιά. Αντιθέτως, κατέγραψαν σημαντικές απώλειες οι φιλελεύθεροι της ομάδας Renew και οι Πράσινοι.
«H σχετική άνοδος των αντισυστημικών δυνάμεων στην Ευρώπη, θα μπορούσε να αποδοθεί στην αδυναμία των ευρωπαϊκών πολιτικών να αγγίξουν θέματα καθημερινότητας και του μέλλοντος των πολιτών, όπως η ακρίβεια, η ανταγωνιστικότητα, η αγροτική ανάπτυξη, η μετανάστευση», τονίζει και προσθέτει: «Εντούτοις, εκτιμώ ότι η ακροδεξιά δεν αποτελεί άμεσο κίνδυνο για τη συνοχή και την προοπτική της Ευρώπης. Από τον νέο συσχετισμό πολιτικών δυνάμεων, προκύπτει ότι η πλειοψηφία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εξακολουθεί να συγκροτείται από τις φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις της κεντροδεξιάς, του κέντρου και της κεντροαριστεράς».
Αυτό, όπως επισημαίνει, καθιστά εφικτές τις αναγκαίες ζυμώσεις για την επιλογή των προσώπων στις ηγετικές θέσεις των οργάνων της Ένωσης.
«Δεν απειλεί την κοινή εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας, καθώς και τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, δεδομένου ότι οι μείζονες πολιτικές ομάδες συγκλίνουν στα θεμελιώδη που αφορούν την πορεία της Ένωσης».
«Η ανάγκη συνέχειας της εξωτερικής πολιτικής της Ένωσης προκύπτει και από το ευρύτερο γεωπολιτικό περιβάλλον, με δύο πολέμους σε πλήρη εξέλιξη στην ευρύτερη περιοχή μας. Ο δυναμικά εξελισσόμενος μετασχηματισμός της Ευρώπης σε γεωπολιτική Ένωση, υπαγορεύει τη συνεπή άσκηση πολιτικής ώστε η Ευρώπη να παραμείνει ισχυρώς δρώσα δύναμη απέναντι στις προκλήσεις που την αφορούν άμεσα», αναφέρει.
Ο υπουργός Εξωτερικών σημειώνει ακόμη, ότι η καταρχήν θετική αποδοχή της πρωτοβουλίας του Έλληνα πρωθυπουργού, από κοινού με τον Πολωνό ομόλογό του, για την κοινή αεράμυνα της Ευρώπης με κοινοτικά κονδύλια, δημιουργεί νέα δεδομένα.
«Με τον τρόπο αυτό, ενισχύεται η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία και μετατοπίζεται ένα σημαντικό μέρος του δημοσιονομικού κόστους, το οποίο σήμερα αναλαμβάνεται από κράτη μέλη στα σύνορα της Ευρώπης, όπως η Ελλάδα». Στο πλαίσιο αυτό, θα συζητηθεί με τον νέο Πρόεδρο της Επιτροπής, που έχει εκ των Συνθηκών την αποκλειστική αρμοδιότητα καθορισμού των χαρτοφυλακίων των επιτρόπων, η δημιουργία νέας θέσης που θα συγκεντρώνει τις αρμοδιότητες για ζητήματα άμυνας.
Ερωτηθείς τέλος για την πρωτιά του μειονοτικού ΚΙΕΦ σε Ξάνθη και Ροδόπη, σημειώνει ότι δεν υφίσταται ουσιαστική διαφοροποίηση σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές.
«Η Ελλάδα είναι μια ώριμη δημοκρατία με υψηλό επίπεδο κράτους δικαίου και πολιτικών δικαιωμάτων», αναφέρει. «Η ισοπολιτεία και η ισονομία όλων των Ελλήνων πολιτών, προφανώς και των μελών της μουσουλμανικής μειονότητας, κατοχυρώνονται απολύτως στο δικαιοκρατικό μας σύστημα και αποτυπώνονται στην πράξη μέσω συμπεριληπτικών επιλογών και πολιτικών».
«Για το λόγο αυτό, εξάλλου, η Νέα Δημοκρατία περιέλαβε στο ευρωψηφοδέλτιό της υποψήφια από τη μουσουλμανική μειονότητα. Ήταν το μόνο από τα τρία μεγάλα κόμματα που το έπραξε», καταλήγει.