Η Ελλάδα δεν προτίθεται να απεμπολήσει τα εθνικά της συμφέροντα, όπως αυτά προσδιορίζονται από το Διεθνές Δίκαιο και το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, καθιστά σαφές ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας σε άρθρο του.
Επίσης, διαμηνύει πως σήμερα η ελληνική κυβέρνηση απαλλαγμένη από στερεότυπα και αγκυλώσεις, έχει επιλέξει να μην συρθεί σε μία άγονη αντιπαράθεση και στις συνθήκες πόλωσης που διαμορφώνει το καινοφανές τουρκικό αφήγημα.
«Από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, η Τουρκία εγείρει σειρά διεκδικήσεων εις βάρος της εδαφικής κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, σηματοδοτώντας τη διεύρυνση της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, πέραν του Κυπριακού, στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Επί σχεδόν μισό αιώνα, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τον διαρκώς εντεινόμενο τουρκικό αναθεωρητισμό, υπό τη δαμόκλειο σπάθη της απειλής πολέμου, και με την προσπάθεια της τουρκικής πλευράς να επιβάλλει ένα νέο “υπόδειγμα” διμερών και περιφερειακών σχέσεων, ασύμβατο με κάθε έννοια καλής γειτονίας και σεβασμού σε θεμελιώδεις αρχές του Διεθνούς Δικαίου» στηλιτεύει ο Νίκος Δένδιας.
Παράλληλα, τονίζει πως είναι εκπεφρασμένη η βούληση της Ελλάδας για έναν εποικοδομητικό διάλογο με την Τουρκία, στη βάση των θεμελιωδών αρχών και κανόνων του Διεθνούς Δικαίου και του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Στο άρθρο του που τιτλοφορείται «100 χρόνια αντοχή στον χρόνο. Η συνέχεια στην εξωτερική πολιτική (1922-2022)», ο υπουργός Εξωτερικών κάνει μια σύντομη αναδρομή στον αιώνα της εξωτερικής πολιτικής από το 1922 μέχρι σήμερα. «Αν το 1922 μπορεί να θεωρηθεί ορόσημο για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, το 2022 αποτελεί έτος-σταθμό για τις διεθνείς σχέσεις, στο ασφυκτικό πλαίσιο των εξελίξεων που απορρέουν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία», εκτιμά ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας. Η
νέα αυτή πραγματικότητα ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στην εξωτερική πολιτική της χώρας μας, τονίζει ο Νίκος Δένδιας και προτάσσει πως επιδεικνύοντας ανθεκτικότητα και ικανότητα προσαρμογής στις εξελίξεις, η Ελλάδα μπορεί να κατοχυρώσει τη θέση της ανάμεσα στους διεθνείς δρώντες που θα δώσουν τις λύσεις και τις απαντήσεις, σε ένα ολοένα και πιο σύνθετο διεθνές περιβάλλον.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο υπουργός Εξωτερικών επισημαίνει ότι τα τελευταία χρόνια δόθηκε μια νέα δυναμική στην ελληνική εξωτερική πολιτική, αλλάζοντας το υπόδειγμα άσκησής της. «Μέσω ενός πλέγματος 300 διμερών συμφωνιών που υπογράψαμε από το 2019 μέχρι και σήμερα. Συμπεριλαμβανομένων, της Συμφωνίας Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης με τη Γαλλία, της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας με τις ΗΠΑ καθώς και της Κοινής Διακήρυξης Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Επιπλέον, υπογράψαμε τις Συμφωνίες Οριοθέτησης ΑΟΖ με την Ιταλία και την Αίγυπτο. Ενώ έχουμε συμφωνήσει με την Αλβανία να παραπέμψουμε το ζήτημα της οριοθέτησης ΑΟΖ στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Η Ελλάδα, μέσα σε τρία χρόνια, μεγάλωσε με βάση το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας. Επιπλέον, καταφέραμε να σφυρηλατήσουμε ισχυρούς στρατηγικούς δεσμούς φιλίας και συνεργασίας όχι μόνο με χώρες παραδοσιακούς εταίρους και συμμάχους αλλά και με χώρες όπως το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία κ.ά.» εξηγεί.
Επιπροσθέτως, επισημαίνει πως η Ελλάδα σήμερα αποτελεί κράτος-μέλος με ουσιαστική συμμετοχή στον πυρήνα των εξελίξεων και των αποφάσεων της ΕΕ και σημειώνει πως «υποστηρίξαμε σθεναρά την ανάγκη ενσωματώσεως στην ευρωπαϊκή οικογένεια των “γειτόνων” μας στη βαλκανική χερσόνησο και εγκαινιάσαμε την προσέγγιση με τα κράτη της αφρικανικής ηπείρου».