Σαν σήμερα 14 Σεπτεμβρίου του 1999, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Γιάννος Κρανιδιώτης βρήκε τραγικό θάνατο μαζί με ακόμα πέντε ανθρώπους ταξιδεύοντας στο Βουκουρέστι με υπηρεσιακό αεροσκάφος τύπου Falcon.
O Γιάννος Κρανιδιώτης, μετέβαινε στο Βουκουρέστι, προκειμένου να λάβει μέρος σε Διαβαλκανική Διάσκεψη Υπουργών Εξωτερικών.
Είκοσι λεπτά πριν την προσγείωση, σφοδρές αναταράξεις προκάλεσαν απότομη απώλεια ύψους του αεροσκάφους, από τα 25.000 στα 5.000 πόδια.
Αποτέλεσμα ήταν να βρουν τραγικό θάνατο οι έξι από τους 13 επιβαίνοντες που εκείνη την ώρα δεν ήταν δεμένοι στις θέσεις τους.
Πέραν του Γιάννου Κρανιδιώτη, στην μοιραία πτήση έχασαν επίσης τη ζωή τους ο γιος του Νικόλας, οι δημοσιογράφοι Δημήτρης Πανταζόπουλος (ΕΡΤ) και Νίνα Ασημακοπούλου ( ΕΡΑ), ο εικονολήπτης Παναγιώτης Πούλος (ΕΡΤ), ο συνοδός της φρουράς του, αστυνόμος Νίκος Ασημακόπουλος και ο μηχανικός του αεροσκάφους Μιχάλης Παπαδόπουλος.
Από την μοιραία πτήση επέζησαν εκτός από τους πιλότους, η διπλωματική σύμβουλος του Γιάννου Κρανιδιώτη, Μαρία Μπεγλίτη, ο δημοσιογράφος της Βραδινής Αλφόνσος Βιτάλης και η αεροσυνοδός Μαρία Βελισαρίου.
Τα αίτια της τραγωδίας
Η επίσημη έκθεση των ρουμανικών αρχών που δόθηκε στη δημοσιότητα τον Αύγουστο του 2000 κάνει λόγο για τεχνική βλάβη και λάθος χειρισμούς. Είχε ήδη προηγηθεί η άσκηση δίωξης από την Εισαγγελία Πρωτοδικών σε βάρος των δύο πιλότων του Falcon, καθώς και κατά των τεχνικών που το συντηρούσαν, βάσει άλλου πορίσματος που είχε εκδοθεί από δύο εμπειρογνώμονες που είχε ορίσει η Δικαιοσύνη.
Στο 16σέλιδο πόρισμα των Ρουμάνων ειδικών αναφέρονται ως κύριες αιτίες της τραγωδίας οι λάθος χειρισμοί του κυβερνήτη και του συγκυβερνήτη σε σχέση με τον αυτόματο πιλότο, οι λανθασμένες οδηγίες που είχαν οι πιλότοι για την αντιμετώπιση περιστατικών σε μεγάλες ταχύτητες και το γεγονός ότι οι επιβάτες δεν φορούσαν ζώνες, ενώ το αεροσκάφος βρισκόταν σε πορεία καθόδου για προσγείωση.
Το πόρισμα περιλαμβάνει και συστάσεις προς την Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας και την Ολυμπιακή για την ευθύνη συντήρησης του Falcon, αναφέροντας ότι πρέπει να αναθεωρήσουν την πολιτική τους σχετικά με τη συντήρηση των αεροσκαφών και τη χρήση των ζωνών ασφαλείας.
Ποιος ήταν ο Γιάννος ο Κρανιδιώτης
Ο Γιάννος Κρανιδιώτης ήταν Κύπριος διεθνολόγος, διπλωμάτης και πολιτικός, κορυφαίο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, συνιδρυτής της ΕΔΕΚ (κυπριακού σοσιαλιστικού κόμματος) και σύμβουλος στο γραφείο του Ανδρέα Παπανδρέου.
Γεννήθηκε στη Λευκωσία στις 25 Σεπτεμβρίου 1947. Ήταν γιος του Κύπριου διπλωμάτη, ποιητή και συγγραφέα Νίκου Κρανιδιώτη. Αποφοίτησε με Άριστα από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και κατόπιν έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στις Διεθνείς Σχέσεις στο Χάρβαρντ των ΗΠΑ και στο Πανεπιστήμιο του Σάσσεξ της Μεγάλης Βρετανίας. Ήταν επίσης επίτιμος διδάκτορας Διεθνών Σχέσεων του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.
Από το 1976 ήταν μέλος του ΠΑΣΟΚ και την περίοδο 1981-1984 υπηρέτησε ως σύμβουλος στο Πολιτικό Γραφείο του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου για το Κυπριακό. Την περίοδο 1981–1989 διετέλεσε ειδικός γραμματέας του υπουργείου Εξωτερικών με αρμοδιότητα τα ευρωπαϊκά θέματα, και κατόπιν ως γενικός γραμματέας (1993-1994) από το 1988 ως το 1990 ήταν πρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου Ευρωπαϊκών Μελετών και από τις 8 Ιουλίου 1994 υφυπουργός Εξωτερικών, έως τον Ιανουάριο του 1995. Το 1995 έγινε Ευρωβουλευτής στη θέση του Χρήστου Παπουτσή, ο οποίος ορίστηκε τότε Επίτροπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στις 3 Φεβρουαρίου 1997 ορίστηκε ξανά υφυπουργός Εξωτερικών. Τον Μάρτιο του 1999 το Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ τον εξέλεξε μέλος της Κεντρικής του Επιτροπής, ενώ στις 19 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους ανέλαβε αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών, θέση που διατήρησε μέχρι το θάνατό του.
Η ανακοίνωση του υπουργείου Εξωτερικών:
«Ο Γιάννος Κρανιδιώτης υπήρξε άοκνος διπλωμάτης και οραματιστής πολιτικός. Ως ένας από τους θιασώτες της διεύρυνσης και εμβάθυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είχε εργαστεί με διορατικότητα για την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία φέρει τη σφραγίδα του.
Η πρωτοπόρος σκέψη του Γιάννου Κρανιδιώτη παραμένει, μέχρι σήμερα, πυξίδα για την ελληνική διπλωματία, καθώς άφησε ανεξίτηλο το αποτύπωμά της στην ελληνική εξωτερική πολιτική».