1η Αυγούστου του 1976. Η μονομαχία του παγκόσμιου πρωταθλητή, Νίκι Λάουντα, με τον διεκδικητή του τίτλου της Φόρμουλα1, Τζέιμς Χαντ, ήταν η πιο δραματική στην ιστορία του αθλήματος. Το κομβικό σημείο ήταν το σοβαρό ατύχημα του Λάουντα με τη Ferrari στο γερμανικό Γκραν Πρι, γνωστό και ως «Πράσινη Κόλαση».
Ήταν ο 10ος αγώνας της σεζόν σε μια πίστα ανάμεσα στα βουνά. Μια διαδρομή με 177 στροφές που μετρούσε 130 θανάτους στα 56 χρόνια της… ζωής της.
Το 1976, ο Λάουντα, ζητούσε από τους οδηγούς να μποϊκοτάρουν τον αγώνα, γιατί ήταν επικίνδυνος. «Κάποιοι ήθελαν να φανούν γενναίοι, άλλοι ήταν απλά ηλίθιοι», είπε ο Λάουντα που ανησυχούσε. Ο Χαντ ψήφισε να διεξαχθεί ο αγώνας. Εξασφάλισε την πολ ποζίσιον, αν και δεν έκρυψε πως φοβόταν: «Χαίρομαι που βλέπω τη γραμμή τερματισμού σε κάθε γύρο»…
Στην εκκίνηση ο Λάουντα βρισκόταν δίπλα στον Χαντ. Είχε πραγματοποιήσει τον δεύτερο ταχύτερο γύρο σχεδόν ένα δευτερόλεπτο πιο αργός από τη McLaren του Βρετανού. Ο αγώνας άρχισε. Μόλις στον 2ο γύρο φάνηκε πως ένα σοβαρό ατύχημα είχε συμβεί σε κάποιο μέρος της πίστας. Οι οδηγοί προσπαθούσαν να βοηθήσουν τον συνάδελφο τους. Από τα μεγάφωνα ανακοινώθηκε πως είχε γίνει ένα ατύχημα στο Μπέργκβεργκ, στην βόρεια στροφή. Έπειτα από αρκετά λεπτά ανακοινώθηκε πως ο οδηγός ήταν ο Νίκι Λάουντα της Ferrari.
Με ταχύτητα περίπου 193 χλμ/ώρα, έχασε τον έλεγχο, η Ferrari χτύπησε στις μπαριέρες, στροβιλίστηκε και το φλεγόμενο μονοθέσιο βρέθηκε ξανά στην πίστα. Ο οδηγός που ακολουθούσε, ο Γκάι Έντουαρντς με τη Hesketh κατάφερε να αποφύγει τη Ferrari με αλλεπάλληλα ζιγκ-ζαγκ, αλλά ο Μπρετ Λάνγκερ της Surtees δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να μη χτυπήσει το φλεγόμενο μονοθέσιο. Στη συνέχεια ο Χάραλντ Ερτλ της Hesketh χτύπησε και τα δύο μονοθέσια. Οι δύο οδηγοί βγήκαν από τα μονοθέσια τους, τρέχοντας να βοηθήσουν τον Λάουντα, ο οποίος δεν είχε χάσει ακόμα τις αισθήσεις του. Το κράνος του είχε στραβώσει και οι φλόγες έκαιγαν το πρόσωπο του. Οι τρεις οδηγοί και ο Αρτούριο Μερζάριο της Williams με κίνδυνο της ζωή τους προσπάθησαν να βγάλουν τον παγιδευμένο Λάουντα. Οι τρεις οδηγοί και τα σωστικά συνεργεία απεγκλώβισαν τον Λάουντα.
Ο Αυστριακός διακομίστηκε σε ειδική κλινική στο Μάνχαϊμ για ασθενείς που είχαν υποστεί εγκαύματα. Την τρίτη μέρα νοσηλείας του ένας ιερέας μπήκε στο θάλαμο για να τον διαβάσει. «Τον άκουγα να μιλάει στα λατινικά. Ο ιερέας δεν λέει τίποτα καλό, ούτε την πιθανότητα να γίνω καλύτερα. Ήθελα να του φωνάξω: σταμάτησε, θα το μετανιώνεις μια ζωή. Δεν θα πεθάνω», είπε αργότερα ο Λάουντα. Την επόμενη μέρα η υγεία του Λάουντα παρουσίασε βελτίωση. Οι γιατροί έκριναν πως δεν διέτρεχε κίνδυνο. Είχε ήδη ξεκινήσει η προσπάθεια να επανέλθει.
Ο Λάουντα από το ατύχημά, του υπέστη εγκαύματα πρώτου έως τρίτου βαθμού στο κεφάλι και στους καρπούς, κατάγματα στα πλευρά, στην κλείδα και στα ζυγωματικά. Πιο σοβαρά ήταν τα δηλητηριώδη και τοξικά αέρια που είχε εισπνεύσει από το χυμένο καύσιμο, τον αφρό του πυροσβεστήρα. Οι γιατροί είπαν στη γυναίκα του, τη Μαρλέν να μη φύγει από το πλευρό του. Δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα για εκείνον και ο θάνατος του ήταν θέμα χρόνου. Έξι εβδομάδες αργότερα επέστρεψε στο ιταλικό Grand Prix.
Ο Λάουντα πέθανε 43 χρόνια μετά, τα ξημερώματα της Δευτέρας 20 Μαΐου του 2019 στον ύπνο του, στο θάλαμο του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Ζυρίχης στην Ελβετία όπου όπου είχε υποβληθεί σε θεραπεία αιμοκάθαρσης για νεφρικά προβλήματα. Ο Νίκι Λάουντα είχε αναδειχτεί τρεις φορές πρωταθλητής Φόρμουλα 1.