Αυτοί είναι οι πέντε παίχτες, οι οποίοι αγωνίστηκαν στον μαγικό κόσμο του NBA και ήρθαν στην Ελλάδα με πολλές περγαμηνές, αλλά απέτυχαν παταγωδώς.
Εν πολλοίς φταίει ο Τζέρι Γουέστ- ξέρετε τώρα, ο θρύλος των Λέικερς που στην πιο χαρακτηριστική κίνηση της καριέρας του «μονιμοποιήθηκε» με μπλε, κόκκινο και λευκό χρώμα και τόσα χρόνια αποτελεί το σύμβολο του ΝΒΑ.
Αν δεν υπήρχε αυτό το συμβολάκι δίπλα στο όνομά τους, η κατάσταση θα μπορούσε να είναι πολύ διιαφορετική γι’ αυτούς τους 5: όλοι τους πέρασαν τον Ατλαντικό για να ’ρθουν ν’ αγωνιστούν στα μέρη μας, με το βαρύ τίτλο του NBAer να τους συνοδεύει και να στέλνει λίγο πάνω από την στρατόσφαιρα τις προσδοκίες του κόσμου.
Ωστόσο, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν ακριβώς όπως τα περίμενε το κοινό: ο θησαυρός αποδείχτηκε πιο-άνθρακας-πεθαίνεις και μετά από λίγα ματς των 5 παικτών καταλάβαμε πως η θέση τους δεν είναι στα ελληνικά παρκέ, αλλά στην πασαρέλα- και, πιο συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια της παρουσίασης της χειμερινής κολεξιόν του Κωστέτσου, καθώς μιλάμε για υπέροχα παλτά.
Ποιοι ήταν οι 5 που περιμέναμε να βγάλουν μάτια στην Α1 και την Ευρωλίγκα αλλά μας απογοήτευσαν;
Μα, φυσικά…
Ο Τόνι Ντελκ, 2006-2007, Παναθηναϊκός
Μια εκπληκτική καριέρα στο NCAA με τη φανέλα του Κεντάκι. Νούμερο 16 στο draft. 10 ολόκληρα χρόνια με «γεμάτες» σεζόν στο ΝΒΑ. 53 πόντοι σ’ ένα ματς στο κορυφαίο πρωτάθλημα του κόσμου. Παρατσούκλι “Mr. Basketball”, λόγω του γεγονότος πως ήξερε πολύ καλά τα fundamentals- που λέγαμε μικροί στα δέντρα μας τρώγοντας μπανάνες- του αθλήματος.
Αυτά είδε στο βιογραφικό του ο Θανάσης Γιαννακόπουλος, ο οποίος (φημολογείται ότι) τον… επέβαλε στον Ομπράντοβιτς, λέγοντάς του «Εγώ στον παίρνω τον παικταρά, εσύ άμα θέλεις μην τον βάζεις».
Κι ο Ζέλικο έκανε ακριβώς αυτό: δεν τον έβαζε– κι ας στοίχιζε 1.500.000 δολάρια τον χρόνο στη διοίκηση.
Κάτι το γεγονός πως δεν κόλλησε με την ομάδα, κάτι που όποτε έμπαινε κόντευε να χτίσει δεύτερο ΟΑΚΑ «Νίκος Γκάλης» με τα σουτ του, κάτι η «παραξενιά» του Ομπράντοβιτς με τους σταρ του ΝΒΑ, ο Τόνι Ντελκ ήταν παρών, μεν, στο ιστορικό triple crown του 2007, είχε μετατραπεί από μπασκετμπολίστα σε καλύτερο φίλο της πετσέτας δε.
Δυστυχώς, ο τίμιος Τόνι από “Mr. Basketball” στον ΠΑΟ έγινε “No Basketball”.
Τουλάχιστον θα έχουμε να τον θυμόμαστε πάντα γι’ αυτό το μικρό έπος:
Ο Βον Ουέιφερ, 2009, Ολυμπιακός
Την ακριβώς προηγούμενη σεζόν είχε εντυπωσιάσει στο ΝΒΑ, καθώς με τη φανέλα των Ρόκετς- και λόγω της απουσίας του ΜακΓκρέιντι που ήταν τραυματίας- έκλεισε εκπληκτικά την σεζόν με 14.3 πόντους μ.ο. τον τελευταίο μήνα.
Εντυπωσιασμένοι οι αδερφοί Αγγελόπουλοι του προσέφεραν βασιλικό (από αυτά που συνήθιζαν να δίνουν τότε- θυμηθείτε τον Τσίλντρες) συμβόλαιο της τάξης των 4 εκατομμυρίων για 2 χρόνια, προκειμένου μαζί με τους άλλους «εκκωφαντικούς» σταρ της ομάδας (Κλέιζα, Τεόντοσιτς, Παπαλουκάς, Τσίλντρες κτλ) να κατακτήσουν την κορυφή της Ευρώπης.
Αμ δε: ο Ουέιφερ ήταν πιο άστοχος κι από δεξιόχειρα παίκτη που, όμως, γεννήθηκε με δύο αριστερά χέρια. Ο δύσμοιρος ο Γιαννάκης τραβούσε τα μαλλιά του κι έφτασε στο σημείο μετά από τρία ματς στην Α1 (όπου είχε τους υπέροχους μέσους όρους των 3 πόντων και 1.3 ριμπάουντ) να τον χρησιμοποιεί μόνο στην Ευρωλίγκα, όμως τον Δεκέμβριο εκείνης της χρονιάς αποφάσισε να τον σουτάρει δια παντός.
Εν αντιθέσει με τον Βον, όμως, ο «Δράκος» ήταν εύστοχος και ο Αμερικάνος αποτέλεσε παρελθόν.
Λογικό: μέλλον μ’ αυτόν δεν υπήρχε.
Ο Ρίκι Πιρς, 1997-1998, ΑΕΚ
Εδώ δε μιλάμε απλά για κάποιον που πέρασε από το ΝΒΑ, αλλά για All Star (1991), με δύο βραβεία Έκτου Καλύτερου Παίκτη στο ενεργητικό του (1987, 1990) και 15 γεμάτες σεζόν στον «Μαγικό Κόσμο».
1997 και ο Γιάννης Ιωαννίδης- με την… αρωγή του Φιλίππου- φέρνει τον 37χρονο Ρίκι Πιρς προκειμένου να βοηθήσει στη διαφαινόμενη εκτόξευση της Ένωσης στο μπασκετικό στερέωμα. Αντ’ αυτού, ο Ρίκι λειτουργεί σαν έμβιο αγωνιστικό βαρίδιο και «βουλιάζει» την ομάδα, καθώς απλά δεν βλέπεται- ούτε μετά την κατάποση όλων των ισοτονικών της ομάδας (που, όσο να πεις, αφήνει παρενέργειες).
Μοιραία- και με τον Ιωαννίδη θα συντηρεί μόνος του μια καπνοβιομηχανία από τα τσιγάρα που κάπνιζε στον πάγκο- μετά από μόλις πέντε παιχνίδια ο θρυλικός Πιρς αντικαθίσταται από τον Γουίλι Άντερσον, σε μια σεζόν που η ΑΕΚ έφτασε μέχρι τον τελικό της Ευρωλίγκας, όπου κι έχασε από την Κίντερ Μπολόνια.
Αν ο Ρίκι είχε προσαρμοστεί καλύτερα κι έκανε τα δικά του, ίσως μετά τον Παναθηναϊκό (1996) και τον Ολυμπιακό (1997), η κορυφή της Ευρώπης να έμενε σε γαλανόλευκα χέρια.
Ίσως.
Ο Ροντ Χίγκινς, 1992-1993, Ολυμπιακός
Και όλα τα υπόλοιπα να έλειπαν από το βιογραφικό του, το γεγονός πως είχε παίξει στο πλάι του Μάικλ Τζόρνταν στους Μπουλς, αρκούσε για να προκαλέσει φρενίτιδα ενθουσιασμού στους φίλους του Ολυμπιακού. Βέβαια, πέραν του Μάικλ, ο Χίγκινς κουβαλούσε στην πλάτη του και 13 σεζόν στην κορυφαία λίγκα του κόσμου.
Οι ερυθρόλευκοι τον έφεραν απευθείας από το ΝΒΑ- σε μια εποχή, μην ξεχνάμε, που κάτι τέτοιο έμοιαζε με πορτοκαλί σενάριο επιστημονικής φαντασίας- για να ξεκινήσουν μ’ αυτόν μπροστάρη την προσπάθεια να πάρουν τα ηνία του αθλήματος από την Θεσσαλονίκη και το δίπολο Άρη- ΠΑΟΚ, όμως ψωνίσανε από σβέρκο- και, μάλιστα, όχι και τόσο καλής ποιότητας.
Ο Ρόντ ήταν από κακός έως αδιάφορος, δεν μπόρεσε με τίποτα να «κουμπώσει» με την ομάδα και μετά από 6, μόλις, αγώνες ο Ιωαννίδης τον ευχαρίστησε στέλνοντάς τον στην ευχή της Παναγίας.
Οι κακές γλώσσες λένε πως αυτό επετεύχθη ρίχνοντάς του και μια Παναγία.
Ο Τζέισον Καπόνο, 2012-2013, Παναθηναϊκός
Ένας από τους πιο καθαρόαιμους «φονιάδες» έξω από την γραμμή των 7.25 (το βεβαιώνουν αυτό και οι 2 τίτλοι που κέρδισε σε διαγωνισμούς τρίποντων το 2006 και το 2007) στα 00s στο ΝΒΑ και πρωταθλητής με τους Χιτ το 2006, ήρθε στα μέρη μας το 2012 για λογαριασμό του Τριφυλλιού κατόπιν… υποδείξεως της διοίκησης.
Ο Αργύρης Πεδουλάκης δεν πετούσε ακριβώς από τη χαρά του όταν τον έβλεπε και ο Καπόνο, προκειμένου να υπάρχει ομοιομορφία, δεν πετούσε εν γένει στο παρκέ- περισσότερο σερνόταν, μιας και έμοιαζε ανίκανος να βάλει έστω κι ένα ελεύθερο σουτ.
Μετά την κατάκτηση του κυπέλλου (κι αφού στο ενδιάμεσο είχε κάνει τους πάντες ν’ αναρωτιούνται μήπως είχε έρθει στην Ελλάδα ο άστοχος δίδυμος αδερφός του) μάζεψε τα πράγματά του κι έφυγε, διαμαρτυρόμενος για τον περιορισμένο χρόνο συμμετοχής του.
Μετά τον Παναθηναϊκό, μόλις στα 32 του, βρήκε ομάδα… πουθενά κι αναγκάστηκε ν’ αποσυρθεί από την ενεργό δράση.
«Σεσημασμένος σουτέρ» είπαμε;
Μποχού;
Γράφει ο Δημήτρης Πετρίδης
Πηγή: menshouse