Πολλοί έχουν λατρεία στον Μάικλ Τζόρνταν και τους Σικάγο Μπουλς του ’90, στον Λάρι Μπερντ των Μπόστον Σέλτικς της δεκαετίας του ’80 και στον Μάτζικ Τζόνσον των Λος Άντζελες Λέικερς επίσης της δεκαετίας του ’80 (λατρεία του γράφοντος και ο Μάτζικ και οι Λέικερς, καθώς ο γράφων ανήκει στο Laker Nation), αλλά είναι αδικία να κάνουμε πως ξεχνάμε την τεράστια ομάδα των Ντιτρόιτ Πίστονς του Αζάια Τόμας και του Μπιλ Λαμπίρ, επειδή η ομάδα αυτή ήταν όντως «κ@λόπαιδα».
Δεν τους έλεγαν «bad boys» για λόγους μάρκετινγκ, αλλά επειδή όντως ήταν κακοί. Προκειμένου να πάρουν πρωταθλήματα θα έκαναν τα πάντα όσο τους το επέτρεπαν κανονισμοί και διαιτητές.
Αν για παράδειγμα τους επιτρέπονταν να πυροβολήσουν θα το έκαναν, αυτό είναι σίγουρο.
Πολλοί θεωρούσαν ως ηγέτη του κακού τον Αζάια Τόμας ο οποίος ήταν καταπληκτικός παίκτης και ισότιμης αξίας των τριών προαναφερθέντων απλά είχε κάποια ζητήματα χαρακτήρα παραπάνω.
Όμως αυτός που εφάρμοζε τις διαταγές του Αζάια και του προπονητή Τσακ Ντέιλι ήταν ο Μπιλ Λαμπίρ, ο οποίος δεν ήταν μέτριος σέντερ. Ήταν πολύ καλός σέντερ και από τους ελάχιστους που μπορούσαν να σουτάρουν τρίποντα σαν βολές, τραβώντας προς τα έξω το αντίπαλο σέντερ και άρα ριμπάοντερ.
Ο Λαμπίρ έμεινε γνωστός ως ο «νταής», όμως ήταν πολύ περισσότερο από αυτό, αλλά για αυτό θα τον θυμούνται…
Επί του πρακτέου, το Ντιτρόιτ κατάφερε να πετύχει πολύ περισσότερα εν μέσω ομάδων «μεγαθήριων», γιατί ήταν ενωμένο σαν «γροθιά» και αποφασισμένο να κάνει τα πάντα για να κερδίσει τίτλους.
Στις φιέστες του 89 και του 90 το πλήθος του Ντιτρόι τραγουδούσε «bad boys» εν ρυθμώ…
«Οι πρωταθλητές κάποιες φορές είναι λούζερς που δεν το βάζουν κάτω» είπε κάποτε παράγοντας των Πίστονς και η φράση του αποτέλεσε παράδειγμα για όλους όσους δεν έχουν τα «φόντα» να ανέβουν στην ελίτ.