Λένε ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα… Πως στο τέλος της ημέρας αυτό που μετράει είναι το αποτέλεσμα, ανεξάρτητα από τα μέσα που θα χρησιμοποιήσεις. Εν ολίγοις, επιτυχία με κάθε τρόπο. Η συγκεκριμένη άποψη θα μας διχάζει για πάντα, ανεξάρτητα τον τομέα της ζωής στον οποίο αναφερόμαστε.
Το παγκόσμιο ποδόσφαιρο δεν αποτελεί φυσικά εξαίρεση, με τη διαφορά ότι εδώ γνωρίζουμε τον άνθρωπο που το… δίχασε μια για πάντα! Αυτός ήταν ο Νερέο Ρόκο, ο εμπνευστής αυτού που μάθαμε να λέμε «κατενάτσιο» κι οι νεότεροι συνηθίζουν να αποκαλούν «πούλμαν», ελέω και του Ζοσέ Μουρίνιο.
Ήταν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ιταλία ενιωθε ηττημένη κι είχε μια οικονομία διαλυμένη, ενώ στο ποδόσφαιρο νικητής ήταν πάντα ο πιο δυνατός. Όσον αφορά στο τελευταίο, αυτός που ανέλαβε να το αλλάξει ήταν ένας προπονητής από την Τεργέστη.
Ο Νερέο Ρόκο ήταν αυτός που αμφισβήτησε την ποδοσφαιρική τακτική της εποχής, τον τρόπο παιχνιδιού που είχε επικρατήσει ως ο καλύτερος κι εν τέλει επιδίωξε να επιβάλει τον δικό του. Ένας τρόπος παιχνιδιού, ο οποίος δεν περιελάμβανε περίπλοκες τακτικές αλλά μια απλή εντολή: Άμυνα, άμυνα, άμυνα.
Βλέποντας την εξέλιξη των πραγμάτων μπορεί να πει κάποιος ότι τα κατάφερε, πληρώνοντας ωστόσο και το τίμημα για τον… διχασμό που έφερε στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Όσο ήταν εν ζωή αμφισβητήθηκε έντονα για το πόσο καλός ήταν τελικά, ενώ μετά θάνατον δεν είχε την αναγνώριση που ενδεχομένως να άξιζε.
Πριν αναφέρουμε περισσότερα για τον Ρόκο, για την ιστορία να πούμε ότι την… πατρότητα του «κατενάτσιο» διεκδικεί κι η Αυστρία με τον προπονητή, Καρλ Ράπαν. Βέβαια, ακόμα κι αν ισχύει κάτι τέτοιο, η αλήθεια είναι ότι ο συγκεκριμένος τρόπος είναι συνυφασμένος με την Ιταλία. Οι γείτονες μας κατάφεραν πραγματικά να τον κάνουν «δικό» τους και εν συνεχεία να το επιβάλουν και στον υπόλοιπο πλανήτη.
Ο Ρόκο γεννήθηκε στις 20 Μαΐου 1912 στην Τεργέστη και ως ποδοσφαιριστής έκανε μια αξιόλογη καριέρα, αγωνιζόμενος στις Τριεστίνα, Νάπολι και Πάντοβα. Μέτρησε 287 συμμετοχές σε 11 σεζόν στη Serie A, σκοράροντας 69 γκολ. Επίσης, φόρεσε για μια φορά τη φανέλα της εθνικής Ιταλίας και μάλιστα το έπραξε κόντρα στην εθνική μας ομάδα! Συγκεκριμένα, ήταν στο 4-0 των «Ατζούρι» επί της «γαλανόλευκης» στις 25 Μαρτίου 1934, στο πλαίσιο των προκριματικών του Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Η… επανάσταση του κατά της ποδοσφαιρικής τακτικής της εποχής ξεκίνησε το 1947 από τον πάγκο της Τριεστίνα, ενώ ακολούθησαν Τρεβίζο, Πάντοβα, Ολυμπιακή ομάδα της Ιταλίας, Μίλαν, Τορίνο και Φιορεντίνα. Ο Ρόκι είχε τρία περάσματα από τη Μίλαν, με την οποία κατέκτησε δύο Κύπελλα Πρωταθλητριών, δύο Κύπελλα Κυπελλούχων, δύο Πρωταθλήματα, τρία Κύπελλα Ιταλίας κι ένα Intercontinental Cup.
Εκείνα τα χρόνια κυριαρχούσε το περίφημο WM, το οποίο ερχόταν από την Αγγλία και πήρε το όνομα του από τον τρόπο, με τον οποίο παρατάσσονταν οι παίκτες στον αγωνιστικό χώρο. Ήταν ένα σύστημα 2-3-5 ή αλλιώς 2-3-3-2 και υπήρχε η άποψη ότι είναι το καλύτερο για να φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Μέχρι φυσικά να έρθει ο Ρόκο με το «κατενάτσιο» και να αλλάξει μια για πάντα την ιστορία.
Ο Ρόκο στην Τριεστίνα άφησε υποσχέσεις με το «καλημέρα», καθώς στην πρώτη του σεζόν την οδήγησε στη δεύτερη θέση, πίσω από την Τορίνο. Ήταν η Grande Torino, η οποία θα χανόταν στη συνέχεια στην αεροπορική τραγωδία της Superga.
Η λογική του ήταν απλή. Δεν μας νοιάζει να δημιουργήσουμε αλλά μόνο να καταστρέψουμε το παιχνίδι του αντιπάλου. Το «κατενάτσιο» ή Catenaccio σημαίνει σε ελεύθερη μετάφραση «λουκέτο», οπότε εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κάποιος τι είχε στο μυαλό του.
Ο Ρόκο ήταν απλός όχι μόνο ως προπονητής αλλά κι ως άνθρωπος, συνεπώς κι η σκέψη του για τον τρόπο αντιμετώπισής των αντιπάλων δεν θα μπορούσε να ήταν περίπλοκη. Ουσιαστικά αυτό που έκανε ήταν να προσθέσει ακόμα έναν αμυντικό πίσω από τους δύο στο κέντρο της άμυνας, ως λίμπερο.
Επί της ουσίας, αμφισβήτησε έντονα την άμυνα man-to-man κι έβαλε έναν έξτρα παίκτη να «καθαρίσει» όποια φάση «έχανε» η μπροστινή γραμμή άμυνας. Πριν από λίγα χρόνια σε ένα άρθρο της η Gazzetta dello Sport είχε αναφέρει για εκείνον ότι:
«Τίποτα δεν ήταν επιστημονικό στη μέθοδο του, ίσως να ήταν κι αυτός ακόμη ένας λόγος που άρεσε και μάγευε. Ο Ρόκο άλλωστε, λόγω και του παρουσιαστικού του, περισσότερο κι από προπονητής έμοιαζε με τον πατέρα μιας οικογένειας, ο οποίος δούλευε σκληρά, έφερνε στο σπίτι τον μισθό και εξασφάλιζε ότι δε θα υπήρχαν εντάσεις και τσακωμοί στην οικογένεια του. Αν του έδειχναν σήμερα τις αναλύσεις στους υπολογιστές ή του μιλούσαν για το ποσοστό κατοχής μπάλας, θα είχε αντιδράσει με μια απλή φράση: Σκάσε ηλίθιε!»
Πίστευε στον άνθρωπο, όχι στην τακτική
Κάθε φορά που ο αντίπαλος προπονητής ευχόταν «να κερδίσει ο καλύτερος» εκείνος απαντούσε πάντα: «Ας ελπίσουμε πως όχι», κάτι που λέει πολλά για τη φιλοσοφία και τον τρόπο προσέγγισης του ποδοσφαίρου.
Βασικός παράγοντας στο παιχνίδι του Ρόκο ήταν ο άνθρωπος κι όχι η τακτική, καθώς πίστευε ότι με τη σωστή εμψύχωση ο κάθε παίκτης μπορεί να αποδώσει καλύτερα από τα πραγματικά του στάνταρ. Ως εκ τούτου θα ήταν παράλογο για τον ίδιο να αναλωθεί σε αναλύσεις τακτικής κι ουσιαστικά αυτό που επεδίωκε ήταν να έρθει κοντά με τους ποδοσφαιριστές του, τηρώντας, όμως, παράλληλα και κάποια απαραίτητα όρια για να μην χαθούν οι ρόλοι μέσα στην ομάδα.
Ο θρύλος της αθλητικής δημοσιογραφίας στην Ιταλία, Τζιάνι Μπρέρα είχε αναφέρει κάποτε ότι: «Ο Νερέο Ρόκο ίδρωνε στον πάγκο όσο και οι παίκτες του στον αγωνιστικό χώρο, έκανε μαζί τους ντους μετά το ματς, ήταν σαν συμπαίκτης τους, αλλά όταν έβλεπε κάποιον σε κάποιο μπαρ της πόλης το βράδυ, είχε τον τρόπο να υπενθυμίσει ότι παραμένει ο προπονητής του».
Ο θρίαμβος του «κατενάτσιο»
Στην Τριεστίνα άφησε υποσχέσεις, ενώ εξαιρετική δουλειά έκανε και στην Πάντοβα, την οποία πήρε από τη Serie B και την έφτασε μέχρι την τρίτη θέση της «μεγάλης κατηγορίας», επίδοση που είναι η καλύτερη στην ιστορία της. Το 1961 ο Ρόκο πήγε στη Μίλαν, εκεί όπου έμελλε να γίνει θρύλος! Το 1963 οδήγησε τους «ροσονέρι» στην κορυφή της Ευρώπης για πρώτη φορά στην ιστορία τους, ενώ αυτό ήταν και το παρθενικό Κύπελλο Πρωταθλητριών που κατέληξε στην Ιταλία.
Μάλιστα, η Μίλαν νίκησε 2-1 στον τελικό τη μεγάλη Μπενφίκα του Εουσέμπιο, η οποία είχε κατακτήσει το τρόπαιο τις δύο προηγούμενες χρονιές. Οι Πορτογάλοι πήγαν να το πράξουν για τρίτη σερί σεζόν με… φουλ επίθεση, ωστόσο αυτή τη φορά το «κατενάτσιο» του Ρόκο θριάμβευσε. Το ίδιο συνέβη και το 1969 κόντρα στον Άγιαξ του ανερχόμενου, Γιόχαν Κρόιφ.
Η κόντρα του με τον Ερέρα
Εκείνη τη δεκαετία το αντίπαλο δέος του Νερέο Ρόκο ήταν ο Ελένιο Ερέρα, ο οποίος με τη σειρά του πήρε το «κατενάτσιο» και το πήγε σε… άλλο επίπεδο. Ο Ερέρα οδήγησε την Ίντερ σε πρωταθλήματα και back-to-back κατακτήσεις του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Δεν είναι τυχαίο ότι μολονότι ο ένας δεν συμπαθούσε τον άλλον, υπήρχε αναγνώριση, καθώς αμφότεροι μοιράζονταν την ίδια φιλοσοφία.
Ο Ρόκο απολάμβανε να πίνει με φίλους και να συζητάει γι’ αυτή τη φιλοσοφία που στηρίχθηκε στη λογική της επιτυχίας με κάθε τρόπο. Είτε αρέσει σε κάποιον, είτε όχι αυτός ο τρόπος παιχνιδιού, το σίγουρο είναι ότι δημιούργησε μια δική του ποδοσφαιρική σχολή κι είναι άδικο που, μετά τον θάνατο του το 1979, το όνομα του άρχισε να «ξεθωριάζει» στις κουβέντες για τους θρύλους της προπονητικής.