Σε μια μεγάλη συνέντευξή του, ο Γιάννης Γκούμας, ρωτήθηκε για το ποια ομάδα υποστήριζε μικρός λέγοντας:
«ΑΕΚ. Και θα σας πω γιατί ήμουν ΑΕΚ: Ένα μεγαλύτερο παιδί από τη γειτονιά, επειδή ήταν πολύ ΑΕΚΤζής, ο Δήμος, προσπαθούσε με το ζόρι να κάνει όλα τα παιδιά ΑΕΚτζήδες. Μας έτριβε το κεφάλι και μας ρωτούσε: “Τι ομάδα είσαι”; Από φόβο, λοιπόν, έλεγα ότι είμαι ΑΕΚ».
Για το πώς θυμάται την περίοδο που έφυγε από τον Παναθηναϊκό και πώς ήταν η σχέση του με τον Τεν Κάτε:
«Παίζουμε στην Νέα Σμύρνη με τον Πανιώνιο. Με δέκα παίκτες. Δεν ήθελε να με βλέπει. Με είχε ”γαμ@#@”. Του είχαν πει ότι είμαι ”βαρδινογιαννικός”, τότε η πολυμετοχικότητα ήθελε να χτυπήσει τον Βαρδινογιάννη, να τα λέμε όπως είναι. Παίζονταν άλλα παιχνίδια. Με είχαν σταμπάρει, ήθελαν να με φάνε.
Τον παραμύθιασαν ότι είμαι ρουφιάνος και αηδίες. Με βάζει αλλαγή σε αυτό το ματς με τον Πανιώνιο, με δέκα παίκτες εμείς. Με ισοπαλία θα έφευγε, τα εισιτήρια ήταν έτοιμα για Ολλανδία. Kάνει μια σέντρα ο Γκάμπριελ, πετάγομαι με κεφαλιά-οβίδα και σκοράρω. Τι το ήθελα ο μ@Ι#ς; (γέλια).
Ποιο ήταν το περίεργο; Στο τέλος δεν ήρθε να μου πει τίποτα. Πέρασε από μπροστά μου και δεν με έβλεπε. Ήταν διπρόσωπος. Στην αρχή ήμασταν κολλητοί. Το πρώτο τρίμηνο. Κάθε μέρα έρχονταν και μιλούσαμε. Ξαφνικά βλέπω μια άλλη συμπεριφορά. Ο Αντωνίου, για να λέμε την αλήθεια, δεν στήριξε παιδιά που ήταν παίκτες. Πήγε με την πολυμετοχικότητα. Τελοσπάντων.
Δεν ξέρω τι του είχαν πει, μάλλον έπρεπε να με «φάμε». Εγώ ήμουν ο πιο παλιός. Δεν έγινε κάτι και άλλαξε συμπεριφορά. Όταν ξεμείναμε από στόπερ, θέλει να παίξει με τριάδα στην Ίντερ και με βάζει αναγκαστικά. Αν δεν πήγαινα καλά θα με είχαν με τα… βελάκια. Πώς κάθεται η πόρνη η μπάλα, κάνω την κεφαλιά, διώχνει ο Σέζαρ και το βάζει ο Σαριέγκι. Το γκολ ουσιαστικά είναι δικό μου.
Έκανα καλή εμφάνιση και άλλαξε η κατάσταση. Ήταν δικαίωση αυτό το ματς. Κόντρα σε Ζλάταν, Αντριάνο, Κρουζ. Από εκεί που ήμουν πουθενά βρέθηκα απέναντι σε αυτούς τους παίκτες. Στο τέλος της χρονιάς, όμως πάλι τα ίδια. Στο τέλος της χρονιάς προτίμησε να πάμε με 17 παίκτες στη Λάρισα και με άφησε έξω. Εγώ είπα στον Πατέρα που δεν φέρθηκε καλά, από τους 25 παίκτες oι 23 δεν θέλουν να τον βλέπουν, δεν τον αντέχει η ομάδα.
Σε δύο τρεις μήνες τους είπα θα φύγει. Μου είπαν ”είναι ο προπονητής”. Δεν τον ήθελε η ομάδα. Τελειώνει η χρονιά, έχω ένα χρόνο συμβόλαιο. Καλοκαίρι του 2009. Με βλέπει ο Τεν Κάτε και μπροστά μου λέει στον Αντωνίου ”τι κάνει αυτός εδώ”; Σε εμένα, έτσι, που ήμουν 15 χρόνια στον Παναθηναϊκό. Δεν με άφησε να κάνω προπόνηση. Και με έστειλαν στον Πατέρα.
Πάω στο γραφείο και μου είπαν ότι δεν με θέλει ο προπονητής. Τους είπα να κάνω προπονήσεις κανονικά, τους είπα ότι είμαι επαγγελματίας, θα κάνω σκληρά προπονήσεις, δεν θα ενοχλώ κανέναν και δεν θα δημιουργώ προβλήματα. Εκεί του είπα πως ”αυτός θα φύγει σε 2-3 μήνες”. Δικαιώθηκα. Μετά από λίγο καιρό έφυγε».
Για το φινάλε της καριέρας του σε ηλικία 34 ετών:
«Μεγάλο λάθος μου που σταμάτησα. Με πήρε ο Τσακίρης του Πανιωνίου. Η Λάρισα του Πηλαδάκη. Ομαδάρες τότε. Αλλά εγώ ήμουν μ@λ@%@ς, επειδή ήθελα να φύγω με την φανέλα του Παναθηναϊκού, σταμάτησα.
Μου έδιναν καλά λεφτά. Έπαιζα με ενέσεις, με σπασμένο κεφάλι, 15 χρόνια, ποιο ήταν το κέρδος; Σιχάθηκα. Αλήθεια. Είπα ”να πάει να γ@#@ το ποδόσφαιρο” μετά από αυτό. Ήμουν πολύ απογοητεύμενος. Μπορούσα να παίξω τρία χρόνια ακόμη, με καλό συμβόλαιο. Είχα στεναχωρηθεί πάρα πολύ.
Με έδιωξαν ως ρουφιάνο. Ποιόν εμένα; Τον Γκούμα στα 34 του ως ρουφιάνο; Που δεν το έκανα ούτε στα 19 μου. Το έκαναν για να δικαιολογήσουν την απόφασή τους να φύγω από τον Παναθηναϊκό».