Τα τέλη κυκλοφορίας έχουν κάνει την εμφάνιση τους εδώ και σχεδόν έναν αιώνα, αποτελώντας μια σημαντική πηγή εσόδων για την εκάστοτε κυβέρνηση.
Ξετυλίγοντας το κουβάρι της εφαρμογής των γνωστών στους περισσότερους τελών κυκλοφορίας θα χρειαστεί να ταξιδέψει κανείς στις αρχές του περασμένου αιώνα και πιο συγκεκριμένα το 1920 όταν και εφαρμόστηκε για πρώτη φορά ένα εισπρακτικό, κατά κύριο λόγο, μέτρο.
Ο νόμος ο οποίος δημοσιεύθηκε το μακρινό 1920 προέβλεπε «ειδικά τέλη επί ποδηλάτων και αυτοκινήτων» τα οποία όφειλε να καταβάλλει ο ιδιοκτήτης κάθε οχήματος καλύπτοντας το διάστημα από την 1η Απριλίου έως και την 31η Μαρτίου.
Μάλιστα η συγκεκριμένη διάταξη προέβλεπε ότι στην περίπτωση που ένα όχημα τεθεί σε κυκλοφορία το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, τότε το ποσό των τελών κυκλοφορίας μειωνόταν κατά το ήμισυ.
Η καταβολή των τελών κυκλοφορίας ήταν υποχρεωτική, όπως υποχρεωτική ήταν και η τοποθέτηση ειδικού σήματος π.χ. στον σκελετό ενός ποδηλάτου, ώστε να βεβαιώνεται η… κάλυψη των φορολογικών του υποχρεώσεων.
Για τα βενζινοκίνητα ή μη ποδήλατα, το ετήσιο κόστος των τελών κυκλοφορίας ήταν 50 δραχμές και έφτανε έως και τις 250 δραχμές για οχήματα, η ισχύς των οποίων υπερέβαινε τους 16 ίππους.
Στην περίπτωση που ο ιδιοκτήτης ενός ποδηλάτου ή ενός οχήματος δεν κατέβαλλε τα προβλεπόμενα τέλη κυκλοφορίας, τότε το πρόστιμο που θα πλήρωνε ήταν το διπλάσιο του αρχικού ποσού.
Μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις προβλεπόταν ακόμα και η κατάσχεση του οχήματος, το οποίο στη συνέχεια εκποιείτο ώστε να καλυφθεί το οφειλόμενο ποσό.
Το 1920, την πρώτη χρονιά εφαρμογή του μέτρου, τα έσοδα του Ελληνικού Κράτους από την πληρωμή των τελών κυκλοφορίας ανήλθαν στις 179.000 δραχμές. Έξι χρόνια μετά και με τις πωλήσεις των αυτοκινήτων στην Ελλάδα να αυξάνονται εκθετικά, το ποσό αυτό άγγιξε τα 10 εκατομμύρια δραχμές.
Έναν αιώνα μετά, τα τέλη κυκλοφορίας βρίσκονται ακόμα εδώ με την ίδια ακριβώς εισπρακτική λογική, συνδράμουν κάθε χρόνο που περνά τον κρατικό κορβανά, εξασφαλίζοντας «ζεστό χρήμα» στα ταμεία της εκάστοτε κυβέρνησης.
Θεωρητικά τα τέλη κυκλοφορίας καταβάλλονται με σκοπό τη διαρκή βελτίωση, επέκταση και συντήρηση του οδικού δικτύου. Για τον ίδιο σκοπό άλλωστε καταβάλλονται και τα διόδια, ενώ τέλη, τα οποία θα μπορούσαν να ενισχύσουν την προσπάθεια αυτή, καταβάλλονται και στους δήμους.
Στην πράξη, βέβαια, είναι σχεδόν αδύνατον να ισχυριστεί κανείς ότι τα σχεδόν 8 δισεκατομμύρια ευρώ τα οποία εισπράττονται κάθε χρόνο από τα τέλη κυκλοφορίας καταλήγουν σε έργα συντήρησης ή αναβάθμισης του οδικού δικτύου.
Το συμπέρασμα, λοιπόν, είναι ότι τα τέλη κυκλοφορίας στην Ελλάδα και όπου αλλού επιβάλλονται αποτελεί μια επιπλέον φορολογική επιβάρυνση στους ιδιοκτήτες οχημάτων, η οποία έρχεται να προστεθεί όχι μόνον στους άμεσους αλλά και τους έμμεσους φόρους που καταβάλλονται και σχετίζονται με την κίνηση των οχημάτων.
Χαρακτηριστικότερο όλων, το παράδειγμα της φορολογίας στα υγρά καύσιμα, η οποία καθιστά την Ελλάδα πρωταθλήτρια στις τιμές της βενζίνης σε ολόκληρη την Ευρώπη.