Απέτυχε παταγωδώς στον εμπορικό στίβο το αυτοκίνητο που έγινε γνωστό ως το φθηνότερο στον κόσμο.
Στα μέσα της δεκαετίας του 2000 ο Ratan Tata, ο τότε πρόεδρος του ομώνυμου ινδικού κολοσσού πήρε τη απόφαση να δημιουργήσει και να κατασκευάζει ένα μικρό αυτοκίνητο, το οποίο θα ήταν προσιτό για το εισόδημα του μέσου Iνδού.
Μέσα από αυτή την ιδέα «γεννήθηκε» το Tata Nano, το «αυτοκίνητο του ινδικού λαού», όπως θα μπορούσε να το αποκαλέσει κανείς. Το Nano βρέθηκε στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος λόγω της εντυπωσιακά χαμηλής τιμής, με την οποία ήταν αρχικά διαθέσιμο στην εγχώρια αγορά της Ινδίας.
Το Nano παρουσιάστηκε επίσημα το 2007 και η τιμή εκκίνησής του ήταν λίγο χαμηλότερη από 1.000 ευρώ. Το λιλιπούτειο αυτοκίνητο κατασκευάστηκε με στόχο να προσελκύσει τους εκατοντάδες χιλιάδες Ινδούς αναβάτες μοτοσικλετών, οι οποίοι μετέφεραν με τα μικρού κυβισμού δίκυκλά τους -συνήθως έως 125 κ.εκ.- έως και τρία ακόμη άτομα ταυτόχρονα.
Η εναλλακτική που «πρότεινε» ο Ratan Tata στους συμπολίτες του στέφθηκε τελικά από απόλυτη εμπορική επιτυχία αφού ακόμη και την καλύτερη χρονιά στον τομέα των πωλήσεων, το Nano δεν κατάφερε να βρει περισσότερους από 75.000 αγοραστές, με αρχικό στόχο τουλάχιστον 250.000 πωλήσεις ετησίως.
Το Nano δεν κατάφερε να συγκινήσει τους Ινδούς αναβάτες αφού η τιμή του ήταν περίπου δύο φορές υψηλότερη από εκείνη μιας μικρού κυβισμού μοτοσυκλέτας, είχε δηλαδή μια αρκετά τσουχτερή τιμή για το τότε μέσο εισόδημα στην Ινδία.
Παράλληλα το microcar της Tata, είχε ποιότητα κατασκευής κάτω από τον μέσο όρο των μοντέλων στην Ινδία, δεν έδινε λύση στο κυκλοφοριακό χάος που επικρατεί στις ινδικές μεγαλουπόλεις, ενώ σε σχέση με μια μικρή μοτοσικλέτα δεν μπορούσε να κινηθεί με την ίδια ευχέρεια σε έναν κακοτράχαλο δρόμο.
Έτσι το πολυδιαφημισμένο Nano, το φθηνότερο αυτοκίνητο στον κόσμο των τελευταίων δεκαετιών σταμάτησε να παράγεται το 2017, με την τιμή του να έχει φτάσει παράλληλα λίγο κάτω από τα 3.000 ευρώ, λόγω των βελτιώσεων που είχε δεχτεί ώστε να γίνει πιο ελκυστικό αλλά και της αύξησης στο κόστος των πρώτων υλών που χρειάζονταν για την κατασκευή του.
Στην αύξηση της τιμής οδήγησε και ο πλήρης εκτροχιασμός στις οικονομίες κλίμακας που χρειαζόταν να δημιουργηθούν για να παραμείνει βιώσιμο το πρότζεκτ της Tata.