ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Αν δεν ψηφίσουν οι νεοδημοκράτες στον ΣΥΡΙΖΑ όπως έκαναν στο ΠΑΣΟΚ «δεν έχει γούστο»
prodeals

Κυβερνητικό «φρένο» στο Airbnb ως «δώρο» στους ξενοδόχους

«Μπλόκο» από την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Airbnb με πρόσχημα την στεγαστική πολιτική, σε τουριστικές περιοχές και στο κέντρο της Αθήνας, σαν «δώρο» στους ξενοδόχους. Σύμφωνα με πληροφορίες, η κυβέρνηση προωθεί περιορισμούς στην διάθεση ακινήτων για βραχυχρόνιες μισθώσεις σε περιοχές που θα χαρακτηριστούν «κορεσμένες» ακόμα και σε κατ΄εξοχήν τουριστικές περιοχές στο κέντρο της Αθήνας, όπως το Κουκάκι, του Μακρυγιάννη και η Πλάκα, αλλά και στα Χανιά, στη Ρόδο και στην Κέρκυρα. Η ρύθμιση που επεξεργάζεται η κυβέρνηση είναι να τεθεί περιορισμός σε καταχώρηση νέων ακινήτων στις πλατφόρμες της ΑΑΔΕ για τις βραχυχρόνιες μισθώσεις σε περιοχές που θα χαρακτηριστούν «κορεσμένες». Για τέτοιου είδους απόφαση πιέζουν εδώ και καιρό οι ξενοδόχοι, οι οποίοι ανέθεσαν έρευνα κατά παραγγελία για το θέμα σε συμβουλευτική εταιρεία η οποία «φωτογραφίζει» τουριστικές περιοχές και επικεντρώνεται σε αύξηση των ενοικίων υποτίθεται λόγω του Airbnb. Οι δε εκπρόσωποι των ξενοδόχων κάνουν δηλώσεις οι οποίες αφορούν την κοινωνική στέγη, μιλώντας για «αλλοίωση των περιοχών, και εκτόξευση των ενοικίων» λόγω του Airbnb, σαν να ενδιαφέρονται για την κοινωνική πολιτική και όχι για τα στενά επιχειρηματικά τους συμφέροντα τα οποία είναι τα μόνα που θα ωφεληθούν θεαματικά από ένα μπλόκο σε νέες βραχυχρόνιες μισθώσεις. Όπως επισημαίνουν άνθρωποι της αγοράς ακινήτων, αλλά και του ευρύτερου τουριστικού τομέα, πέραν του ξενοδοχειακού, ένα τέτοιο μέτρο το μόνο αποτέλεσμα που θα έχει είναι να αυξήσουν οι ξενοδόχοι τις τιμές τους, αλλά θα πληγεί το τουριστικό ρεύμα. Ενώ θα υπάρξουν και δυσμενείς επιπτώσεις στην αγορά ακινήτων και την ευρύτερη οικονομία, με πτώση της αξίας των ακινήτων, αλλά όχι των ενοικίων. Το μπλόκο σε νέα Airbnb θα αποτελέσει πλήγμα στην αγορά των ακινήτων, καθώς πιθανόν να ρίξει τις αξίες των ακινήτων. Χωρίς να επηρεαστούν τα ενοίκια, ενώ θα πλήξει και τον τουριστικό ρεύμα προς την Ελλάδα, αφού θα θα μειώσει τις διαθέσιμες κλίνες και το μόνο που θα συμβεί είναι ότι οι ξενοδόχοι θα ανεβάσουν τις τιμές τους. Το πλήγμα θα είναι μεγάλο ειδικά για την Αθήνα, που μόλις τώρα αρχίζει να αναδεικνύεται σε ανοδικό τουριστικό προορισμό, επ' ωφελεία της ευρύτερης οικονομίας. Καθώς από το τουριστικό ρεύμα συντηρούνται πολλές επιχειρήσεις στην εστίαση και σε διάφορους κλάδους. Χαμένος δηλαδή θα είναι ο ελληνικός τουρισμός, ο οποίος απέχει μακράν από εκείνον σε πόλεις όπως η Βαρκελώνη, όπου οι κάτοικοι διαμαρτύρονται για «υπερτουρισμό», σε αντίθεση με την Ελλάδα και ειδικά την Αθήνα, η οποία τώρα «χτίζεται» ως προορισμός. Οι ξενοδόχοι, όμως, πιέζουν για ρυθμίσεις που θα «μαντρώσουν» το τουριστικό ρεύμα στις δικές τους μονάδες, σε υψηλές τιμές χάρη στην «εξουδετέρωση» του airbnb με παροχή full service εντός ξενοδοχείου, χωρίς οι τουρίστες να αφήνουν πολλά στην τοπική οικονομία. Αυτός είναι και ο λόγος των παρεμβάσεων και αυτό μόνο θα είναι το αποτέλεσμα της παρέμβασης, εάν τελικά περάσει και ανακοινωθεί στη ΔΕΘ από τον πρωθυπουργό. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δέχεται εισηγήσεις για να παρουσιάσει μια τέτοια ρύθμιση ως ένα μέτρο στεγαστικής πολιτικής, ενώ στην πραγματικότητα είναι ένα «δώρο» στους ξενοδόχους οι οποίοι κάνουν εντατικό λόμπινγκ στην κατεύθυνση αυτή. Όμως είναι σχεδόν βέβαιο ότι ένα τέτοιο μέτρο δεν θα έχει αποτέλεσμα στα ενοίκια, ενώ ίσως να αποτελέσει και κίνητρο για να κινηθούν τα ακίνητα που θα προσφέρονται για βραχυχρόνια μίσθωση στην μαύρη αγορά. Αποστερώντας έσοδα από το δημόσιο ταμείο, αφού και οι προηγούμενες παρεμβάσεις στο θέμα του airbnb αποδείχθηκαν ατελέσφορες σε σχέση με τα ενοίκια και την προσφορά στέγης. Παράλληλα, εάν η ρύθμιση αυτή περάσει, θα αποτελέσει πλήγμα για τους ιδιοκτήτες ακινήτων και για διακριτική μεταχείριση σε βάρος πολλών από αυτούς, καθώς θα χάσουν τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν την περιουσία τους. Θα είναι το δεύτερο πλήγμα στην μικροιδιοκτησία, επ ωφελεία των μεγάλων και ισχυρών οικονομικών συμφερόντων, μετά την αύξηση του ορίου για την golden visa στις αγορές ακινήτων αξίας άνω των 800.000 ευρώ. Κάτι που ωφέλησε μόνο συγκεκριμένη κατηγορία πλούσιων ιδιοκτητών πανάκριβων ακινήτων αλλά και συγκεκριμένους μεσίτες που ειδικεύονται στην αγορά αυτή.

ΓΣΕΒΕΕ: Το 30% των επιχειρήσεων βρίσκεται χωρίς ταμειακά αποθέματα

Τρεις στις δέκα επιχειρήσεις καταγράφουν μηδενικά ταμειακά αποθέματα, μείωση ή στασιμότητα τζίρου, αλλά και αύξηση του κόστους λειτουργίας. Αυτά τα στοιχεία περιγράφει η εξαμηνιαία έρευνα του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ. Σύμφωνα με την οποία, το 29,6% των επιχειρήσεων δεν έχει καθόλου ρευστά διαθέσιμα ενώ για το 22,5% επαρκούν το πολύ για έναν μήνα (22,5%). Επιπλέον, επισημαίνεται οι επιπτώσεις από το πληθωριστικό κύμα των τελευταίων ετών είναι εμφανείς στην αύξηση του λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων το οποίο, με βάση τα ευρήματα της έρευνας, έχει αυξηθεί μεσοσταθμικά κατά 37,4%. Ιδιαίτερα υψηλό παραμένει και το ποσοστό των επιχειρήσεων με καθυστερημένες-ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις (29%). Για τις επιχειρήσεις αυτές, τα προβλήματα ρευστότητας είναι εντονότερα και, αντιστρόφως, ασθενέστερη η δυνατότητά τους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους και να ξεφύγουν από τον φαύλο κύκλο της υπερχρέωσης. Στα θετικά ευρήματα συμπεριλαμβάνεται η συνεχιζόμενη αύξηση της απασχόλησης, καθώς το ισοζύγιο των επιχειρήσεων που μετέβαλαν το προσωπικό τους κατά το Α΄εξάμηνο του 2024 παρέμεινε θετικό. Θετικές είναι, επίσης, οι εκτιμήσεις και για το δεύτερο εξάμηνο του 2024, καθώς το 9,2% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι θα αυξήσει το προσωπικό, έναντι 6,0 % που δήλωσε ότι θα το μειώσει. Παρά, ωστόσο, τα θετικά ευρήματα για την απασχόληση, περισσότερες από 1 στις 3 επιχειρήσεις δήλωσαν ότι αντιμετωπίζουν δυσκολίες εξεύρεσης προσωπικού. Τέλος, επιδείνωση καταγράφεται στον δείκτη βιωσιμότητας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, καθώς το 3,2% κινδυνεύει με άμεση διακοπή της δραστηριότητάς του. Δείκτης οικονομικού κλίματος Ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων παρουσιάζει σημαντική επιδείνωση, υποχωρώντας κατά 14,3 μονάδες σε σχέση με το προηγούμενο εξάμηνο. Συγκεκριμένα, διαμορφώνεται στις 49,6 μονάδες από τις 63,9 που ήταν το Β΄εξάμηνο του 2023. Ο Δείκτης Προσδοκιών των ΜμΕ υποχωρεί στις μόλις 55 μονάδες, εμφανίζοντας πτώση 8,9 μονάδων σε σχέση με το προηγούμενο εξάμηνο, αποτυπώνοντας την έντονη ανησυχία των επιχειρήσεων για την πορεία της οικονομίας και τη βιωσιμότητά τους. Κύκλος εργασιών Σημαντική είναι η επιδείνωση στον κύκλο εργασιών των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων σε σύγκριση με ολόκληρο το 2023 αλλά και το δεύτερο εξάμηνο του 2022. Σχετιζόμενη, προφανώς, με τη μακρόχρονη κρίση ακρίβειας και εξασθένησης της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών. Το ποσοστό των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων που σημειώνουν αύξηση του κύκλου εργασιών τους περιορίζεται σε μόλις 20,5% επί του συνόλου, έναντι των μισών περίπου που δήλωσαν μείωση του κύκλου εργασιών (46,2%). Παρατηρείται μια θετική σχέση του κύκλου εργασιών με το μέγεθος των επιχειρήσεων. Δηλαδή, όσο μεγαλύτερο είναι το μέγεθος της επιχείρησης, τόσο καλύτερες είναι και οι επιδόσεις ως προς τον κύκλο εργασιών. Ειδικότερα, το 47,6% των επιχειρήσεων με προσωπικό 10 άτομα και άνω δήλωσε ότι ο κύκλος εργασιών του αυξήθηκε το Α΄εξάμηνο του 2024, έναντι του 23,3% των πολύ μικρών επιχειρήσεων (1-9 εργαζόμενους) και 10,2% των επιχειρήσεων χωρίς προσωπικό. Τομεακά, η μεγαλύτερη επιδείνωση καταγράφεται στις εμπορικές επιχειρήσεις, με το 57,9% αυτών να δηλώνουν μείωση του κύκλου εργασιών το Α΄εξάμηνο του 2024. Αποτελέσματα χρήσης Περίπου 6 στις 10 επιχειρήσεις (56,2%) δήλωσαν ότι είχαν κέρδη το 2023, ποσοστό αυξημένο σε σχέση με το 2022 (51%). Από την άλλη μεριά, το 21% των επιχειρήσεων δήλωσε ζημίες (22,4% το αντίστοιχο ποσοστό το 2022), ενώ το 14,8% των επιχειρήσεων δήλωσε πως δεν είχε ούτε κέρδη, ούτε ζημίες (16,1% το αντίστοιχο ποσοστό το 2022). Όσον αφορά στις ατομικές επιχειρήσεις περίπου 1 στις 2 έκλεισαν με κέρδη το 2023. Αυτό σημαίνει ότι τουλάχιστον οι μισές ατομικές επιχειρήσεις κλήθηκαν να πληρώσουν αυξημένο φόρο για το 2023, αφού πλέον η φορολογία τους υπολογίζεται με βάση τον νέο τεκμαρτό τρόπο. Ρευστότητα – Ταμειακά διαθέσιμα Η έλλειψη ρευστότητας παραμένει ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων, αντανακλώντας τη διαχρονικά περιορισμένη πρόσβασή τους σε χρηματοδοτικές πηγές, είτε για κεφάλαια κίνησης, είτε για επενδύσεις. Για το πρώτο εξάμηνο του 2024 καταγράφεται μείωση της ρευστότητας για σχεδόν 6 στις 10 επιχειρήσεις (55,9%). Περισσότερες από τις μισές επιχειρήσεις δεν έχουν (29,6%) ή έχουν το πολύ για ένα μήνα (22,5%) ταμειακά διαθέσιμα, αντικατοπτρίζοντας το πρόβλημα ρευστότητας που αντιμετωπίζει ένας αρκετά μεγάλος αριθμός μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων. Η ταμειακή επάρκεια των επιχειρήσεων συσχετίζεται με το μέγεθός τους, καθώς οι μικρότερες επιχειρήσεις εμφανίζουν σημαντικά μεγαλύτερη έλλειψη ρευστών διαθεσίμων από ό,τι οι μεγαλύτερες. Ειδικότερα, το 40,49% των επιχειρήσεων χωρίς προσωπικό δήλωσε ότι δεν έχει ταμειακά διαθέσιμα, ενώ το ποσοστό αυτό μειώνεται όσο αυξάνεται το μέγεθος της επιχείρησης, αντιστοιχώντας στο 24,89% των πολύ μικρών επιχειρήσεων (1-9 εργαζόμενους) και στο 14,29% των επιχειρήσεων με προσωπικό από 10 άτομα και άνω. Σοβαρό πρόβλημα ρευστότητας φαίνεται να αντιμετωπίζει το 35,1% των εμπορικών επιχειρήσεων, το 26,4% των επιχειρήσεων στον τομέα των υπηρεσιών και το 26% των επιχειρήσεων στον τομέα της μεταποίησης. Δεδομένου ότι τα προαναφερόμενα ποσοστά αφορούν σε επιχειρήσεις με μηδενικά ρευστά διαθέσιμα. Ιδιαίτερα δυσμενή είναι τα στοιχεία για τις επιχειρήσεις εστίασης, καθώς το ποσοστό εκείνων που δεν έχουν καθόλου ταμειακά διαθέσιμα ανέρχεται στο 30% και εκείνων που τα διαθέσιμά τους επαρκούν το πολύ για έναν μήνα ανέρχεται στο 37,1%. Απασχόληση Στην απασχόληση το ισοζύγιο των επιχειρήσεων που μετέβαλαν το προσωπικό τους παρέμεινε θετικό. Συγκεκριμένα, το πρώτο εξάμηνο του 2024, οι επιχειρήσεις οι οποίες δήλωσαν ότι αύξησαν το προσωπικό τους αντιστοιχούν στο 10,3%, έναντι 6,6,% που δήλωσε ότι το μείωσε. Θετικές είναι οι εκτιμήσεις και για το δεύτερο εξάμηνο του 2024, καθώς το 9,2% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι θα αυξήσει το προσωπικό, έναντι 6,0 % που δήλωσε ότι θα το μειώσει. Το σύνολο των κλάδων της ελληνικής οικονομίας παρουσίασε θετικό ισοζύγιο, με τον κλάδο της μεταποίησης-βιοτεχνίας να παρουσιάζει τη μεγαλύτερη αύξηση ως προς την απασχόληση (15,1% των επιχειρήσεων δήλωσαν ότι αύξησαν το προσωπικό τους, έναντι 7,3% που δήλωσαν ότι το μείωσαν), αντιστρέφοντας, μάλιστα, το πρόσημό του από αρνητικό που ήταν κατά το προηγούμενο εξάμηνο σε θετικό. Οι επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών άνω των 300.000 € και άνω των πέντε (5) ατόμων προσωπικό συνεχίζουν να παρουσιάζουν τη θετικότερη σχέση αύξησης/μείωσης εργαζομένων. Κενές θέσεις εργασίας Σημαντικό εύρημα της έρευνας αποτελεί το αρνητικό ισοζύγιο που αποτυπώνεται όσον αφορά το ερώτημα κατά πόσον οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν πρόβλημα στην εξεύρεση εργαζομένων, αναδεικνύοντας δομικά προβλήματα στην ελληνική αγορά εργασίας, όπως αυτό της «αναντιστοιχίας δεξιοτήτων». Πιο συγκεκριμένα, στο ερώτημα αυτό το 35,2% των επιχειρήσεων απάντησε ότι αντιμετωπίζει πρόβλημα, έναντι 34,6% που απάντησε ότι δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα. Αναφορικά με τις ειδικότητες που παρουσιάζουν έλλειψη στην αγορά εργασίας, οι ειδικευμένοι τεχνίτες/χειριστές μηχανημάτων (37,1%), οι εργάτες/βοηθοί μαστόρων και το προσωπικό καθαριότητας (17,9%). Καθώς και οι ειδικότητες που σχετίζονται με τον τομέα του τουρισμού και της εστίασης (σερβιτόροι, μάγειρες και ζαχαροπλάστες) (13,2%) αποτελούν, κατά σειρά προτεραιότητας, τις τρεις σημαντικότερες κατηγορίες. Σε κλαδικό επίπεδο, η πλειονότητα των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν πρόβλημα στην εξεύρεση εργαζομένων ανήκουν στη μεταποίηση. Αναφορικά με τους κυριότερους παράγοντες για τη έλλειψη προσωπικού στην αγορά εργασίας, οι επικρατέστερες απαντήσεις, σύμφωνα με τις επιχειρήσεις, αφορούν με σειρά προτεραιότητας τις μη ανταγωνιστικές αμοιβές (41,3%), την επιδοματική πολιτική της κυβέρνησης (36,9%), καθώς και την έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού (35,4%), ενώ σημαντικό είναι και το ποσοστό των επιχειρήσεων που έδωσε ως απάντηση τη μετανάστευση εργαζομένων σε άλλες χώρες (18,8%). Σε επίπεδο μεγέθους, οι μικρότερες επιχειρήσεις, με ετήσιο τζίρο έως 50.000 € και χωρίς προσωπικό θεωρούν ότι ο κυριότερος λόγος δυσκολίας εύρεσης εργαζομένων είναι οι μη ανταγωνιστικές αμοιβές (50,0%), ενώ στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις (4-5 άτομα και άνω των 5 ατόμων) η δημοφιλέστερη απάντηση είναι η έλλειψη εξειδίκευσης (47,5% και 44,8% αντίστοιχα). Ο τομέας της μεταποίησης αποτελεί τον κλάδο στον οποίον η κυριότερη αιτία δυσκολίας εύρεσης εργαζομένων θεωρείται η έλλειψη ειδικευμένου προσωπικού (42,2%). Σε γεωγραφικό επίπεδο, η έλλειψη ειδικευμένου προσωπικού θεωρείται ως ο κυριότερος λόγος δυσκολίας εύρεσης εργαζομένων στη Βόρεια Ελλάδα, καθώς και στα Νησιά Αιγαίου και την Κρήτη, ενώ το υψηλότερο ποσοστό επιχειρήσεων που θεωρεί ως βασικό λόγο δυσκολίας εύρεσης προσωπικού τις μη ανταγωνιστικές αμοιβές σημειώνεται στην περιοχή της Αττικής. Ζήτηση – Παραγγελίες Η ζήτηση το πρώτο εξάμηνο του 2024 υπολείπεται σημαντικά ολόκληρου του 2023, με μόλις 1 στις 5 επιχειρήσεις (20,4%) να δηλώνει αύξηση της ζήτησης, έναντι περίπου των μισών επιχειρήσεων (45,7%) που δηλώνουν μείωση της ζήτησης. Το μεγαλύτερο ποσοστό μείωσης της ζήτησης εντοπίζεται στις επιχειρήσεις του εμπορίου (58,9%), έναντι μόλις 12,4% που δηλώνει αύξηση. Αντίστοιχα, συνολικά αρνητική φαίνεται να είναι και η εικόνα των παραγγελιών των επιχειρήσεων προς τους προμηθευτές τους. Για το πρώτο εξάμηνο του 2024 καταγράφηκε αύξηση των παραγγελιών μόλις για το 17,2% των επιχειρήσεων και μείωση των παραγγελιών για το 47,3%. Επενδύσεις Περισσότερες από 1 στις 3 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις (34,1%) πραγματοποίησε κάποιας μορφής επένδυση κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024, διατηρώντας τον αριθμό των επιχειρήσεων που πραγματοποίησαν επενδύσεις σε υψηλά ποσοστά. Το 22,8% των επιχειρήσεων πραγματοποίησε επενδύσεις σε τεχνολογικό εξοπλισμό και ψηφιακές τεχνολογίες, το 12,8% επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό και λοιπά μηχανήματα, το 8,6% σε κτιριακές εγκαταστάσεις και λοιπό εξοπλισμό και το 6,7% σε κατάρτιση και εκπαίδευση προσωπικού, ποσοστά μειωμένα σε σχέση με το προηγούμενο κύμα της έρευνας. Παρά το ότι ένα υψηλό ποσοστό επιχειρήσεων δήλωσε ότι έχει πραγματοποιήσει επενδύσεις, αυτές ήταν μικρής κλίμακας. Πάνω από τις μισές επιχειρήσεις (56,2%) που επένδυσαν, διέθεσαν κεφάλαια έως 5.000 €. Το ζήτημα της πρόσβασης σε χρηματοδότηση για επενδύσεις εξακολουθεί να είναι σοβαρό. Συγκεκριμένα, σχεδόν 9 στις 10 επιχειρήσεις (87,4%) που επένδυσαν, χρησιμοποίησαν δικά τους κεφάλαια. Το 5,8% κάλυψε τις επενδύσεις μέσω χρηματοδοτικών προγραμμάτων (ΕΣΠΑ), ενώ μόλις το 2,9% χρηματοδοτήθηκε μέσω τραπεζικού δανεισμού. Τιμές Περίπου 1 στις 3 επιχειρήσεις αύξησε τις τιμές της το Α΄εξάμηνο του 2024, ποσοστό που βαίνει μειούμενο σε σύγκριση με τις προηγούμενες έρευνες. Σε κλαδικό επίπεδο, το μεγαλύτερο ποσοστό επιχειρήσεων που δήλωσαν αύξηση τιμών είναι οι επιχειρήσεις του κλάδου του εμπορίου (37,1%), με τους κλάδους της μεταποίησης – βιοτεχνίας και τον κλάδο των υπηρεσιών να ακολουθούν με μικρές διαφοροποιήσεις (31,3% και 30,1% αντίστοιχα). Σε πολιτική αύξησης τιμών προσανατολίζονται κυρίως οι επιχειρήσεις με μεγαλύτερο κύκλο εργασιών (ετήσιος κύκλος εργασιών άνω των 100.000), από τις οποίες 1 στις 4 περίπου δηλώνει πρόθεση αύξησης, έναντι 1 στις 5 μικρότερου κύκλου εργασιών (ετήσιος κύκλος εργασιών μικρότερος των 100.000€). Αντίστοιχη είναι η εικόνα ανάλογα και με το μέγεθος της επιχείρησης, με τις μικρότερες σε μέγεθος επιχειρήσεις να φαίνεται να καταβάλλουν προσπάθειες σε μεγαλύτερο βαθμό όχι μόνο να διατηρήσουν αμετάβλητες τις τιμές τους, αλλά και να τις μειώσουν. Επιπτώσεις ανατιμήσεων – Αύξηση λειτουργικού κόστους Ως προς το κόστος λειτουργίας, σχεδόν 9 στις 10 επιχειρήσεις (89,8%) δήλωσαν ότι το κόστος λειτουργίας τους αυξήθηκε. Για την πλειονότητα των επιχειρήσεων (47,6%), η αύξηση του λειτουργικού κόστους κυμαίνεται μεταξύ 11%-30%. Μεσοσταθμικά, το κόστος λειτουργίας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων αυξήθηκε από την έναρξη της ενεργειακής κρίσης κατά 37,4%. Τομεακά, το λειτουργικό κόστος των εμπορικών επιχειρήσεων αυξήθηκε μεσοσταθμικά κατά 34%, στη μεταποίηση κατά 44,1% και στις υπηρεσίες κατά 36,4%. Υποχρεώσεις-οφειλές Η κατάσταση σχετικά με τα ποσοστά μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων με καθυστερημένες οφειλές παρουσιάζει ελαφρά βελτίωση. Ωστόσο, το ποσοστό των επιχειρήσεων που δυσκολεύονται να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους παραμένει ιδιαίτερα υψηλό, με το 29% να έχει τουλάχιστον μία ληξιπρόθεσμη οφειλή, παρουσιάζοντας μια μικρή μείωση σε σχέση με το προηγούμενο ποσοστό του 30,6%. Οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις με 3 ή περισσότερες ληξιπρόθεσμες οφειλές παραμένουν σταθερές στο 10,1%. Υπάρχει μικρή μείωση στο ποσοστό των επιχειρήσεων με 2 καθυστερημένες οφειλές (7,1% σε σύγκριση με 7,4% το προηγούμενο εξάμηνο) και βελτίωση στο ποσοστό των επιχειρήσεων με 1 ληξιπρόθεσμη οφειλή (11,8% έναντι 13,1% το προηγούμενο εξάμηνο). Οι επιχειρήσεις εστίασης φαίνεται να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υπερχρέωσης, με το 21,4% να έχει τρεις ή περισσότερες ληξιπρόθεσμες οφειλές, ενώ το 38,6% έχει τουλάχιστον μία ληξιπρόθεσμη οφειλή. Επίσης, σημαντικά προβλήματα υπερχρέωσης αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις χωρίς προσωπικό (38%) και όσες έχουν ετήσιο κύκλο εργασιών έως 50.000 € (37,5%). Τα υψηλότερα ποσοστά των υποχρεώσεων των επιχειρήσεων με καθυστερημένες οφειλές εντοπίζονται να είναι προς τον πρώην ΟΑΕΕ (13,9%), την εφορία (12,7%) και τους προμηθευτές (11,8%). Ωστόσο, η πρόβλεψη αυτών των επιχειρήσεων για τη δυνατότητα αποπληρωμής των υποχρεώσεών τους αφορά τις υποχρεώσεις ενοικίου, σε ποσοστό 12,5%. Το 43,1% των οφειλετών συγκεντρώνονται στην χαμηλότερη κατηγορία με οφειλές ως 10.000€. Στην υψηλότερη κατηγορία ανήκει το 7,9% των επιχειρήσεων, με οφειλές άνω των 100.000 €. Δείκτες αβεβαιότητας και βιωσιμότητας Η απαισιοδοξία στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις σχετικά με τη μελλοντική τους βιωσιμότητα ενισχύθηκε οριακά, καθώς ο δείκτης αβεβαιότητας ανήλθε στις 36,6 μονάδες, καταγράφοντας αύξηση 0,9 μονάδων σε σχέση με το προηγούμενο εξάμηνο. Αντίστοιχα, ελαφρά ενισχυμένη είναι η απαισιοδοξία και ως προς τον δείκτη βιωσιμότητας, καθώς το 3,2% των επιχειρήσεων εκφράζει τον φόβο για διακοπή της δραστηριότητάς του το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, έναντι του 2,2% που ήταν τον Φεβρουάριο του 2024. Σκιαγραφώντας το προφίλ των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν τις σοβαρότερες δυσκολίες και κινδυνεύουν άμεσα με λουκέτο, αυτές είναι οι επιχειρήσεις με καθυστερημένες υποχρεώσεις, ιδίως εκείνες που είναι υπερχρεωμένες προς το Δημόσιο, οι επιχειρήσεις χωρίς προσωπικό, οι επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών έως 50.000 € και οι ατομικές επιχειρήσεις.

Η Cenergy προχωρά σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου για τη δημιουργία μονάδας παραγωγής καλωδίων στο Μέριλαντ των ΗΠΑ

«Θόρυβο» σήκωσε η απόφαση της Cenergy (όμιλος VIOHALCO) να συμπεριλάβει στις επιλογές της αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ύψους 200 εκατ. ευρώ προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η επένδυση για τη δημιουργία μονάδας παραγωγής καλωδίων στο Μέριλαντ των ΗΠΑ. Χθες η μετοχή αντέδρασε θετικά ξεπερνώντας το αρχικό μούδιασμα (στην αγορά για κάποιο λόγο πολλοί ανέμεναν placement), ενώ η διοίκηση μιλώντας στους αναλυτές φώτισε πολλές πλευρές του στρατηγικού σχεδιασμού. Αρχικά, χρησιμοποιήθηκε συχνά η λέξη πιθανή ή ενδεχόμενη ΑΜΚ, κάτι που οδηγεί στο συμπέρασμα πως πιθανό να υπάρχει και plan B. Θα απαιτηθεί απόφαση των μετόχων και υπάρχει μια ημερομηνία στον ορίζοντα, η 2α Οκτωβρίου για τη σύγκληση γενικής συνέλευσης. Από εκεί και πέρα η ΑΜΚ θα γίνει μέσω μέσω ιδιωτικής τοποθέτησης με τη διαδικασία του βιβλίου προσφοράς (book building process) με μοναδικό παγκόσμιο συντονιστή της διαδικασίας την Goldman Sachs και αναδόχους τις HSBC και Alpha Bank. Το γιατί ήταν χθες τόσο προσεκτικοί στη Cenergy με τις διατυπώσεις ομολογώ ότι δεν το κατάλαβα, καθώς η πληροφόρηση που έχει η στήλη είναι ότι οι ανακοινώσεις για την ΑΜΚ δεν έγιναν χωρίς προηγουμένως να έχει ληφθεί η κατάλληλη πρόνοια....και η αύξηση κεφαλαίου. Η Cenergy προτίθεται να προβεί σε κατανομή νέων μετοχών κατά προτεραιότητα σε υφιστάμενους μετόχους μειοψηφίας που θα συμμετάσχουν στην ΑΜΚ. Η μητρική ΒΙΟΧΑΛΚΟ που κατέχει ποσοστό 79,78% ειπώθηκε χθες στη τηλεδιάσκεψη πως αναμένεται να ανοίξει το δρόμο προκειμένου να εισέλθουν νέοι επενδυτές και να διευρυνθεί η μετοχική βάση της Cenergy. Από εκεί και πέρα η διοίκηση χαρακτήρισε χαμηλού ρίσκου την επένδυση λόγω των φορολογικών κινήτρων από την πολιτεία, της αγοράς της γης και της αξιοποίησης υφιστάμενου εξοπλισμού, με πολύ μεγάλες προοπτικές λόγω της μεγάλης ανάγκης για εκσυγχρονισμό δικτύων και της αυξανόμενης ζήτησης για ηλεκτρική ενέργεια. Την ίδια στιγμή το ανεκτέλεστο της εταιρείας βρίσκεται σε επίπεδα ρεκόρ, στα 3,38 δισ. ευρώ (προ 3ετίας ήταν μόλις στο 1 δισ.) και με τις προοπτικές αυτές η διοίκηση αναθεώρησε το guidance για το EBITDA του 2024 μεταξύ 245 και 265 εκατ. ευρώ, από 230-250 εκατ. ευρώ, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι ωφέλειες από την επένδυση στις ΗΠΑ καθώς η μονάδα θα ξεκινήσει να λειτουργεί το τέλος του 2027.

Σε αναμένα «κάρβουνα» για το ελληνόκτητο φλεγόμενο «Sounion»: Μπορεί να προκαλέσει την μεγαλύτερη οικολογική καταστροφή

Ανησυχητικά και απρόβλεπτα εξελίσσεται η υπόθεση του δεξαμενόπλοιου “Sounion”, ιδιοκτησίας του εφοπλιστή Διαμαντή Διαμαντίδη, το οποίο φλέγεται ακυβέρνητο στην Ερυθρά Θάλασσα μετά το το χτύπημα με πύραυλο που δέχθηκε από τους Χούθι στις 23 Αυγούστου. Σύμφωνα με χθεσινό δημοσίευμα των FT οι Χούθι μετά τη διάσωση του πληρώματος προκάλεσαν πυρκαγιά στο πλοίο τοποθετώντας εκρηκτικά στα καταστρώματα. Ο επικεφαλής του ναυτιλιακού κλάδου των Ηνωμένων Εθνών, Α. Ντομίνκεζ δήλωσε στους FT «τρομερά ανήσυχος» για τον κίνδυνο να προκληθεί πετρελαιοκηλίδα, το Πεντάγωνο την Τρίτη έκανε λόγο για περιορισμένη διαρροή και προειδοποίησε για κίνδυνο μεγάλης πετρελαιοκηλίδας, ενώ η Ευρωπαϊκή ναυτική δύναμη περιέγραψε το πλοίο «ως σοβαρή και επικείμενη απειλή» αν και δεν πιστεύει ότι έχει ξεκινήσει η διαρροή. Το “Sounion” μεταφέρει 150.000 τόνους ιρακινό πετρέλαιο και κατά τους FT είναι πιθανόν να προκληθεί η μεγαλύτερη περιβαλλοντική καταστροφή από αυτήν του τάνκερ “Sanchi” το 2018. Στην περίπτωση του “Sanchi” (μετέφερε 136.000 τόνους) μόνον από την απώλεια πλοίου και εμπορεύματος η ζημία έφτασε τα 110 εκατ. δολάρια, χωρίς να υπολογίζουμε το κόστος της οικολογικής καταστροφής που προκλήθηκε. Αν τελικά πράγματι κατά τις επόμενες μέρες σταθεί δυνατόν να ρυμουλκηθεί το πλοίο, οι περιβαλλοντικές και οικονομικές επιπτώσεις ελαχιστοποιούνται δραστικά.