Η Ελλάδα παραμένει μια ακριβή χώρα για τυποποιημένα προϊόντα σουπερμάρκετ, με κατά μέσο όρο 10% υψηλότερες τιμές σε σύγκριση με την Ευρωζώνη, όπως συμπεραίνει η μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ). Στην έρευνα αναφέρεται επίσης πως υπάρχει δυνατότητα περαιτέρω βελτίωσης με παρεμβάσεις οι οποίες αυξάνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των προμηθευτών, επιφέρουν αλλαγές στη δομή της αγοράς των λιανεμπόρων και – σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα – έχουν στόχο μέσω της εκπαίδευσης να οδηγήσουν σε αυξημένο καταναλωτικό αλφαβητισμό. Η ΤτΕ υπογραμμίζει και πως για ένα μεγάλο μέρος μη επεξεργασμένων ειδών διατροφής και υπηρεσίες, τα οποία είναι εξίσου σημαντικά για τους καταναλωτές με τα επώνυμα τυποποιημένα προϊόντα σουπερμάρκετ και είναι ως επί το πλείστον εγχωρίως παραγόμενα, η Ελλάδα είναι μεταξύ των χωρών με τις χαμηλότερες τιμές. Η ΤτΕ αναλύει τα προϊόντα στα οποία η Ελλάδα είναι η πιο ακριβή χώρα μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης, όπως αλεσμένος καφές, βούτυρο, μαργαρίνη, γάλα μακράς διάρκειας έξτρα παστεριωμένο (UHT), χαρτοπετσέτες, χαρτί υγείας, οδοντόκρεμα και ανθρακούχο νερό. Φέρνει ως παράδειγμα την τιμή του αλεσμένου καφέ στην Ελλάδα που είναι 50% υψηλότερη από το μέσο όρο της ευρωζώνης. Αν προσαρμόσουμε τη δομή της αγοράς του παραγωγού ώστε να εξομοιώνεται με το μέσο όρο της ευρωζώνης, η διαφορά της τιμής θα μειωθεί κατά 7%. Επιπλέον, αν οι Έλληνες καταναλωτές κατανάλωναν τις ίδιες ποσότητες αλεσμένου καφέ όπως στη ζώνη του ευρώ και αγόραζαν παρόμοιες (μεγαλύτερες) συσκευασίες, η διαφορά της τιμής θα μειωνόταν κατά επιπλέον 15%. Τέλος, αν η δομή της αγοράς λιανικής στην Ελλάδα, τόσο ως προς τον καταναλωτή (υψηλότερος τοπικός ανταγωνισμός) όσο και ως προς τον παραγωγό (μεγαλύτερη διαπραγματευτική ισχύς των λιανεμπόρων), ήταν παρόμοια με αυτή της ευρωζώνης, η μέση διαφορά τιμής θα μειωνόταν κατά 13% ακόμη. Το ανερμήνευτο μέρος της διαφοράς τιμής του αλεσμένου καφέ (15%), δηλ. το μέρος εκείνο που δεν μπορεί να ερμηνευθεί με βάση την παραπάνω ανάλυση, είναι κατά πολύ μικρότερη από το αρχικώς παρατηρούμενο 50%. Γενικά, για όλα τα προϊόντα η δυνητική μείωση των διαφορών των τιμών στην Ελλάδα είναι σημαντική, με τη μεγαλύτερη μείωση να παρατηρείται στο ανθρακούχο νερό, ήτοι 48 ποσοστιαίες μονάδες. Κατά μέσο όρο, οι διαφορές των τιμών θα υποδιπλασιάζονταν, από 61% σε 31%. Δηλαδή, η βελτίωση των συνθηκών ανταγωνισμού στην αγορά του παραγωγού θα συμπίεζε τις διαφορές τιμών σε σύγκριση με τη ζώνη του ευρώ. Όμως αισθητή μείωση στις διαφορές των τιμών θα προερχόταν επίσης από τη βελτίωση της δομής της αγοράς λιανικής, μέσω της αύξησης τόσο του τοπικού ανταγωνισμού ως προς τον καταναλωτή όσο και της διαπραγματευτικής ισχύος των λιανεμπόρων απέναντι στους παραγωγούς, π.χ. με τη δημιουργία ενώσεων λιανεμπόρων. Τέλος, οι διαφορές τιμών θα ήταν μικρότερες σε περίπτωση αλλαγών στη συμπεριφορά των καταναλωτών. Η δυνητική μείωση των διαφορών των τιμών είναι μεγάλη, η αιτία όμως είναι ότι τα προϊόντα στα οποία η Ελλάδα είναι η πιο ακριβή χώρα στη ζώνη του ευρώ δεν είναι τα πιο αντιπροσωπευτικά από τη σκοπιά των καταναλωτών. Η ίδια ανάλυση εστιάζοντας σε ένα σύνολο προϊόντων με τα υψηλότερα μερίδια στις συνολικές πωλήσεις στην Ελλάδα, που είναι περισσότερο αντιπροσωπευτικό του καλαθιού του Έλληνα καταναλωτή δείχνει μία άλλη όψη. Τα αποτελέσματα για τις 11 κατηγορίες προϊόντων με τα υψηλότερα μερίδια στις συνολικές πωλήσεις.