Με κοινή δήλωση τους ο πρόεδρος του ΑΚΚΕΛ Βάκης Τσιομπανίδης και ο πρόεδρος της ΔΙΚΑΙΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Γαβριήλ Αβραμίδης κατηγορούν τον πρωθυπουργό για το θέμα των υποχρεωτικών εμβολιασμών.
Για το θέμα αυτό, όπως είναι γνωστό, στις 16/7/2021 το ΑΚΚΕΛ απέστειλε επιστολή προς την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ursula von der Leyen και την ενημέρωσε για τον σχεδιαζόμενο υποχρεωτικό εμβολιασμό, καθώς και για τους απαράδεκτους και πρωτοφανείς διαχωρισμούς εμβολιασμένων και μη στα καταστήματα που θυμίζει άλλες εποχές και αγγίζει τα όρια του κοινωνικού ρατσισμού.
Οι συνεργαζόμενοι πρόεδροι, Βάκης Τσιομπανίδης (ΑΚΚΕΛ) και Γαβριήλ Αβραμίδης (ΔΙΚΑΙΗ ΕΛΛΑΔΑ) δήλωσαν τα εξής:
«Η ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία που έχει η κυβέρνηση δε σημαίνει πως μπορεί να λειτουργεί με αντιδημοκρατική υστερία και αυταρχισμό απέναντι στον λαό και να νομοθετεί κόντρα στο Σύνταγμα με την λογική του “αποφασίζωμεν και διατάσσωμεν”. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη με τις αντιφάσεις της, τις παλινωδίες, τις υπερβολές και τους παραλογισμούς της, έχοντας αποτύχει να πείσει την πλειονότητα των πολιτών να εμβολιαστούν εφαρμόζει την τακτική “όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος” νομοθετώντας όχι απλά κόντρα στο λαϊκό αίσθημα και την κοινή λογική, αλλά και κόντρα σε διεθνείς συμβάσεις.
Παραβιάζει το Σύνταγμα, τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης και τη σύμβαση του Οβιέδο επιβάλλοντας την παύση μισθοδοσίας και τη διακοπή των ασφαλιστικών δικαιωμάτων των μη εμβολιασμένων πολιτών στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Η σύμβαση του Οβιέδο καθιερώνει τη συναίνεση ως αυτοτελές δικαίωμα. Δεν μπορεί να γίνει καμία επέμβαση στο σώμα κανενός ανθρώπου, παρά τη θέλησή του.
Η ψήφιση της επίμαχης τροπολογίας με τις ψήφους της ΝΔ και του ΚΙΝΑΛ αποτελεί ένα νομοθετικό έκτρωμα αντιδημοκρατικής έμπνευσης.
Με το άρθρο 1 επιβάλλεται στους εμβολιασμένους, όπου εργάζονται να επιδεικνύουν το πιστοποιητικό εμβολιασμού τους η το πιστοποιητικό νόσησης από covid-19. Αυτό βέβαια παραβιάζει ευθέως τον νόμο για τα προσωπικά δεδομένα. Στο άρθρο 3 γίνεται καταπάτηση του άρθρου 5 παράγραφος 5 του συντάγματος με τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των υγειονομικών, με το επιχείρημα πως κινδυνεύει από αυτούς η δημόσια υγεία. Είναι γνωστό όμως, πως και οι εμβολιασμένοι μεταδίδουν τον ιό, όπως έχει αποδειχθεί. Με τα 150άρια της ντροπής, “κίνητρο” στους νέους να εμβολιαστούν και με την επιβολή εμβολιασμού σε ειδικές ομάδες, που προβλέπονται από την ψηφισμένη τροπολογία και που μπορεί να διευρύνει με απόφαση του ο υπουργός υγείας, αλλά και με την πρόθεση να εμβολιάσουν μαθητές και φοιτητές, οι οποίοι δεν κινδυνεύουν να νοσήσουν, δείχνουν μια ακατανόητη εμμονή.
Αδυνατούμε πράγματι να εξηγήσουμε την εμμονή του πρωθυπουργού για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό του πληθυσμού της Ελλάδος. Ο πρωθυπουργός ο οποίος αρνείται να φέρει το ρωσικό εμβόλιο για να μη πέσει η κυβέρνηση του, που δεν έφερε από τις ΗΠΑ τα μονοκλωνικά αντισώματα για θεραπεία των ασθενών και θα σώζονταν χιλιάδες ζωές κάτι το οποίο εμείς το ζητάμε από την έναρξη της πανδημίας, στην τελευταία μάλιστα σύσκεψη της επιτροπής ειδικών το πρότεινε ο κύριος Σωτήρης Τσιόδρας και το απέρριψε κατηγορηματικά ο υφυπουργός υγείας Κοντοζαμάνης, λέγοντας πως δεν έχει πάρει έγκριση από τον ευρωπαϊκό οργανισμό φαρμάκων και ενώ ως χώρα μπορούμε να το αδειδοτήσουμε από τον εθνικό οργανισμό φαρμάκων (όπως έκανε η Ουγγαρία με το Ρωσικό εμβόλιο Sputnik) την ίδια ώρα έχουν εμβολιάσει 4.000.000 πολίτες με πειραματικά εμβόλια . Που χρηματοδότησε με 50 εκατομμύρια ευρώ τα ΜΜΕ, αποκτώντας μηχανισμό προπαγάνδας, αντί να χρηματοδοτήσει νέες ΜΕΘ και να διορίσει ειδικούς γιατρούς ισχυρίζεται πως νοιάζεται για την υγεία του ελληνικού λαού… Κανείς πλέον δεν τον πιστεύει, έχει όχι μόνο πολιτικές αλλά και ποινικές ευθύνες για τις απώλειες ζωών χιλιάδων συνανθρώπων μας και πρέπει να λογοδοτήσει.
Ο πρωθυπουργός που προτιμά την προπαγάνδα από την υγεία των Ελλήνων… Αλήθεια γιατί δεν έχει στηρίξει ο κ. Μητσοτάκης την ομάδα του αιματολογικού από το νοσοκομείο Παπανικολάου της Θεσσαλονίκης που παρασκεύασε φάρμακο από τα Τ-λεμφοκύτταρα, το οποίο στις μελέτες απέδειξε, πως είναι πολύ αξιόλογο φάρμακο κατά του covid-19 και σώζει ζωές;
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη οφείλει να λάβει υπόψη της τις προτροπές του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό και για τον εμβολιασμό παιδιών με εμβόλια που έχουν προσωρινή άδεια και δεν γνωρίζουμε τι παρενέργειες θα δημιουργήσουν στο μέλλον.
Δηλώνουμε πως θα εξαντλήσουμε κάθε μέσον πολιτικό, αλλά και νομικό για τα συμφέροντα του λαού μας.
Γνωρίζουμε ότι τα συμφέροντα και η διαφθορά είναι τεράστια στον χώρο της Υγείας. Ξεκαθαρίζουμε, πως εάν η ψήφος των Ελλήνων πολιτών μας φέρει στην επόμενη βουλή, θα ζητήσουμε τον ενδελεχή έλεγχο για πιθανό χρηματισμό από τις φαρμακευτικές εταιρείες μελών της κυβέρνησης και της ομάδας των ειδικών επιστημόνων. Στην επόμενη βουλή θα κριθεί βέβαια και η στάση των άλλων κομμάτων, μεγάλων και μικρών, εάν επιδιώξουν το κουκούλωμα ή εάν μας ακολουθήσουν μέχρι τέλους, στην σύσταση εξεταστικής επιτροπής για όσους πολιτικούς της σημερινής κυβέρνησης βρεθούν στοιχεία ενοχής.
Ευχόμαστε να αποδειχθεί πως κανείς δεν έχει χρηματιστεί. Θυμίζουμε όμως πως η διακίνηση μαύρου χρήματος δεν παραγράφεται».
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας κατά του υποχρεωτικού εμβολιασμού
Ηθική των υποχρεωτικών εμβολιασμών: τα οφέλη μπορεί να μην υπερτερούν των προκλήσεων
Τα εμβόλια είναι ένα από τα πιο αποτελεσματικά εργαλεία για την προστασία των ανθρώπων από το COVID-19, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ). Πρέπει όμως να καταστούν υποχρεωτικά τα εμβόλια προκειμένου να αυξηθούν τα ποσοστά εμβολιασμού και να επιτευχθούν στόχοι για τη δημόσια υγεία;
Μια νέα σύνοψη πολιτικής που δημοσιεύθηκε από τον ΠΟΥ, με επικεφαλής τον Maxwell Smith του Πανεπιστημίου Western στον Καναδά, παρέχει ηθική
καθοδήγηση για χώρες και οργανισμούς που ενδέχεται να σκέφτονται να καταστήσουν υποχρεωτικούς τους εμβολιασμούς COVID-19, και εάν ναι, υπό ποιες προϋποθέσεις, για ποιον και σε ποιο πλαίσιο.
«Είμαστε πολύ τυχεροί με αρκετά εμβόλια COVID-19 που είναι αποτελεσματικά στην πρόληψη σοβαρών ασθενειών, νοσηλείας και θανάτου. Αυτό έχει προκαλέσει σε ορισμένους να εξετάσουν εάν οι εμβολιασμοί πρέπει να καταστούν υποχρεωτικοί, ιδίως σε ευάλωτα περιβάλλοντα όπως τα νοσοκομεία και τα νοσοκομεία μακροχρόνιας περίθαλψης, προκειμένου να αυξηθεί η πρόσληψη και να προστατευθούν οι πιο ευάλωτοι», δήλωσε ο Smith, καθηγητής μελετών του Πανεπιστημίου Western στον Καναδά που υπηρετεί επί του παρόντος στο Οντάριο στην Ειδική ομάδα διανομής εμβολίων COVID-19.
Ο υποχρεωτικός εμβολιασμός είναι απίθανο να είναι δεοντολογικά δεκτός στο ευρύ κοινό, δεδομένης της περιορισμένης προσφοράς και επειδή δεν είναι σαφές ότι απαιτείται εντολή για την επίτευξη στόχων δημόσιας υγείας, λέει ο Smith.
Οι εντολές εμβολιασμού σπάνια αναγκάζουν τα άτομα να εμβολιαστούν ή να συνοδεύονται από ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης. Αντίθετα, οι υποχρεωτικές πολιτικές εμβολιασμού καθιστούν τον εμβολιασμό προϋπόθεση, για παράδειγμα, να φοιτούν στο σχολείο ή να εργάζονται σε συγκεκριμένους κλάδους ή χώρους, όπως η υγειονομική περίθαλψη.
Ο Σμιθ λέει ότι ο υποχρεωτικός εμβολιασμός δεν είναι ηθικά δικαιολογημένος αυτή τη στιγμή στα σχολεία επειδή τα εμβόλια δεν είναι προς το παρόν εγκεκριμένα για παιδιά.
Ωστόσο, προτείνει ότι ο υποχρεωτικός εμβολιασμός σε χώρους υγειονομικής περίθαλψης μπορεί να είναι δεοντολογικά δικαιολογημένος, αλλά εάν ο εμβολιασμός γίνει προϋπόθεση απασχόλησης, υπάρχει πιθανότητα αυτό να οδηγήσει σε κάποια φθορά, η οποία θα μπορούσε να απειλήσει ένα ήδη υπερφορτωμένο εργατικό δυναμικό για την υγεία.
Οι κυβερνήσεις και οι θεσμικοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να χρησιμοποιούν επιχειρήματα για να ενθαρρύνουν τον εθελοντικό εμβολιασμό κατά της COVID-19 πριν εξετάσουν τον υποχρεωτικό εμβολιασμό, λέει ο Smith.
Ορισμένοι ηθικοί προβληματισμοί και επιφυλάξεις πρέπει να συζητηθούν ρητά και να αντιμετωπιστούν μέσω ηθικής ανάλυσης όταν εξετάζεται εάν ο υποχρεωτικός εμβολιασμός COVID-19 είναι μια ηθικά δικαιολογημένη επιλογή πολιτικής.
«Ο υποχρεωτικός εμβολιασμός μπορεί να δικαιολογηθεί δεοντολογικά. Αρκετοί παιδικοί εμβολιασμοί έχουν καταστεί υποχρεωτικοί ως προϋπόθεση να φοιτήσουν στο σχολείο, συμπεριλαμβανομένου του Οντάριο, και άλλοι εμβολιασμοί απαιτούνται ως προϋπόθεση απασχόλησης σε χώρους υγειονομικής περίθαλψης», δήλωσε ο Smith. «Όμως, πρέπει να σκεφτούμε τις πιθανές συνέπειες του υποχρεωτικού εμβολιασμού του COVID-19, συμπεριλαμβανομένου εάν αυτό θα μπορούσε να απειλήσει την εμπιστοσύνη του κοινού ή να οδηγήσει σε μειώσεις στο ήδη υπάρχον εργατικό δυναμικό μας».
Η σύντομη πολιτική, με τίτλο COVID-19 και υποχρεωτικός εμβολιασμός: ηθικά ζητήματα και επιφυλάξεις, προσδιορίζει έξι ηθικά ζητήματα που θα πρέπει να καθοδηγούν αποφάσεις σχετικά με το εάν θα καταστούν υποχρεωτικοί οι εμβολιασμοί COVID-19, όπως:
• Αναγκαιότητα και αναλογικότητα: Ο υποχρεωτικός εμβολιασμός πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνο εάν είναι απαραίτητος και αναλογικός για την επίτευξη ενός σημαντικού στόχου δημόσιας υγείας (π.χ. προστασία των πιο ευάλωτων, προστασία της ικανότητας υγειονομικής περίθαλψης, ανοσία αγέλης).
• Επαρκείς ενδείξεις ασφάλειας του εμβολίου: Πρέπει να υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα που να αποδεικνύουν ότι στο εμβόλιο που έχει δοθεί εντολή έχει βρεθεί ότι είναι ασφαλές στους πληθυσμούς για τους οποίους το εμβόλιο πρέπει να καταστεί υποχρεωτικό.
• Επαρκείς αποδείξεις σχετικά με την εφικτότητα και την αποτελεσματικότητα του εμβολίου: Πρέπει να υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα σχετικά με την εφικτότητα και την αποτελεσματικότητα που να δείχνουν ότι το εμβόλιο είναι αποτελεσματικό στον πληθυσμό για τον οποίο πρέπει να δοθεί εντολή εμβολιασμού και ότι το εμβόλιο είναι αποτελεσματικό μέσο για την επίτευξη ενός σημαντικού στόχου για τη δημόσια υγεία.
• Επαρκής παροχή: Η παροχή του εμβολίου πρέπει να είναι επαρκής και αξιόπιστη, με λογική, δωρεάν πρόσβαση για εκείνους για τους οποίους πρέπει να καταστεί υποχρεωτικό.
• Εμπιστοσύνη του κοινού: Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά την επίδραση που θα μπορούσε να έχει η υποχρέωση εμβολιασμού στην εμπιστοσύνη του κοινού.
• Ηθικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων: Οι νόμιμες αρχές δημόσιας υγείας που εξετάζουν υποχρεωτικές πολιτικές εμβολιασμού θα πρέπει να χρησιμοποιούν διαφανείς, διαβουλευτικές διαδικασίες για να λαμβάνουν υπόψη αυτά τα ηθικά ζητήματα που περιγράφονται σε μια ρητή ηθική ανάλυση.