Ο Άκης Σκέρτσος έγινε και γιατρός όπως όλα δείχνουν και παρουσιάζει την άποψή του για την επιτυχία του εμβολίου κατά του κορωνοϊού.
Επικαλούμενος το παράδειγμα ενός υποθετικού χωριού και κάνοντας κατόπιν την αναγωγή σε εθνικό επίπεδο ο κ. Σκέρτσος υπογραμμίζει πως στην πραγματικότητα οι ανεμβολίαστοι πολίτες άνω των 60 ετών – εμφανώς λιγότεροι από τους εμβολιασμένους – παρουσιάζουν 20 φορές περισσότερες πιθανότητες να διασωληνωθούν προσβεβλημένοι από τον κορονοιό σε σχέση με όλους όσοι έχουν εμβολιαστεί.
Αναλυτικά ο Υπουργός Επικρατείας, Άκης Σκέρτσος, αναφέρει τα εξής στην ανάρτηση του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης:
«Γιατί ο «παρονομαστής» έχει σημασία για την αποτελεσματικότητα των εμβολίων;
Κάποιοι, ευτυχώς λίγοι, αμφισβητούν την αποτελεσματικότητα των εμβολίων ως προς τον κίνδυνο βαριάς νόσησης επικαλούμενοι τους απόλυτους αριθμούς των εμβολιασμένων πολιτών που νοσούν και είναι διασωληνωμένοι σήμερα στις ΜΕΘ. Να δούμε με ένα παράδειγμα γιατί αυτό είναι λάθος.
Ας υποθέσουμε ότι έχουμε ένα χωριό με 1.000 κατοίκους ηλικίας 60 ετών και άνω, εκ των οποίων οι 800 έχουν εμβολιαστεί και οι 200 όχι. Στις ΜΕΘ του χωριού νοσηλεύονται 8 κάτοικοι που έχουν κάνει το εμβόλιο και 4 που δεν το έχουν κάνει.
Κάποιος κρίνοντας μόνο τους απόλυτους αριθμούς θα έλεγε ότι το εμβόλιο δεν είναι αποτελεσματικό διότι οι εμβολιασμένοι που διασωληνώθηκαν είναι περισσότεροι από τους ανεμβολίαστους διασωληνωμένους.
Αυτή η ερμηνεία όμως δεν είναι σωστή διότι για να καταλάβουμε τον πραγματικό δείκτη κινδύνου θα πρέπει να γίνει μια διαίρεση, μια στατιστική αναγωγή, του αριθμού των εμβολιασμένων διασωληνωμένων προς τον αριθμό των εμβολιασμένων κατοίκων του χωριού, δλδ 8/800=1%. Και αντίστοιχα άλλη μια διαίρεση των ανεμβολίαστων διασωληνωμένων προς τους ανεμβολίαστους κατοίκους, δλδ 4/200=2%.
Προκύπτει επομένως από αυτό το υποθετικό παράδειγμα ότι παρά το ότι οι εμβολιασμένοι διασωληνωμένοι είναι σε απόλυτους αριθμούς περισσότεροι από τους ανεμβολίαστους, στην πράξη οι ανεμβολίαστοι έχουν στατιστικά τον διπλάσιο κίνδυνο να κολλήσουν και να διασωληνωθούν από τους εμβολιασμένους.
Γι’ αυτό το λόγο είναι σημαντικό να γίνεται στατιστική αναγωγή με τους σωστούς παρανομαστές και να μην μπερδευόμαστε από τα απόλυτα νούμερα.
Στην πραγματικότητα το «χωριό» του υποθετικού παραδείγματος αντικατοπτρίζει και την κατανομή των εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων πολιτών στις ηλικίες 60 ετών και άνω.
Εν προκειμένω, το 80% του πληθυσμού αυτής της ομάδας, περίπου 2,4 εκ. σε σύνολο 3 εκ. πολιτών, έχει εμβολιαστεί. Στην πραγματικότητα, επίσης, οι περίπου 600.000 ανεμβολίαστοι πολίτες αυτής της ηλικιακής ομάδας δεν έχουν απλά διπλάσιες πιθανότητες να διασωληνωθούν αν νοσήσουν, αλλά 20 φορές περισσότερες πιθανότητες να νοσήσουν πολύ βαριά σε σχέση με τους εμβολιασμένους συμπολίτες τους.
Άρα αν οι διασωληνωμένοι που είναι σήμερα ανεμβολίαστοι και άνω των 60 ετών είχαν κάνει όλοι το εμβόλιο θα είχαμε επιπλέον 9 διασωληνώσεις (170/20) σε αυτή την ηλικιακή ομάδα αντί των 170, και συνολικά περίπου 50 αντί για 326 όπως είχαμε χθες.
Τα εμβόλια, συνεπώς, έχουν υψηλό βαθμό αποτελεσματικότητας αλλά είναι προφανές ότι όσο αυξάνεται ο αριθμός των εμβολιασμένων πολιτών θα αυξάνεται σε απόλυτους αριθμούς και ο αριθμός εκείνων που νοσούν από COVID καθώς ο βαθμός νοσηρότητας συνδέεται και με άλλες υποκείμενες ασθένειες που έχει ένας φορέας του ιού. Στατιστικά και πραγματικά όμως είναι και θα είναι πολύ λιγότεροι από όσους θα είχαν νοσήσει βαριά αν δεν είχαμε το εμβόλιο.
Καταληκτικά, ακόμη κι αν είχαμε εμβολιάσει κατά 100% τον πληθυσμό δεν θα εξαφανίζαμε εντελώς τον ιό. Το εμβόλιο μειώνει αλλά δεν εξαφανίζει τις πιθανότητες νόσησης. Θα συνεχίσουμε να κολλάμε δηλαδή και ως εμβολιασμένοι, όπως συμβαίνει με τον ιό της γρίπης, αλλά αυτό θα συμβαίνει σε πολύ μικρότερο βαθμό και με πιο ήπια συμπτώματα για τους περισσότερους από εμάς.
Αυτό που κάνει το εμβόλιο επιτυχημένα είναι ότι μειώνει πολύ σημαντικά τις πιθανότητες βαριάς νόσησης και θανάτου, όπως δείχνουν τα πρόσφατα στοιχεία του ΕΟΔΥ που παρουσιάστηκαν χθες».