Βέβαιος ότι η Συμφωνία των Πεσπών όταν έρθει στην ελληνική Βουλή «θα υπερψηφισθεί με απόλυτη πλειοψηφία» δηλώνει οαναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Καρούγκαλος, σε συνέντευξή του.
Παράλληλα εκφράζει ταυτόχρονα «εμπιστοσύνη στην κρίση και στην εθνική ευθύνη των Ελλήνων βουλευτών» πέραν της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ, που έχουν δηλώσει την καταρχήν θετική τους στάση.
«Είμαι βέβαιος ότι δεν θα διακινδυνεύσουν τον διασυρμό της πολιτικής τους αξιοπρέπειας και θα μείνουν συνεπείς στις θέσεις τους», συμπληρώνει, ενώ ξεκαθαρίζει πως «θα την φέρουμε για κύρωση αφού ολοκληρωθούν οι ανάλογες υποχρεώσεις της άλλης πλευράς».
Ο αναπληρωτής ΥΠΕΞ χαρακτηρίζει «εθνικά επωφελείς» τις προβλέψεις της Συμφωνίας και επισημαίνει ότι προβλέπονται σημαντικές δικλείδες ελέγχου για την εφαρμογή της. Εκτιμά ωστόσο ότι οι σχετικές ρυθμίσεις «δεν θα ενεργοποιηθούν ποτέ», καθώς «η πολιτική ηγεσία αλλά και οι πολίτες της γειτονικής μας χώρας έχουν αντιληφθεί ότι μόνον να κερδίσουν έχουν από την πιστή εφαρμογή της, καταρχάς ως προς την βελτίωση των διμερών μας σχέσεων, πάνω από όλα των οικονομικών»
Αναφερόμενος στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις σημειώνει πως στις πρόσφατες συναντήσεις που είχε στην Ουάσιγκτον στο πλαίσιο της έναρξης του στρατηγικού διαλόγου Ελλάδας-ΗΠΑ, «πετύχαμε την αναβάθμιση της συνεργασίας μας ακριβώς γιατί αποδείξαμε ότι είμαστε αξιόπιστος στρατηγικός εταίρος, στο πλαίσιο ισότιμων σχέσεων αμοιβαίου σεβασμού και με κοινό στόχο την ενίσχυση της ασφάλειας και της σταθερότητας στην περιοχή μας». Ειδικότερα ως προς τις συνεργασίες που θα προωθηθούν αναφέρει πως «πέραν των γεωπολιτικών θεμάτων άμυνας, αντιτρομοκρατίας και ασφάλειας, συζητήσαμε σε βάθος και για την ενέργεια, το εμπόριο και επενδύσεις, με έμφαση στην καινοτομία και στις τεχνολογίες αιχμής»
Σε ερώτηση εάν η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης μπορεί να ισορροπεί μεταξύ μίας καλής σχέσης με τις ΗΠΑ και μιας επίσης καλής σχέσης με την Ρωσία, ο κ. Κατρούγκλος υπογραμμίζει πως «έχουμε πολύπλευρες διπλωματικές πρωτοβουλίες σε πολυμερές και τριμερές επίπεδο, καμία όμως από αυτές δεν στρέφεται εναντίον μίας άλλης χώρας».
Από κει και πέρα, σημειώνει ότι με τη Ρωσία «έχουμε πατροπαράδοτα φιλικές σχέσεις και κοινές ιστορικές και πολιτιστικές παραδόσεις». Κάνει λόγο για «ένα περαστικό σύννεφο στις παραδοσιακά καλές μας σχέσεις», που ανήκει στο παρελθόν, επισημαίνοντας ότι «στις 7 Δεκεμβρίου οι ηγέτες των δύο χωρών συζήτησαν, επί της ουσίας, τα βήματα περαιτέρω βελτίωσης των σχέσεων των δύο κρατών, ιδίως στο επίπεδο των διμερών οικονομικών σχέσεων και της επαφής των δύο λαών».
Ερωτηθείς εάν στις επαφές που είχε συζήτησε το θέμα της τουρκικής προκλητικότητας αλλά και την ενίσχυσή της σε επίπεδο εξοπλισμών, σημειώνει πως «πάντα θέτουμε το ζήτημα της αναθεωρητικής πολιτικής της Τουρκίας ως θέμα σεβασμού της διεθνούς νομιμότητας» υπογραμμίζοντας ότι «ποτέ στο παρελθόν οι θέσεις μας δεν είχαν τόσο ευρεία αποδοχή».
«Για πρώτη φορά στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μαρτίου καταδικάσθηκαν οι τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο και στην Κύπρο με τόση σαφήνεια, ως παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου. Και ποτέ άλλοτε δεν είχαμε ανάλογες δηλώσεις με αυτές του βοηθού Υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Γουές Μίτσελ ότι η άποψη των Τούρκων για την ΑΟΖ αποτελεί “μειοψηφία του ενός”, ούτε τόσο σαφές μήνυμα προς την Άγκυρα ότι οι τυχοδιωκτισμοί της δεν θα μείνουν αναπάντητοι», τονίζει.
Τέλος αναφερόμενος στη συνταγματική αναθεώρηση αναφέρει ότι «προϋποθέτει συναινέσεις και τις επιδιώξαμε, εκεί που αυτές είναι δυνατές και έχουν και -ίσως- τη μεγαλύτερη σημασία, όπως για την κατάργηση του απαράδεκτου καθεστώτος ασυλίας των υπουργών και γενικότερα του πολιτικού προσωπικού», σημειώνοντας παράλληλα πως «δεν μπορεί να υπάρχουν συναινέσεις εκεί που οι διαφορές μας είναι βαθύτατες, πολιτικές και ιδεολογικές».
Επικρίνει δε την αξιωματική αντιπολίτευση για τη στάση στη διαδικασία της αναθεώρησης, κάνοντας λόγο για «πολιτικό εκβιασμό» που «προωθεί η ακραία πτέρυγα της ΝΔ, απειλώντας με αποχώρηση αν δεν υπερψηφίσουμε την αλλαγή του άρθρου 16, με την οποία και απολύτως διαφωνούμε».
«Δυστυχώς και σε αυτό το γήπεδο η Νέα Δημοκρατία φαίνεται να θέλει να πετάξει τη μπάλα στην εξέδρα» αναφέρει, προσθέτοντας πως «εμείς και οι άλλες υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις δεν θα της επιτρέψουμε να παίξει τον διαλυτικό ρόλο που έχει επιλέξει».