Οι δηλώσεις του Αλέξη Τσίπρα στην ομιλία του στην Ολομέλεια της Βουλής για το Δημογραφικό.
«Κατ’ αρχάς, θα ήθελα να συγχαρώ τα μέλη της διακομματικής επιτροπής της Βουλής για το Δημογραφικό, για το έργο τους, που αποτελεί πολύτιμη συμβολή στην αντιμετώπιση ενός τόσο κρίσιμου ζητήματος. Και θα ήθελα να ξεκινήσω από μια βασική παρατήρηση, που αφορά τον τρόπο με τον οποίο οφείλουμε να εξετάσουμε το ζήτημα. Το δημογραφικό δεν είναι επιμέρους ζήτημα. Δεν λύνεται με στοχευμένες δράσεις, όπως μια σειρά από τα κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα, τα οποία έχει να διαχειριστεί μια κυβέρνηση. Το δημογραφικό είναι ζήτημα συνολικής στρατηγικής» σημείωσε στην ομιλία του στην Ολομέλεια της Βουλής για το Δημογραφικό ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας.
«Συνιστά συνέπεια του τρόπου με τον οποίο επιλέγουμε να οργανώσουμε την κοινωνία μας. Αν δηλαδή είμαστε σε θέση να επιλέξουμε ένα μοντέλο κοινωνικής αναπαραγωγής, στο οποίο η αύξηση του πληθυσμού θα είναι η λογική συνέπεια της βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης της κοινωνικής πλειοψηφίας. Ή, αντίθετα, αν το μοντέλο το οποίο επιλέγουμε είναι αυτό που θεωρεί ενδεδειγμένο ένα τρόπο κοινωνικής αναπαραγωγής, όπου η συνέπεια της μείωσης του πληθυσμού είναι μια μικρή ασήμαντη λεπτομέρεια μπροστά στην ευημερία μιας κοινωνικής μειοψηφίας που απολαμβάνει προνόμια και πλούτο» υπογράμμισε.
«Επομένως, αυτό που ισχυρίζομαι είναι ότι, ακόμα και αν δεν συναντάμε συχνά την αναφορά στο δημογραφικό ζήτημα στον πολιτικό ανταγωνισμό, αυτό υπάρχει σε κάθε λέξη, σε κάθε πρόταση την οποία διατυπώνει η κάθε πολιτική δύναμη σε αυτήν εδώ την αίθουσα. Διότι, ο τρόπος με τον οποίο οραματιζόμαστε την ανάπτυξη, τη μείωση της ανεργίας, το κοινωνικό κράτος, την παιδεία, το ασφαλιστικό σύστημα και όλα τα κρίσιμα θέματα στη δημόσια σφαίρα, συνιστά μια ενιαία απάντηση και στο μεγάλο πρόβλημα του δημογραφικού» είπε.
Και συνέχισε: «Επιλέγω να κάνω αυτή την εισαγωγή, που μας βάζει στην ουσία του ζητήματος, διότι θεωρώ άσκοπο να αναλωθούμε σε μια τόσο κρίσιμη συγκυρία για το μέλλον του τόπου, σε μια αναπαραγωγή στερεοτυπικών μονολόγων. Με λίγα λόγια, δεν είμαστε εδώ για ευχολόγια. Η πατρίδα μας είδε τον πληθυσμό της να μειώνεται άνω των 300.000 ανθρώπων τα σκληρά χρόνια της κρίσης (2011-2016), σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Λόγω της μείωσης των γεννήσεων, της αύξησης των θανάτων αλλά και της φυγής Ελλήνων -κυρίως νέων, δυστυχώς- στο εξωτερικό» επισήμανε.
Και συμπλήρωσε: «Ας μιλήσουμε λοιπόν επί της ουσίας. Γι’ αυτό, θα ήθελα να αναφερθώ σε τρεις απολύτως κομβικούς άξονες μιας συνολικής στρατηγικής, από την οποία προκύπτει η σταδιακή επίλυση του δημογραφικού προβλήματος:
– Πολιτική για την εργασία
– Πολιτική για το παιδί
– Πολιτικές ένταξης για τους μετανάστες
Το ζήτημα της εργασίας είναι το υπ’ αριθμόν ένα στην υπόθεση της κοινωνικής αναπαραγωγής. Η Ελλάδα, μόλις πέντε χρόνια πριν, ήταν μία χώρα, στην οποία κάτι λιγότερο από το 1/3 του εργατικού δυναμικού της ήταν εκτός παραγωγής και ακόμη χειρότερα, στην ίδια κατάσταση βρίσκονταν τα 2/3 των νέων ως 25 ετών».
«Είναι σαφές ότι, σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ο σχεδιασμός για το μέλλον, οι σκέψεις για οικογένεια, απόκτηση παιδιών, έγιναν όνειρο απατηλό για την πλειοψηφία των νέων ανθρώπων. Η προσμονή για μια καλύτερη ζωή έγινε ένας καθημερινός αγχωτικός αγώνας για επιβίωση. Η χώρα, στο αποκορύφωμα της κρίσης, έγινε αβίωτη για το πιο δυναμικό κομμάτι της κοινωνίας. Αυτός ήταν ο λόγος, που από την πρώτη στιγμή είπαμε ότι το ζήτημα της εργασίας αποτελεί πρώτη προτεραιότητα» τόνισε ο πρωθυπουργός.
Και συνέχισε: «Την πρώτη 5ετία είχαμε κατάρρευση της εργασίας. Σήμερα έχουμε αντιστροφή της τάσης. Μέσα σε μια τετραετία δημιουργήθηκαν πάνω από 350.000 νέες θέσεις εργασίας, κάτι που αποτυπώθηκε στη μείωση της ανεργίας κατά εννέα μονάδες σε αυτό το διάστημα. Δεύτερον, εργαστήκαμε για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας. Οργανώσαμε από μηδενική βάση το ΣΕΠΕ, που ήταν κουφάρι, για να γίνονται νταραβέρια».
«Κυνηγήσαμε την παραβατικότητα σε όλους τους τομείς. Περιορίσαμε την αδήλωτη εργασία στο 9%, όταν είχε φτάσει το 2014 ακόμα και στο 20% στους τομείς υψηλής παραβατικότητας. Η Πολιτεία πάτησε πόδι σε εργασιακά κάτεργα, που απασχολούσαν εκατοντάδες αδήλωτους, ανασφάλιστους, κυρίως νέους ανθρώπους, με εξαντλητικά ωράρια πολύ πέραν του 8ώρου. Τρίτον, προχωρήσαμε άμεσα μετά την έξοδο από τα μνημόνια, σε δύο κομβικές ενέργειες για την συνολική αύξηση των μισθών: την επαναφορά των βασικών αρχών των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 11% και κατά 27% για τους νέους, αφού καταργήσαμε τη ντροπιαστική διάταξη του 2012 της κυβέρνησης Σαμαρά για τον υποκατώτατο μισθό των νέων» υπογράμμισε.
«Η μείωση της ανεργίας, η προστασίας της εργασίας και η αύξηση των μισθών αποτελούν μια ενιαία στρατηγική, η οποία συνιστά αναγκαία και ικανή συνθήκη για τη σταδιακή επίλυση του δημογραφικού. Η εργασία είναι παράγοντας σταθερότητας στη ζωή ενός ανθρώπου. Χωρίς την αποκατάσταση αυτού του βασικού όρου, ο σχεδιασμός του μέλλοντος είναι έωλος και αμφίβολος. Για το λόγο αυτό, οι συνταγές απορρύθμισης της εργασίας -οι νεοφιλελεύθερες συνταγές διάλυσης των εργασιακών σχέσεων και καθήλωσης των μισθών, δήθεν στο όνομα της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας- το μόνο που πετυχαίνουν με βεβαιότητα είναι να υποθηκεύουν το μέλλον μιας γενιάς και να ξύνουν το δημογραφικό πρόβλημα» υποστήριξε.
«Πώς μπορεί ένας νέος άνθρωπος να κάνει οικογένεια, όταν είναι αβέβαιη η εξεύρεση εργασίας, όταν μέχρι τα 40 μένει στο πατρικό; Αρα, εδώ πράγματι ένα πλαίσιο επιλογών -εσείς τα λέτε φιλοδωρήματα- θα καλύψει μεγάλο μέρος αναγκών, όπως η επιδότηση ενοικίου. Αρα, αύξηση κατώτατου μισθού και επιδότηση ενοικίου είναι πλέγμα» προσέθεσε.
Και συνέχισε, απευθυνόμενος στον πρόεδρο της ΝΔ: «Δεν είστε κ. Μητσοτάκη ενημερωμένος για όσα ήδη έχουν γίνει. Θα μπορύσα να πω και εγώ ότι 2.000 άπαξ είναι φιλοδώρημα. Όχι, είναι κάτι σοβαρό αυτό που προτείνετε. Όμως, δεν θα έχετε ενημερωθεί ότι, όταν παραλάβαμε το 2015, ήταν 822 εκατ. ευρώ ετησίως και σήμερα είναι πάνω από ένα δισ. ευρώ. Εκτιμούμε ότι οι δράσεις που έχουμε αναλάβει, ήταν δράσεις εμβληματικές, γιατί ανατρέψαμε μοντέλα. Αυξήσαμε το ύψος των οικογενειακών επιδομάτων, από 650 εκατ. ευρώ το 2015, σε 1,1 δισ. το 2018. Τα οποία αντίστοιχα αφορούσαν 800.000 οικογένειες και 1,4 εκατ. παιδιά το 2015 και σήμερα αφορούν 900.000 οικογένειες και 1,6 εκατ. παιδιά. Γι’ αυτό λέω ότι δεν σας ενημερώνουν σωστά».