Στα τέλη Απριλίου, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης είχε επιβάλει επταήμερη διακοπή προγράμματος και 300.000 ευρώ πρόστιμο στον σταθμό Epsilon.
Και ενώ το «μαύρο» αναμενόταν να πέσει στις 13 Μαΐου και να διαρκέσει μέχρι και τις 19 Μαΐου, οι υπεύθυνοι του σταθμού κατέθεσαν αίτηση θεραπείας στο Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο η οποία και συζητήθηκε.
Ο σταθμός του επιχειρηματία Φίλιππου Βρυώνη δεν γλίτωσε τελικά τη βαριά «καμπάνα» λόγω της απουσίας αυτόνομου προγράμματος και τη συνολική ανάθεση παραγωγής και διαχείρισης προγράμματος σε τρίτους.
Ο σταθμός αν και περιφερειακής εμβέλειας είχε χαρακτηριστικά καναλιού εθνικής εμβέλειας μέσα από αναμεταδόσεις του προγράμματος του απ’ άλλα κανάλια περιφερειακής εμβέλειας.
Το ΕΣΡ αρχικά δέχθηκε την αναστολή εφαρμογής της απόφασης του Epsilon η οποία και εξετάστηκε αλλά απορρίφθηκε και ρίχνει «μαύρο» στον σταθμό για μια εβδομάδα και συγκεκριμένα από το διάστημα από την 00.01 ώρα της 22.07.2019 έως την 24.00 ώρα της 28.07.2019.
Το σχετικό έγγραφο της απόφασης αναφέρει: « Με την προσβαλλόμενη απόφαση του ΕΣΡ, επιβλήθηκε στην αιτούσα: α) η διοικητική κύρωση του προστίμου των 300.000 ευρώ για την απουσία αυτονόμου προγράμματος και την συνολική ανάθεση της παραγωγής και της διαχείρισης του μεταδιδόμενου τηλεοπτικού της προγράμματος σε τρίτους φορείς και β) η διοικητική κύρωση της προσωρινής αναστολής της μετάδοσης του προγράμματος του τηλεοπτικού σταθμού της από τις 00.01 της 13.05.2019 έως τις 24.00 της 19.05.2019 για την παράνομη μετάδοση του τηλεοπτικού της προγράμματος εκτός της προβλεπόμενης περιφερειακής ζώνης.»
Αναφορικά με την αίτηση θεραπείας αναφέρει μεταξύ άλλων: «Η εγκαλουμένη προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η ομοιότητα του προγράμματος του σταθμού της με έτερους τηλεοπτικούς φορείς οφείλεται στο γεγονός ότι για να επιτύχει οικονομίες κλίμακος έχει συνάψει συμβάσεις με εταιρείες παραγωγής προγραμμάτων, οι οποίες προφανώς προμηθεύουν βάσει αντιστοίχων συμφωνιών τα ίδια ακριβώς προγράμματα και σε άλλους παρόχους περιεχομένου σε άλλες γεωγραφικές περιφέρειες της χώρας. Η εγκαλουμένη υποστηρίζει ότι αυτές οι συμφωνίες είναι απόλυτα νόμιμες και επιτρεπτές».