Αισιόδοξος ότι επιτέλους η αντικαπνιστική νομοθεσία θα εφαρμοστεί καθολικά στη χώρα μας είναι ο επικεφαλής της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Παναγιώτης Μπεχράκης.
Ελεύθερη… καπνού θα είναι σε λίγους μήνες η Ελλάδα, με τις στοχευμένες δράσεις που προωθεί το υπουργείο Υγείας. Η πλήρης και καθολική εφαρμογή του αντικαπνιστικού νόμου τέθηκε ως προτεραιότητα από την επομένη κιόλας των εκλογών και ήδη έχουν αρχίσει τα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση.
Ο ορισμός επιτροπής εμπειρογνωμόνων για τον έλεγχο του καπνίσματος, με επικεφαλής τον ειδικό επί του θέματος και καθηγητή πνευμονολογίας Παναγιώτη Μπεχράκη, δείχνει την ισχυρή βούληση της κυβέρνησης ώστε να σβήσουν τα τσιγάρα σε όλους τους κλειστούς χώρους.
Το πρόγραμμα της αντικαπνιστικής εκστρατείας θα περιλαμβάνει την εφαρμογή της αντικαπνιστικής νομοθεσίας σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες αλλά και τους κλειστούς κοινόχρηστους χώρους, καθώς και στην ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των πολιτών, καπνιστών και μη καπνιστών, για τον κοινό «εχθρό» της υγείας τους. Ο υπουργός Υγείας εξέδωσε εγκύκλιο μέσα στην εβδομάδα η οποία εστάλη σε όλες τις περιφέρειες και τους φορείς του Δημοσίου και προβλέπει την εντατικοποίηση των ελέγχων σε όλα τα δημόσια κτίρια, σχολεία και μονάδες εκπαίδευσης, όλους τους κλειστούς χώρους εργασίας, καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος κ.α.
Σχετικοί έλεγχοι δείχνουν πως το κάπνισμα σε κρατικά κτίρια αποτελεί μεγάλο πρόβλημα. Οι Επιθεωρητές Υπηρεσιών Υγείας Πρόνοιας (ΣΕΥΥΠ), οι οποίοι αποτελούν έναν εκ των ελεγκτικών φορέων για την τήρηση της νομοθεσίας κατά του καπνίσματος, έχουν διαχειριστεί τα τελευταία χρόνια πλήθος καταγγελιών που αφορούν δημόσιες υπηρεσίες, όπως νοσηλευτικά ιδρύματα («Γεννηματάς», «Τζάνειο», «Ιπποκράτειο», «Ευαγγελισμός»), Κέντρα Υγείας, σχολικές μονάδες, πανεπιστήμια, δημαρχεία, υπουργεία, Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (ΔΟΥ), ασφαλιστικά ταμεία, αθλητικά κέντρα.
Η απαξίωση της αντικαπνιστικής νομοθεσίας από τους ίδιους τους υπαλλήλους του Δημοσίου αλλά και υπουργούς και επικεφαλής υπηρεσιών αποτελεί την «αρχή του κακού», σύμφωνα με τον κ. Μπεχράκη, ο οποίος παραδίδει συνέντευξη στον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής.
Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα δεν τηρούνται ούτε τα προσχήματα, όπως συνέβη πριν από λίγες εβδομάδες με τον επικεφαλής της ΗΔΙΚΑ, ο οποίος παρήγγειλε σταχτοδοχεία για το γραφείο του και για τις ανάγκες των επισκεπτών του!
Το ότι η απαγόρευση του καπνίσματος σε κοινόχρηστους χώρους δεν εφαρμόζεται στην πράξη αποτυπώνεται και από πρόσφατη (26 – 29 Ιουλίου) έρευνα της «Aboutpeople» που δημοσίευσε η «Athens Voice». Σύμφωνα με αυτή, το 78% των ερωτηθέντων έχει βρεθεί τον τελευταίο μήνα σε τέτοιο χώρο όπου κάποιοι κάπνιζαν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το 79,1% των συμμετεχόντων τάσσεται υπέρ της εφαρμογής του νόμου περί απαγόρευσης του καπνίσματος σε όλους τους κλειστούς δημόσιους χώρους, με μόνο το 16% να διαφωνεί. Στην αντίστοιχη έρευνα του 2018 το ποσοστό υπέρ της απαγόρευσης ήταν 75,1%.
Η… χαλαρότητα με την οποία αντιμετωπιζόταν ο αντικαπνιστικός νόμος μέχρι σήμερα είχε οδηγήσει και σε ένδεια ελέγχων. Σύμφωνα με τα στοιχεία, πέρυσι ο Δήμος Αθηναίων πραγματοποίησε στην Αθήνα μόλις 3.016 ελέγχους, κατά τους οποίους προέκυψαν 513 περιπτώσεις παραβάσεων. Ο αντιδήμαρχος Αθηναίων, υπεύθυνος για τη δημοτική αστυνομία, Ανδρέας Βαρελάς, είχε αναφέρει στον «Ελεύθερο Τύπο» ότι ολόκληρο το 2017 έγιναν περισσότεροι έλεγχοι σε σχέση με τη διετία 2011-2013. Συγκεκριμένα, το 2017 πραγματοποιήθηκαν περισσότεροι από 1.400 έλεγχοι σε κλειστούς χώρους, αριθμός βέβαια που είναι εμφανώς μικρός.
Σοκαριστικές είναι οι συνέπειες που έχει το παθητικό κάπνισμα στη δημόσια υγεία. Σύμφωνα με τα στοιχεία του κ. Παναγιώτη Μπεχράκη, 250.000 παιδιά παγκοσμίως πεθαίνουν κάθε χρόνο από το παθητικό κάπνισμα. Επιπλέον, 130.000 εργαζόμενοι στην Ελλάδα εκτίθενται σε ένα περιβάλλον «απαράδεκτο», όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος. «Κάνουν οκτάωρο χειρότερο και από εργασία σε ορυχεία του 15ου αιώνα», τονίζει χαρακτηριστικά.
Η Ελλάδα, όπως προκύπτει από στοιχεία του δημοσιοποίησε ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος (ΠΙΣ), παρουσιάζει την υψηλότερη αναλογία καπνιστών μεταξύ των δυτικοευρωπαϊκών χωρών (37,6%). «Και το οξύμωρο είναι ότι στη χώρα μας η απαγόρευση του καπνίσματος στους δημόσιους χώρους έγινε για πρώτη φορά το έτος 1856 με Βασιλικό Διάταγμα του Οθωνα. Και φτάσαμε στο 2019, με τη χώρα να παραμένει στις πρώτες θέσεις με υψηλά ποσοστά καπνιστών μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών», τονίζει ο ΠΙΣ.
Η πολιτική εφαρμογής της αντικαπνιστικής νομοθεσίας, πάντως, θα βασίζεται στη συναίνεση και στην ωριμότητα των καπνιστών.
Σύμφωνα με την Ελληνική Αντικαρκινική Εταιρεία, «χωρίς την ενεργοποίηση των πολιτών, η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων (περισσότερο από το 70%) που δεν είναι καπνιστές θα συνεχίσουν να υφίστανται την ταλαιπωρία του καπνού των άλλων».
Με πρόσφατη ανακοίνωσή της, μάλιστα, απαντά στις αιτιάσεις ιδιοκτητών κέντρων διασκέδασης ότι η απαγόρευση του καπνίσματος στα καταστήματά τους θα επιφέρει αρνητικές οικονομικές συνέπειες για τους ίδιους.
«Είναι βάσιμος αυτός ο φόβος; Ξεκάθαρα όχι. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα επίσημα και επιστημονικά έγκυρα στοιχεία από τις ΗΠΑ, προκύπτει πως όπου εφαρμόστηκε η αυστηρή αντικαπνιστική νομοθεσία, όχι μόνο δεν μειώθηκε ο τζίρος των κέντρων διασκέδασης, αλλά αντίθετα αυξήθηκε. Το ίδιο συνέβη και με τον αριθμό των αδειών για ίδρυση νέων κέντρων. Επιπλέον, τα καταστήματα σε περιοχές όπου εφαρμόστηκε αυστηρά η αντικαπνιστική νομοθεσία είχαν μεγαλύτερο τζίρο από τα καταστήματα γειτονικών περιοχών όπου το κάπνισμα επιτρεπόταν», αναφέρει η Ελληνική Αντικαρκινική Εταιρεία.
Από το 2009 που τέθηκε σε ισχύ ο αντικαπνιστικός νόμος Αβραμόπουλου μέχρι σήμερα η σχετική νομοθεσία παρέμεινε κυρίως στα χαρτιά. Το 2011 ενεργοποιήθηκε και η Γραμμή 1142 για τις καταγγελίες των πολιτών αλλά ουσιαστικά έκτοτε απενεργοποιήθηκε. Το 2018, κι ενώ τα επικριτικά σχόλια για τη συνήθεια του πρώην αναπληρωτή υπουργού Υγείας Παύλου Πολάκη «έδιναν και έπαιρναν», ο πρώην υπουργός Υγείας Ανδρέας Ξανθός επανέφερε το ζήτημα της εντατικοποίησης των ελέγχων και προστίμων σύμφωνα με τον αντικαπνιστικό νόμο. Νομοθέτησε μάλιστα και τσουχτερά πρόστιμα 1.500 ευρώ για τους οδηγούς που καπνίζουν σε οχήματα όταν επιβαίνουν ανήλικοι κάτω των 12 ετών, που όμως δεν επιβλήθηκαν ποτέ.