Στο διαχρονικό μήνυμα των Μηδικών Πολέμων αναφέρθηκε αναλυτικά ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Προκόπης Παυλόπουλος κηρύσσοντας την έναρξη της διεθνούς ημερίδας με θέμα «Θερμοπύλες και Σαλαμίνα: Αποτιμώντας την σημασία τους σήμερα», που πραγματοποιήθηκε νωρίτερα στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.
Ο κ. Παυλόπουλος τόνισε ότι οι Μηδικοί Πόλεμοι είναι και «Κιβωτός» Ιστορίας, με την έννοια ότι οι συμβολισμοί τους, ως προς τα αίτιά τους και ιδίως ως προς την τελική τους έκβαση, διδάσκουν, πολλαπλώς και μ’ ενάργεια, για την έκτοτε χάραξη των ορίων μεταξύ Ανατολής και Δύσης, καθώς και για τις εντεύθεν κοσμοϊστορικές πραγματικές και πολιτισμικές συνέπειες.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αφού αναφέρθηκε στα ιστορικά δεδομένα των Μηδικών Πολέμων και στις συνθήκες που τα κυοφόρησαν, τόνισε ότι 2.500 χρόνια μετά, η Μάχη των Θερμοπυλών και η Ναυμαχία της Σαλαμίνας, από κοινού με την Μάχη του Μαραθώνα διαχέουν, αδιαλείπτως την νίκη των αμυνόμενων Ελλήνων εναντίον των επιτιθέμενων Περσών και, ταυτοχρόνως, την νίκη της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας απέναντι στον αυταρχισμό και στον δογματισμό του περσικού δεσποτισμού.
Όπως εξήγησε, αυτή η νίκη χάραξε, έκτοτε, το όριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης, με την έννοια ότι ο σκοτεινός δεσποτισμός εξ Ανατολών δεν μπόρεσε να κυριαρχήσει στον τότε γνωστό κόσμο, αφήνοντας το περιθώριο στην Δύση να διαμορφώσει, με βάση την Αρχαία Ελλάδα, τον Πολιτισμό του Ελεύθερου Πνεύματος, της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
«Στην ουσία, το ως άνω όριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης λειτούργησε και λειτουργεί ως «προκεχωρημένο φυλάκιο» υπεράσπισης του Ανθρώπου, στον αγώνα του για την προστασία της αξίας του και για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, υπό όρους Αλληλεγγύης και Δικαιοσύνης. Σ’ έναν αγώνα ο οποίος διεξήγετο και θα διεξάγεται, πάντα, μέσα σε μια ελεύθερη «κοινωνία» και όχι, κατ’ ουδένα τρόπο, σε μια περίκλειστη και εκ καταγωγής εχθρική προς την Ελευθερία “κοινότητα”» πρόσθεσε ο κ. Παυλόπουλος.
Επισήμανε, επίσης, ότι ο Πολιτισμός της Αρχαίας Ελλάδας, του Πολιτισμού του Ελεύθερου και ατίθασου Πνεύματος της Γνώσης και της Επιστήμης, αποτελεί, σήμερα και για το μέλλον, τον πρώτο πυλώνα του κοινού μας Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, που προέκυψε ακριβώς μέσ’ από την προμνημονευόμενη χάραξη του ορίου Ανατολής και Δύσης. Αλλά, επιπλέον, γονιμοποίησε, με καθοριστικό τρόπο, τόσον τον δεύτερο πυλώνα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, την Αρχαία Ρώμη, αφού οι πνευματικοί της ορίζοντες -ακόμη δε και οι απαρχές της κορυφαίας, για τα δεδομένα της εποχής, Νομικής Επιστήμης που ανέπτυξε- διαμορφώθηκε μέσ’ από το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα, ιδίως σε ό,τι αφορά την Λογοτεχνία και την Φιλοσοφία.
Στο πλαίσιο αυτό, ανέφερε ότι η Ελλάδα, πιστή ανά τους αιώνες στις Ιστορικές της Παρακαταθήκες, παραμένει ένα είδος «ακραίου ορίου» της Δύσης προς την Ανατολή, εκπροσωπώντας πάντοτε, μέσω του Ελεύθερου Πνεύματος και του Πολιτισμού της, την γνήσια και ανιδιοτελή υπεράσπιση της Ειρήνης, της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας.
«Όριο το οποίο, όμως, δεν είναι προορισμένο να διχάζει και να μεγαλώνει τις αποστάσεις ανάμεσα στην Δύση και την Ανατολή αλλά, όλως αντιθέτως, κατ΄ εξοχήν μέσω της ιστορικής του διαδρομής αλλά και της ιστορικής του προοπτικής, να χτίζει γέφυρες επικοινωνίας με την Ανατολή, γέφυρες Ειρήνης, ειρηνικής συνύπαρξης και συνδημιουργίας. Με κυριότερη γέφυρα εκείνη του ισότιμου και εποικοδομητικού Διαλόγου των Πολιτισμών, αφού για τους Έλληνες δεν νοείται «σύγκρουση» μεταξύ Πολιτισμών, τουλάχιστον εκείνων που δικαιολογούν την δημιουργία τους, την ουσία τους και την κατά τον προορισμό τους αποστολή τους» παρατήρησε.
Μάλιστα, τόνισε ότι αυτή η, οιονεί «έμφυτη», κλίση του Ελληνικού Πολιτισμού να διαλέγεται, αρμονικά και αποτελεσματικά, με άλλους Πολιτισμούς, ιδίως δε με τους Πολιτισμούς της Ανατολής, πολλά οφείλει στην Ελληνική Γλώσσα, λόγω του άρρηκτου μεταξύ τους δεσμού.
«Για να διακριβώσει κανείς την αλήθεια του επιχειρήματος αυτού δεν έχει παρά ν’ αναζητήσει και να βρει την Ελληνική Γλώσσα, παρούσα και με αμείωτο δυναμισμό, στην ορολογία, η οποία ισχύει σε κάθε επιστημονικό πεδίο» σημείωσε και πρόσθεσε ότι «Η Ελληνική Γλώσσα αποτελεί ένα, μοναδικό μάλιστα παγκοσμίως, είδος κοινού «γλωσσικού νομίσματος», το οποίο ισχύει σε όλο το φάσμα της πνευματικής δημιουργίας, άρα της Επιστήμης, ανεξάρτητα από το πολιτισμικό πλαίσιο, εντός του οποίου λειτουργεί και δημιουργεί το φάσμα αυτό».
Αναφερόμενος στο σήμερα, σημείωσε, ότι η Ελλάδα -αν λάβει μάλιστα κανείς, επιπλέον, υπόψη την γεωστρατηγική της θέση, λόγω και της δραματικής συγκυρίας στην περιοχή της Μέσης Ανατολής -βρίσκεται στο όριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης, υψώνοντας τείχος υπεράσπισης των αρχών και αξιών του δικού της Πολιτισμού και, συνακόλουθα, του Πολιτισμού της Δύσης, κατ’ εξοχήν δε της Ευρώπης.
Ωστόσο, ανέφερε, ότι το τείχος αυτό δεν πρόκειται να εμποδίσει, στο διηνεκές, την Ελλάδα ν’ ανοίγει δρόμους και να χτίζει γέφυρες επικοινωνίας με την Ανατολή και τους Πολιτισμούς της. «Με άλλες λέξεις, δεν πρόκειται να εμποδίσει την Ελλάδα να πρωταγωνιστεί σ’ έναν ειλικρινή και γόνιμο Διάλογο Πολιτισμών, αφιερωμένο στην υπεράσπιση, σε παγκόσμιο επίπεδο, των αρχών και αξιών του Ανθρωπισμού, της Ειρήνης, της Δημοκρατίας, των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, της Δικαιοσύνης, ιδίως δε της Κοινωνικής Δικαιοσύνης» υπογράμμισε.
Υπενθύμισε, ακόμη, ότι η Ελλάδα παραμένει πιστή και στην κληρονομιά του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Μακεδόνα Στρατηλάτη, ο οποίος, πολύ μετά την λήξη των Μηδικών Πολέμων, πέρασε από την χώρα των Μήδων και έφθασε στο κατώφλι της Άπω Ανατολής όχι για να κατακτήσει εδάφη και λαούς, αλλά για να φέρει τον Άνθρωπο της Ανατολής σ’ επαφή με τον Ελληνικό Πολιτισμό, δίχως όμως και να τον επιβάλει. «Πολλώ μάλλον, όταν είναι ιστορικώς αποδεδειγμένο ότι ο Μέγας Αλέξανδρος, στην τόσο σύντομη ζωή του, θέλησε να γνωρίσει από κοντά τους Πολιτισμούς της Ανατολής, και μάλιστα επιχείρησε να τους «μπολιάσει» με «ψήγματα» Ελευθερίας, όσο μπορούσε να το επιτρέψει η, περιορισμένη εν προκειμένω, επιδεκτικότητά τους» επισήμανε.
Καταλήγοντας, επανέλαβε την εμβληματική σημασία του θέματος της Ημερίδας, δοθέντος ότι η Μάχη των Θερμοπυλών και η Ναυμαχία της Σαλαμίνας συνιστούν, από πλευράς ιστορικής αποτίμησης, κοσμοϊστορικά γεγονότα. Και, από την άλλη πλευρά, η επιστημονική εμβέλεια των συμμετεχόντων στην Ημερίδα, εμβέλεια η οποία αποκτά παγκόσμιες διαστάσεις, αν αναλογισθεί κανείς το έργο τους και το επιστημονικό τους κύρος, σ’ Ευρωπαϊκό και, εν γένει, Διεθνές επίπεδο.