Η ηγεσία και οι βουλευτές του Λαϊκού Συνδέσμου-Χρυσή Αυγή οδηγούνται στις φυλακές με ποινές που ξεκινούν από τα πέντε και φτάνουν έως τα δεκαπέντε χρόνια.
Το προβλεπόμενο πλαίσιο ποινής για ένταξη σε εγκληματική οργάνωση προβλέπει από 5 έως 10 χρόνια κάθειρξη. Αν αναγνωριστεί ελαφρυντικό τότε το πλαίσιο ποινής κυμαίνεται από 1 έως 5 έτη.
Η ποινή για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης, είναι από 5 έως 15 χρόνια κάθειρξη. Αν αναγνωριστούν ελαφρυντικά τότε το πλαίσιο ποινής αρχίζει από τα 2 έτη και φτάνει τα 8 έτη.
Από τον αριθμό των κατηγορουμένων που κρίθηκαν ένοχοι, με βάση τη σημερινή ανακοίνωση της απόφασης του δικαστηρίου, εξαρτάται και ο αριθμός των συνεδριάσεων που θα απαιτηθούν μέχρι την ημέρα που θα πέσει η αυλαία της πρωτόδικης δίκης.
Σε κάθε περίπτωση το δικαστήριο πρόκειται να συνεδριάζει ως αργά το απόγευμα ή και το βράδυ αν αυτό κρίνεται αναγκαίο για να ολοκληρωθεί κάθε σκέλος της απόφασης.
Μετά την απόφαση επί της ενοχής, το λόγο λαμβάνουν οι συνήγοροι υπεράσπισης των καταδικασθέντων για την αναγνώριση ελαφρυντικών από τα οποία θα εξαρτηθεί και εάν θα μείνουν εκτός ή εντός φυλακής.
Σε κανένα από τα στάδια αυτά της απόφασης, δεν έχουν δικαίωμα λόγου οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής.
Αντίθετα, η υπεράσπιση έχει τη δυνατότητα να δευτερολογήσει, μετά την εισαγγελική πρόταση επί των ελαφρυντικών.
Μετά από διάσκεψη των δικαστών, η πρόεδρος θα ανακοινώσει εάν και σε ποιους καταδικασθέντες θα αναγνωριστούν ελαφρυντικά. Σημαντικό ρόλο βέβαια σε αυτό θα παίξουν οι καταδίκες που έχουν στις πλάτες τους οι κατηγορούμενοι.
Σε αρκετές μάλιστα περιπτώσεις πρόκειται για τελεσίδικες καταδίκες για άλλες υποθέσεις.
Μετά τη «μάχη» των ελαφρυντικών, το δικαστήριο θα ανακοινώσει τις ποινές, αφού προηγουμένως η εισαγγελέας υποβάλλει την πρότασή της και πάρει το λόγο η υπεράσπιση, ζητώντας, κατά το συνήθως συμβαίνον, το ελάχιστο προβλεπόμενο όριο αυτών. Στη συνέχεια το δικαστήριο προχωρά στη συγχώνευση των ποινών.
Σε εκείνο ακριβώς το δικονομικό στάδιο ξεκινά η προσπάθεια των κατηγορουμένων, διά των συνηγόρων τους για την αναστολή ή όχι εκτέλεσης της ποινής, κάτι που μπορεί να τους επιτρέψει να γλυτώσουν τη φυλακή και να αφεθούν ελεύθεροι με ή χωρίς όρους.
Το λόγο λαμβάνει πρώτη η Εισαγγελέας η οποία θα εισηγηθεί αν θα πρέπει να δοθεί και σε ποιους κατηγορούμενους αναστέλλουσα δύναμη στην έφεση.
Στην περίπτωση που κάποιος ή κάποιοι εκ των κατηγορουμένων δεν είναι παρόντες στο εδώλιο, κατά την απαγγελία της ποινής, τότε το δικαστήριο θα διατάξει την εκτέλεση της απόφασής του.
Σύμφωνα με το νέο Ποινικό Κώδικα, το δικαστήριο δεν μπορεί να επιβάλει στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων στους καταδικασθέντες, καθώς καταργήθηκε ως παρεπόμενη ποινή.