Μετά από ενάμιση μήνα καραντίνας, ένα περίεργο καλοκαίρι εν μέσω πανδημίας και ενός δύσκολου αναμενόμενου χειμώνα, οι Έλληνες ομολογούν σε ποσοστό 73,9% ότι εξαιτίας του κορωνοϊού η ζωή τους έχει αλλάξει από «πάρα πολύ» έως «αρκετά».
Παράλληλα αυτή τη φορά φαίνονται περισσότερο ρεαλιστές καθώς τον περασμένο Απρίλιο εκτιμούσαν σχεδόν ομόφωνα ότι «μέχρι τον Σεπτέμβριο θα έχουμε επανέλθει σε μια κανονική καθημερινότητα».
Φθάσαμε όμως ήδη στον Οκτώβριο και η κατάσταση αντί να καλυτερεύει, επιδεινώνεται. Αυτό προκύπτει από τη νέα σφυγμομέτρηση του οργανισμού έρευνας και ανάλυσης διαΝΕΟσις που διεξήχθη σε συνεργασία με την εταιρεία Metron Analysis το χρονικό διάστημα μεταξύ 15 – 22 Σεπτεμβρίου και έγινε τηλεφωνικά σε σταθερά και κινητά τηλέφωνα με πανελλαδικό δείγμα 1.257 ατόμων ηλικίας 17 ετών και άνω.
Μεταξύ άλλων, τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν κάποια από τα πράγματα που υποπτευόμαστε, αλλά καταρρίπτουν και κάποιους μύθους. Οι Έλληνες εμφανίζονται πολύ πιο συνειδητοποιημένοι και ρεαλιστές.
Οι ζωές τους έχουν αλλάξει με συγκεκριμένους τρόπους (στην καθημερινότητα, στην εργασία, στην ψυχολογία, στις ανθρώπινες σχέσεις) και σχεδόν αποκλειστικά προς το χειρότερο. Από την άλλη όμως, οι απαντήσεις δεν αντανακλούν συνθήκες απελπισίας ή κατάρρευσης. Άξιο μνείας είναι δε το γεγονός ότι οι πολίτες δηλώνουν ότι τηρούν τα μέτρα προστασίας σε υψηλά ποσοστά.
Όπως αναφέρει η διαΝΕΟσις τα βασικά συμπεράσματα που αναδεικνύονται από την έρευνα είναι τα εξής:
1. Το τέλος της υπέρμετρης αισιοδοξίας
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά αποτελέσματα της έρευνας του Απριλίου 2020 εμφανίστηκε στην ερώτηση για το αν τα πράγματα στη χώρα μας κινούνται προς τη σωστή ή προς τη λάθος κατεύθυνση. Είναι μια ερώτηση που η Metron Analysis κάνει στις έρευνές της εδώ και πολλά χρόνια, οπότε είχε ενδιαφέρον να τη μελετήσουμε σε αυτή την πρωτοφανή συγκυρία.
Με τη χώρα σε καραντίνα, λοιπόν, την κοινωνία σε πλήρη ακινησία, και την παγκόσμια ανασφάλεια για έναν νέο, τρομακτικό θανατηφόρο ιό, το ποσοστό των Ελλήνων που θεωρούσαν ότι τα πράγματα κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση τον Απρίλιο του ’20 έφτανε το ιλιγγιώδες 86%. Είναι ένα νούμερο πρωτοφανές στη σύγχρονη ιστορία της χώρας μας. Για να κατανοήσουμε αυτό το εύρημα και, κυρίως, για να ερμηνεύσουμε τα ευρήματα της νέας μας έρευνας σε σχέση με την προηγούμενη, αξίζει να θυμηθούμε για λίγο τις συνθήκες στις οποίες απαντούσαν ερωτήσεις οι Έλληνες στα τέλη του Απρίλη.
Τότε ήμασταν ήδη αρκετές εβδομάδες έγκλειστοι στα σπίτια μας. Για να βγούμε έξω στέλναμε ένα SMS σε ειδικό αριθμό, με μία από έξι συγκεκριμένες αιτιολογήσεις της εξόδου μας. Τα εστιατόρια, τα καφέ, τα πάρκα και τα καταστήματα -πλην συγκεκριμένων- ήταν κλειστά. Και οι ειδήσεις ήταν ακόμα γεμάτες με την τραγωδία της Βόρειας Ιταλίας, της Γαλλίας και της Ισπανίας, εικόνες με φορτηγά ψυγεία γεμάτα φέρετρα, αναλύσεις με το τι σημαίνει «triage» στις ΜΕΘ.
Η Ελλάδα σε εκείνη τη φάση φαινόταν ότι πετυχαίνει κάτι στο οποίο άλλες χώρες αποτύγχαναν: να αποφύγει την ανεξέλεγκτη και ακατάσχετη διασπορά του ιού στην κοινωνία, τους χιλιάδες θανάτους και την κατάρρευση του συστήματος υγείας. Αυτή η για πολλούς αναπάντεχη επιτυχία μεταφραζόταν στο πρωτοφανές 86% -νομίζαμε, τότε, ότι ως χώρα είχαμε γλιτώσει από μια τεράστια εθνική τραγωδία.
Σήμερα τα πράγματα, βεβαίως, είναι διαφορετικά. Αν και όντως η χώρα μας έχει αντέξει πολύ καλύτερα από άλλες πλούσιες χώρες της Δύσης, ωστόσο δεν έχει βγει αλώβητη. Τα κρούσματα αυξάνονται, η αναπόφευκτη οικονομική κρίση βαθαίνει και σιγά σιγά όλοι οι Έλληνες αντιλαμβάνονται τις συνέπειες της κρίσης «στο πετσί τους». Ό,τι μέχρι πριν από λίγο καιρό αντιμετωπιζόταν ως μία «προσωρινή δυσκολία», γράφει ο Στρατός Φαναράς στην έκθεση του, «την οποία μάλιστα αντιμετωπίζαμε με σχετική επιτυχία, σήμερα μετατρέπεται σε μια μονιμότερη συνθήκη, που η αντιμετώπιση της, βέβαια, δυσκολεύει εξ ορισμού. Και αυτό αλλάζει τα πάντα».
Πράγματι, πέντε μήνες μετά, το ποσοστό όσων πιστεύουν ότι πάμε προς τη σωστή κατεύθυνση έχει μειωθεί στο 57%.
Έχει, πάντως, ενδιαφέρον να σημειώσουμε πως το ότι η άποψη «τα πράγματα πάνε προς τη σωστή κατεύθυνση» είναι πλειοψηφική είναι εξαιρετικά σπάνιο φαινόμενο. Μόνο σε 15 από τους τελευταίους 59 μήνες έχει εμφανιστεί, και μάλιστα οι 11 από αυτούς είναι οι 11 τελευταίοι -ένα πρωτοφανές σερί.
Το αν ο κόσμος πιστεύει ότι η χώρα πηγαίνει προς τη σωστή κατεύθυνση επηρεάζεται από τις πολιτικές προτιμήσεις του καθενός, βεβαίως, αλλά επηρεάζεται και από άλλους παράγοντες. Οι άνω των 65 και οι οικονομικά ευκατάστατοι θεωρούν ότι τα πράγματα πηγαίνουν προς της σωστή κατεύθυνση σε ποσοστό άνω του 70%. Από αυτούς που δηλώνουν ότι ενημερώνονται κυρίως από την τηλεόραση, το 70,5% θεωρούν ότι τα πράγματα πηγαίνουν καλά. Από αυτούς που ενημερώνονται από τα social media, όμως, μόνο το 39,4% συμφωνούν.
Η αλλαγή της στάσης των Ελλήνων ως προς τις διάφορες πτυχές της κρίσης γίνεται εμφανής και σε άλλες ερωτήσεις όπως, για παράδειγμα, στην ερώτηση περί μακροχρόνιων επιπτώσεων της πανδημίας. Τον Απρίλιο οι ερωτηθέντες εκτιμούσαν ότι οι θετικές συνέπειες στην εμπιστοσύνη στο σύστημα υγείας, την αλληλεγγύη της κοινωνίας, τις οικογενειακές σχέσεις αλλά και άλλους παράγοντες θα ήταν περισσότερες από τις αρνητικές. Τώρα οι εκτιμήσεις για θετικές επιπτώσεις σε όλους τους παράγοντες έχουν μειωθεί δραματικά, ενώ οι εκτιμήσεις για αρνητικές επιπτώσεις έχουν αυξηθεί πολύ.
Η αλλαγή αυτή αποτυπώνεται δραματικά στην ερώτηση περί συναισθημάτων. Τον Απρίλιο το πρώτο συναίσθημα που επέλεγαν οι ερωτηθέντες, αυτό που δήλωναν ότι νιώθουν πιο έντονα, ήταν η αισιοδοξία: το 26,5% επέλεγαν αισιοδοξία. Το Σεπτέμβριο, μόνο το 8,5% την επιλέγουν -είναι πια το έκτο συχνότερο συναίσθημα, πίσω από τον φόβο, την απογοήτευση, το άγχος, την ανασφάλεια και, πρώτη απ’ όλα, την αβεβαιότητα (20,7%).
Όπως είναι αναμενόμενο, οι Έλληνες ηλικίας 65+ είναι αυτοί που φοβούνται πιο πολύ απ’ όλους -αλλά ταυτόχρονα είναι και οι πιο αισιόδοξοι από όλους. Αυτοί που δηλώνουν έσοδα πάνω από 3.000 ευρώ τον μήνα δηλώνουν και το μεγαλύτερο ποσοστό αβεβαιότητας (29,1%). Αυτοί που δηλώνουν εισόδημα κάτω από 500 ευρώ μηνιαίως, τη μικρότερη (15,7%).
Παράλληλα, το 50,2% των ερωτηθέντων δηλώνουν «νιώθω περισσότερο φόβο απέναντι στους συνανθρώπους μου», ενώ το 55,4% δηλώνουν «η ψυχολογική μου διάθεση είναι χειρότερη από ό,τι πριν από την πανδημία». Πιο ευάλωτες και εδώ, οι μεγαλύτερες ηλικίες και όσοι βρίσκονται σε κακή οικονομική κατάσταση.
Και, παραδοσιακά, όπως συμβαίνει σε όλες μας τις σχετικές έρευνες, το συναίσθημα που αισθάνονται λιγότερο από όλα όλες οι ομάδες του πληθυσμού της Ελλάδας είναι η ντροπή. Πόσο φοβόμαστε όμως, πραγματικά;
2. Ο φόβος για το γνωστό και το άγνωστο
Από ότι φαίνεται, καθώς μαθαίνουν όλο και περισσότερα πράγματα για την υγειονομική απειλή, οι Έλληνες σήμερα φοβούνται λίγο περισσότερο από ότι τον Απρίλιο. Το 67,4% των ερωτηθέντων πιστεύουν ότι κοντινοί τους άνθρωποι (φίλοι ή συγγενείς) κινδυνεύουν από τον κορονοϊό -ποσοστό ελαφρώς αυξημένο από το 62% του Απριλίου. Σήμερα, τρεις στους τέσσερις Έλληνες ηλικίας από 17 μέχρι 54 πιστεύουν ότι κοντινοί τους άνθρωποι κινδυνεύουν.
Πλέον σχεδόν ένας στους τρεις Έλληνες (31,9%) θεωρούν ότι κινδυνεύουν οι ίδιοι προσωπικά από τον κορονοϊό. Το αντίστοιχο ποσοστό πέντε μήνες πριν ήταν 23,7%. Στους ηλικιωμένους 65+ πλέον το 42% θεωρούν ότι κινδυνεύουν -από 33% τον Απρίλιο.
Είναι αξιοσημείωτο το ότι ένα θεαματικό 23% των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι γνωρίζουν κάποιον ή κάποια που έχει προσβληθεί από τον κορονοϊό. Αυτό είναι αποτέλεσμα που χρίζει ερμηνείας, δεδομένου ότι σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες σε τυχαία δείγματα λιγότερο από 1% του πληθυσμού έχει όντως προσβληθεί από τον ιό.
Ένα 23,3%, εξάλλου, θεώρησαν ότι κάποια στιγμή ίσως να είχαν προσβληθεί οι ίδιοι από τον ιό, ένα ποσοστό παρόμοιο με του περασμένου Απριλίου.
Πάντως, μόνο το 25,7% των ερωτηθέντων θεωρούν ότι ανήκουν στις «ευάλωτες» ομάδες του πληθυσμού (ηλικιωμένοι, άτομα σε ανοσοκαταστολή, άτομα με αναπνευστικά προβλήματα κ.ά.), ένα ποσοστό πολύ χαμηλότερο από το πραγματικό ποσοστό στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Είναι ενδιαφέρον ότι μόνο το 58,5% των ερωτηθέντων ηλικίας 65+ θεωρούν εαυτούς «ευάλωτους».
3. Επιστροφή στον ρεαλισμό
Μια σειρά από ερωτήσεις αποτυπώνει το ότι οι Έλληνες έχουν αρχίσει να αντιμετωπίζουν το φαινόμενο της πανδημίας με ρεαλισμό. Τον Απρίλιο μέρος της αισιοδοξίας πήγαζε από την άγνοια (πολλά πράγματα ήταν ακόμα άγνωστα για τη φύση του ιού και τις επιπτώσεις της ασθένειας στη δημόσια υγεία), πράγμα που, όπως είδαμε, αποκρυσταλλωνόταν σε απόψεις φαινομενικά παράλογες.
Όπως είπαμε στην αρχή, τον Απρίλιο, εν μέσω καραντίνας, το 67,9% των Ελλήνων πίστευαν ότι θα επανέλθουμε «σε μια φυσιολογική καθημερινότητα» μέχρι τον Σεπτέμβριο. Είναι Οκτώβριος τώρα και, βεβαίως, καμία κανονικότητα δεν έχει επανέλθει. Και οι ίδιοι Έλληνες μοιάζουν να το έχουν καταλάβει. Σήμερα, μόλις το 5% του πληθυσμού πιστεύει ότι θα επανέλθουμε σε κάποια κανονικότητα «μέχρι το τέλος του χρόνου». Το 87,4% θεωρεί ότι θα επανέλθουμε από το 2021 και μετά. Ένας στους τρεις (32,4%), θεωρούν ότι θα επανέλθουμε μετά από το 2021.
Πλέον, το 73% των Ελλήνων πιστεύουν ότι «έρχονται δυσκολότερες ημέρες» και μόλις το 18,8% θεωρούν ότι «τα χειρότερα έχουν περάσει». Ποιες ομάδες του πληθυσμού είναι οι πιο αισιόδοξες; Αυτοί που δηλώνουν ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας έχει βελτιωθεί η οικονομική τους κατάσταση (44,2%) και οι νέοι ηλικίας 17-24 (35,4%). Σε καμία πληθυσμιακή ομάδα, πάντως, η πεποίθηση ότι «τα χειρότερα έχουν περάσει» δεν είναι πλειοψηφική.
4. Πώς ζουν οι Έλληνες στην πανδημία;
Οι ζωές μας, φυσικά, έχουν αλλάξει. Πολύ. Το 73,9% παραδέχονται ότι η ζωή τους έχει αλλάξει «πάρα πολύ» ή «αρκετά». Δεν υπάρχει πληθυσμιακή ομάδα, ηλικιακό γκρουπ, κοινωνική τάξη ή ιδεολογικό γκρουπ που να δηλώνει κατά πλειοψηφία ότι δεν έχει αλλάξει η ζωή τους. Και, βέβαια, αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Αντίστοιχα ποσοστά σε πρόσφατη έρευνα του Pew είναι 71% για την Σουηδία, 67% για τις ΗΠΑ, 66% για τη Βρετανία και 60% για την Ισπανία.
Για να καταλάβουμε τι εννοούμε όταν λέμε «η ζωή έχει αλλάξει» κρατήστε τα εξής ευρήματα:
Το 76,3% δηλώνουν ότι πηγαίνουν σε λιγότερες κοινωνικές εκδηλώσεις (γάμους, βαφτίσια) από ό,τι πριν από την πανδημία
Το 62,9% ότι τρώνε λιγότερο συχνά σε εστιατόρια και ταβέρνες
Το 60,5% ότι βγαίνουν σπανιότερα σε μπαρ
Το 59,5% ότι ταξιδεύουν σπανιότερα με αεροπλάνο
Το 56% ότι συναντούν λιγότερο τους φίλους τους
Το 54,3% ότι ψωνίζουν σπανιότερα σε εμπορικά καταστήματα
Το 53,8% ότι ταξιδεύουν σπανιότερα με πλοίο
Το 51,3% ότι χρησιμοποιούν λιγότερο τα ΜΜΜ
Οι μόνες δραστηριότητες στις οποίες η πλειοψηφία των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι το κάνουν «το ίδιο» με ό,τι πριν από την πανδημία, είναι η χρήση ταξί (53,1%) και το να «βλέπουν μέλη της οικογένειάς τους» (64,4%).
Επιπλέον, οι μισοί Έλληνες (53,1%) δηλώνουν ότι φέτος το καλοκαίρι πήγαν λιγότερες διακοπές από ό,τι τις προηγούμενες χρονιές. Ένας στους τρεις (36,3%) δηλώνει ότι στις φετινές διακοπές πέρασε χειρότερα, εξαιτίας της πανδημίας.
Εξάλλου, το 60,6% δηλώνουν ότι στην καθημερινότητά τους συναντιούνται και συνομιλούν με λιγότερους ανθρώπους από ό,τι θα έκαναν αν δεν υπήρχε πανδημία. Οι μισοί (50,5%) δηλώνουν ότι ο τρόπος δουλειάς τους έχει αλλάξει κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Σχεδόν οι μισοί (45,5%) δηλώνουν ότι οι σχέσεις τους με τους φίλους και τους γνωστούς τους έχουν αλλάξει.
Όπως αντιλαμβανόμαστε όλοι, οι οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες όλων των παραπάνω είναι τεράστιες, και θα γίνονται όλο και πιο εμφανείς, καθώς η κρίση βαθαίνει. Η κατάρρευση της κατανάλωσης και ο περιορισμός των κοινωνικών επαφών θα αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η χώρα μας με συγκλονιστικούς, ελάχιστα προβλέψιμους και ενδεχομένως μη αναστρέψιμους τρόπους.
5. Οικονομία και Εργασία
Σήμερα, το 57,2% εκτιμούν ότι η ελληνική οικονομία σε ένα χρόνο από σήμερα θα βρίσκεται σε χειρότερη κατάσταση από ό,τι τώρα -πράγμα που ταιριάζει με το κλίμα μειωμένης αισιοδοξίας και ρεαλιστικότερης προσέγγισης που βλέπουμε και από τις υπόλοιπες ερωτήσεις. Και τα υπόλοιπα οικονομικά και εργασιακά ερωτήματα, πάντως, βγάζουν χρήσιμα συμπεράσματα.
Σήμερα η οικονομική δραστηριότητα έχει επιστρέψει σε ρυθμούς που δεν είναι ακόμη κοντά στους κανονικούς, μεν, αλλά δεν έχουν και καμία σχέση με όσα ίσχυαν επί καραντίνας. Το 72,7% των εργαζομένων στην περίοδο του Σεπτεμβρίου που έτρεξε η έρευνα δήλωναν πως εργάζονται κανονικά στον χώρο εργασίας τους και μόνο 12,2% με τηλεργασία (τα αντίστοιχα ποσοστά τον Απρίλιο, επί lockdown, ήταν 25,4% και 26,2%).
Το ποσοστό των εργαζόμενων που βρίσκονται σε αναστολή εργασίας, εργάζονται με μειωμένο ωράριο ή εκ περιτροπής ή είναι σε άδεια (κανονική ή ειδικού σκοπού) φτάνει το 13% του συνόλου, από 46,8% επί lockdown.
Ωστόσο, το 40,9% των πολιτών δηλώνουν ότι η οικονομική τους κατάσταση έχει χειροτερεύσει από τότε που άρχισαν τα μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας. Ένας στους πέντε (20,7%) δηλώνουν ότι αισθάνονται λιγότερο παραγωγικοί στη δουλειά τους, από ό,τι ήταν πριν. Και το ποσοστό των ανέργων που δηλώνουν ότι έχασαν τη δουλειά τους μετά από την 1η Μαρτίου 2020 φτάνει το 18,4% (από 11,4% τον Απρίλιο).
6. Μάσκες, χέρια, αποστάσεις – Πόσο Προσέχουμε;
Ένα από τα πιο επιτακτικά ερωτήματα της εποχής έχει να κάνει με το κατά πόσο οι πολίτες τηρούν τα μέτρα προστασίας. Κάποια από αυτά τα θέματα, όπως η χρήση μάσκας σε δημόσιους χώρους, έχουν οδηγήσει ακόμα και σε δυναμικές αντιδράσεις σε άλλες χώρες, ενώ σε κάποιες έχουν πολιτικοποιηθεί, με δραματικά για τη δημόσια υγεία αποτελέσματα. Από ό,τι φαίνεται, στη δική μας χώρα τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά.
Το 93,9% των Ελλήνων δηλώνουν ότι την τελευταία εβδομάδα, όταν βρέθηκαν σε χώρους όπου η μάσκα είναι υποχρεωτική, φορούσαν «πάντα» ή «σχεδόν πάντα» μάσκα. Στη γενικότερη διατύπωση, το 95,5% δηλώνουν ότι πλένουν τα χέρια τους συχνά ή πολύ συχνά, το 85,1% ότι φορούν μάσκα και το 79,7% ότι τηρούν τις αποστάσεις.
Αξίζει εδώ να θυμίσουμε πως σε αυτές τις έρευνες πολλές φορές οι ερωτηθέντες δεν λένε την αλήθεια. Γι’ αυτό μια τέτοια έρευνα δεν είναι καλό εργαλείο για να διαπιστώσουμε αν οι Έλληνες όντως φορούν ή όχι μάσκα στους δημόσιους χώρους, κι αν τηρούν τα μέτρα ασφαλείας.
Ωστόσο, τα αποτελέσματα έχουν μια άλλη, εξίσου σημαντική χρησιμότητα. Δείχνουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων πιστεύουν ότι η τήρηση των προστατευτικών μέτρων είναι η «σωστή» απάντηση και επιθυμούν να δηλώσουν για τον εαυτό τους ότι τα τηρούν, ακόμα κι αν αυτό δεν είναι πάντα η πλήρης αλήθεια. Το ποσοστό των ανθρώπων που διαφωνούν με τη χρησιμότητα αυτών των μέτρων είναι, όπως αποδεικνύεται και από άλλες παρόμοιες έρευνες, πολύ μικρό.
Και, εξάλλου, υπάρχουν και άλλα, έμμεσα συμπεράσματα που μπορούν να βγουν από μια τέτοια ερώτηση, όπως για παράδειγμα το ποσοστό του πληθυσμού που παίρνει τα μέτρα προστασίας και, άρα, το φαινόμενο της πανδημίας πραγματικά πολύ στα σοβαρά. Το ποσοστό που δηλώνουν ότι τηρούν «πάντα» και τα τρία, είναι 37,2%.
Στην ερώτηση για το εμβόλιο (αν υπήρχε σήμερα ένα εγκεκριμένο από τις αρμόδιες ελληνικές και ευρωπαϊκές αρχές, διαθέσιμο δωρεάν για όλους), οι μισοί Έλληνες (49,5%) δηλώνουν πως θα το έκαναν, ενώ το 41,9% πως όχι. Οι ομάδες στις οποίες το «Όχι» αποτελεί πλειοψηφία είναι οι γυναίκες, οι ηλικίες 25-64 (αλλά όχι οι νέοι ηλικίες 17-24), οι χαμηλότερες εισοδηματικές τάξεις, οι αγρότες, όσοι ζουν σε πολυμελή νοικοκυριά (από 4 μέλη και πάνω), αυτοί που δηλώνουν πως ενημερώνονται από ιστοσελίδες και κοινωνικά δίκτυα, αυτοί που δηλώνουν πως ενημερώνονται από «προσωπικούς ιατρούς» και αυτοί που δηλώνουν πως «δεν ενημερώνονται».
Το ποσοστό είναι αντίστοιχο με το ποσοστό των Αμερικανών (51% σε έρευνα του Pew μια εβδομάδα νωρίτερα), αλλά μικρότερο από ποσοστά σε άλλες χώρες σε έρευνες που έγιναν σε προηγούμενη φάση της κρίσης, το καλοκαίρι.
Αυτό το εύρημα πιθανότατα σχετίζεται και με τη μείωση της εμπιστοσύνης στους «επιστήμονες/τεχνοκράτες» που θα δούμε παρακάτω. «Παρά τις εργώδεις προσπάθειες της ιατρικής, επιστημονικής και ερευνητικής κοινότητας να ανταποκριθούν με επιτυχία στην πρόκληση της αντιμετώπισης της πανδημίας», γράφει ο Στρατός Φαναράς, «μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν απτά αποτελέσματα.
Η παράμετρος αυτή εγείρει αμφιβολίες και αποσταθεροποιεί τη σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στην κοινωνία και τους ειδικούς επιστήμονες». Βεβαίως, σε αυτά τα θέματα βρισκόμαστε σε αχαρτογράφητα νερά. Σημαντικές εξελίξεις στο επίπεδο των ερευνών για την αντιμετώπιση της Covid-19 ή την παρασκευή αποτελεσματικού εμβολίου ενδέχεται να αλλάξουν τα δεδομένα.
7. Εμπιστοσύνη και απειλές για το μέλλον
Στην παραδοσιακή ερώτηση περί εμπιστοσύνης σε θεσμούς και φορείς, πέραν των αξιοσημείωτων επιδόσεων των θεσμών του κράτους, στην έρευνα του Απριλίου είχαν εντοπιστεί τρία αξιοσημείωτα ευρήματα. Μέσα στην καραντίνα, η εμπιστοσύνη των Ελλήνων στο «κράτος πρόνοιας» (το οποίο πιθανότατα ταύτισαν με τις υπηρεσίες υγείας) εκτοξεύτηκε από το 40,9% που είχε εμφανιστεί στην έρευνα «Τι Πιστεύουν Οι Έλληνες» τον Νοέμβριο του 2019 στο 56,7% τον Απρίλιο του 2020. Τώρα, όμως, τον Σεπτέμβριο του 2020, πέφτει πάλι στο 42%.
Επιπλέον, εντυπωσιακή ήταν η αλλαγή στην εμπιστοσύνη που δηλώνουν οι Έλληνες στην Ε.Ε. Τον Νοέμβριο του 2019 το ποσοστό των Ελλήνων που δήλωναν ότι εμπιστεύονται την Ε.Ε. «πολύ» ή «αρκετά» ήταν 42,1%, αλλά τον Απρίλιο του 2020 έπεφτε μόλις στο 27,3%. Βεβαίως, τότε δεν είχε ανακοινωθεί ούτε η πρωτοβουλία NextEU και το πολυσυζητημένο, πια, Ταμείο Ανάκαμψης. Μετά από όλα αυτά, πράγματι, η εμπιστοσύνη επανήλθε κοντά στα προηγούμενα επίπεδα (37,9%).
Ενδιαφέρουσα όμως είναι και μια μεταβολή στην εμπιστοσύνη που δείχνουν οι Έλληνες στους «ειδικούς». Τον Απρίλιο ρωτήσαμε για πρώτη φορά αν εμπιστεύονται τους «επιστήμονες/τεχνοκράτες» και ένα 85% δήλωσαν πως τους εμπιστεύονται «πολύ» ή «αρκετά».
Πέντε μήνες, μετά, καθώς εμβόλιο ακόμα δεν υπάρχει, και έχει γίνει περισσότερο σαφές το πόσο λίγα γνωρίζουμε ακόμα για την αόρατη απειλή του κορονοϊού, το ποσοστό έχει υποχωρήσει σημαντικά στο 65,6%.
Έκπληξη αποτελούν και τα αποτελέσματα της ερώτησης για έξι από τις πιο σημαντικές απειλές που αντιμετωπίζει η χώρα μας σήμερα. Ζητήσαμε από τους ερωτηθέντες να αξιολογήσουν πόσο σημαντική είναι κάθε απειλή, βαθμολογώντας από 1 (καθόλου σημαντική) μέχρι 10 (πάρα πολύ σημαντική) και, όπως αναμενόταν, οι ερωτηθέντες τις βρήκαν όλες σημαντικές, δίνοντας σε όλες κατά μέσο όρο βαθμό πάνω από 7.
Η πιο σημαντική από όλες, όμως, με 8,1, κρίνεται η «οικονομία», μια επιλογή που αντανακλά ένα επίπεδο ρεαλισμού και επίγνωσης που αποτυπώνεται και σε άλλες ερωτήσεις. Εξίσου σημαντική απειλή με την οικονομική κρίση, ωστόσο, οι Έλληνες θεωρούν το «μεταναστευτικό/προσφυγικό». Αξίζει να σημειώσουμε εδώ ότι η έρευνα διεξήχθη λίγες ημέρες μετά την πυρκαγιά που κατάστρεψε ολοσχερώς το ΚΥΤ της Μόριας στη Λέσβο. Ακολουθούν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις (7,8) και η κλιματική αλλαγή (7,7).
Και η πανδημία; Παρ’ όλο το φόβο, την ανασφάλεια και τις ριζικές αλλαγές στη ζωή μας, οι Έλληνες μάλλον εξακολουθούν να αξιολογούν την κρίση αυτή ως φαινόμενο παροδικό. Έτσι, τοποθετούν την πανδημία της Covid-19 στην πέμπτη θέση στη λίστα των απειλών (με βαθμό 7,5), μπροστά μόνο από «το δημογραφικό» (7,3).
Μπορείτε να δείτε ολόκληρη την έρευνα εδώ