Στην Ελλάδα η κυβέρνηση με ουσιαστικά ανύπαρκτη εθνική πολιτική αντιμετώπισης του κορωνοϊού επέλεξε την θεωρητικά “εύκολη” λύση της καραντίνας. Το επιχείρησε τον Μάρτιο και το ξανακάνει τώρα αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις στην οικονομία.

Όμως χώρες με σοβαρότητα και συντονισμό των κινήσεων και με παρόμοια πληθυσμιακά δεδομένα έχουν βάλει τα γυαλιά σε όλη την Ευρώπη αλλά και στα όσα η κυβέρνηση μας παρουσιάζει ως λύσεις χωρίς εναλλακτική.

Νορβηγία και Φινλανδία, όχι μόνο κατάφεραν να κρατήσουν σε χαμηλό επίπεδο τα κρούσματα του νέου κορωνοιού εμφανίζοντας παράλληλα και τα χαμηλότερα ποσοστά θνητότητας στη Δύση, αλλά δεν χρειάστηκε να επιβάλλουν και αυστηρά περιοριστικά μέτρα.

Δηλαδή, κράτησαν τις οικονομίες και τις κοινωνίες τους σε μεγάλο βαθμό ανοιχτές, την ώρα που οι κυβερνητικοί παράγοντες επέβαλαν εκ νέου «lockdown» βάζοντας λουκέτο σε εστίαση και λιανεμπόριο και οδηγώντας την κοινωνία σε μια ανθρωπιστική καταστροφή καθώς τα χρήματα των πολιτών τελειώνουν και υπάρχει μείωση στις πωλήσεις ακόμα και των σούπερμάρκετ τα οποία αποτελούν το «βαρόμετρο» για το ποια είναι η οικονομική κατάσταση των Ελλήνων.

Η τακτική των δύο χωρών, παρόμοια με τη στρατηγική που υιοθέτησαν οι ασιατικές χώρες, τις θωράκισε αποφεύγοντας τα χειρότερα στην πανδημία, όπως υποστηρίζει η αμερικανική εφημερίδα «Wall Street Journal» σε άρθρο της.

Η «συνταγή» της επιτυχίας

Τον περασμένο Μάρτιο, οι χώρες έκαναν ένας μικρής διάρκειας στοχευμένο lockdown σε συνδυασμό με αυστηρούς συνοριακούς ελέγχους, και υποχρεωτικό τεστ Covid- 19, όπως και υποχρεωτική καραντίνα δέκα ημερών για όλους τους ταξιδιώτες.

Στην υπόλοιπη Ευρώπη, τα αυστηρά lockdowns στη διάρκεια της άνοιξης ήταν η εύκολη αλλά οικονομικά καταστρεπτική απάντηση στο να μειωθεί ο αριθμός των κρουσμάτων.

Κι όταν οι περισσότερες χώρες άνοιξαν εκ νέου τα σύνορά τους, οι τουρίστες του καλοκαιριού συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στη διασπορά του νέου πανδημικού κύματος, όπως διατείνονται επιδημιολόγοι και υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων.

Αλλά και τώρα, εν μέσω του δεύτερου κύματος της πανδημίας, οι δύο σκανδιναβικές χώρες ακολουθούν παρόμοια στρατηγική: αυστηρούς συνοριακούς ελέγχους, υποχρεωτική καραντίνα για τους ταξιδιώτες και λεπτομερή ιχνηλάτηση επαφών, αποφεύγοντας έτσι τη διασπορά μόλις εντοπίζονται κρούσματα.

Οι ταξιδιώτες στη Νορβηγία εισέρχονται στη χώρα μόνο με αρνητικό τεστ και μετά την άφιξή τους, μπαίνουν σε καραντίνα δέκα ημερών σε πιστοποιημένα ξενοδοχεία. Οι παραβάτες αντιμετωπίζουν υψηλά πρόστιμα ή απέλαση από τη χώρα…

Το έγκαιρο κλείσιμο των συνόρων στο πρώτο κύμα και η έκκληση της κυβέρνησης προς τους Φινλανδούς να μην ταξιδεύουν στο εξωτερικό, ήταν καίριας σημασίας για την επιτυχία της χώρας, αναφέρει στην αμερικανική εφημερίδα ο Μίκα Σαλμίνεν, επικεφαλής του Τμήματος Υγειονομικής Ασφαλείας και ένας εκ των «αρχιτεκτόνων» της στρατηγικής για την αντιμετώπιση της πανδημίας.

«Αυτό είχε ως συνέπεια να μην έχουμε εισαγόμενα κρούσματα, όπως στην υπόλοιπη Ευρώπη», επισημαίνει ο Μίκα Σαλμίνεν.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, και στις δύο χώρες υπήρξε ευρεία πολιτική συναίνεση στην εφαρμογή των μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας.

Παράλληλα, και οι δύο χώρες άδραξαν την ευκαιρία και τους καλοκαιρινούς μήνες προετοιμάστηκαν κατάλληλα για να αντιμετωπίσουν το κύμα του χειμώνα.

Υπάρχουν βέβαια και κάποιοι παράγοντες που τις ευνοούν, όπως η χαμηλή πυκνότητα πληθυσμού, οι προηγμένες ψηφιακές υποδομές, τα εύρυθμα συστήματα υγείας και τα σχετικά υψηλά επίπεδα εμπιστοσύνης της κοινής γνώμης προς την ηγεσία της χώρας τους.

Σχεδόν το 50% των 5,5 εκατομμυρίων Φινλανδών πολιτών χρησιμοποιούν την εφαρμογή ιχνηλάτησης επαφών της κυβέρνησης -μεταξύ των υψηλότερων ποσοστών στην Ευρώπη- και η συμμόρφωση με τους κανόνες υπερβαίνει το 80%.

Αλλά και οι επιχειρήσεις έχουν προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα.

Στην εταιρεία «OP Financial Group» με έδρα στο Ελσίνκι, περίπου οι εννέα χιλιάδες εργαζόμενοι σε σύνολο άνω των 12.000 εργαζομένων δούλεψαν την άνοιξη από το σπίτι.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Τώρα ο αριθμός αυτός έχει υποχωρήσει στις επτά χιλιάδες, όμως μόλις το 30% του προσωπικού μπορεί να προσέρχεται την ίδια ώρα στο γραφείο, εξηγεί η Χανακάισα Λενσισάλμι, επικεφαλής του Ανθρώπινου Δυναμικού στην εταιρεία.