Μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό «Κανάλι 1», ο υπουργός Επικρατείας, Γιώργος Γεραπετρίτης, διατύπωσε την εκτίμηση ότι «Είτε την επόμενη είτε τη μεθεπόμενη εβδομάδα θα πάμε σε ένα σταδιακό άνοιγμα της αγοράς και της κοινωνίας εκείνη όμως είναι η χρονική στιγμή κατά την οποία «θα πρέπει να δείξουμε πολύ μεγαλύτερη υπευθυνότητα όταν συμβεί αυτό».
Ξεκινώντας από την παραδοχή ότι «η σωρευμένη κούραση οδηγεί στην πραγματικότητα σε έλλειψη συμμόρφωσης», ο υπουργός Επικρατείας υπογράμμισε ότι «εξ αυτού του λόγου τα μέτρα έχουν πολύ χαμηλότερη αποτελεσματικότητα από ό,τι συνέβαινε σε προηγούμενες περιόδους –κι αυτό αποτυπώνεται και στους δείκτες. Και, μολονότι διανύουμε ήδη την 3η εβδομάδα της απαγόρευσης, εν τούτοις δεν έχουμε δει την αποτύπωση στη μείωση των δεικτών σε ό,τι αφορά τα κρούσματα, τους διασωληνωμένους και τους θανάτους. Δεν είναι πλέον θέμα ελέγχων, θέμα καταστολής, είναι περισσότερο ψυχικό και συνειδησιακό», αναγνώρισε για να προσθέσει:
«Θα πρέπει να τα ξαναδούμε τα θέματα, είναι αυτονόητο ότι είτε την επόμενη είτε τη μεθεπόμενη εβδομάδα θα πάμε σε ένα σταδιακό άνοιγμα της αγοράς και της κοινωνίας» και «θα πρέπει να δείξουμε πολύ μεγαλύτερη υπευθυνότητα όταν συμβεί αυτό. Δεν έχουμε άλλα περιθώρια για να παραμείνουμε κλειστοί –όχι μόνο για λόγους κοινωνικής αποσυμπίεσης, αλλά και για λόγους που έχουν να κάνουν με τα δημοσιονομικά μας, εξαντλούνται οι δυνατότητες που έχουμε για να μπορούμε να ενισχύουμε τους εργαζομένους και τις επιχειρήσεις», ανέφερε ακόμη ο Γ. Γεραπετρίτης. Και συμπερασματικώς, «θα επιστρέψουμε, αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει όλοι να επιδείξουμε μεγαλύτερη υπευθυνότητα όταν συμβεί αυτό».
Σε ένα άλλο θέμα της επικαιρότητας, αυτό της απεργίας πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα, τόνισε ότι «η κυβέρνηση έχει τηρήσει απαρέγκλιτα το νόμο, αυτό που ζητά ο κατάδικος κ. Κουφοντίνας είναι μια προτιμησιακή μεταχείριση απέναντι στο νόμο». Ζητά, με άλλα λόγια, «να μην εφαρμοσθεί ο νόμος», ο οποίος ρητά προβλέπει ότι εκείνοι οι οποίοι είναι καταδικασμένοι για βαριά αδικήματα να μην βρίσκονται σε καταστήματα όπως αυτό του Κορυδαλλού, και «για το λόγο αυτό δεν είναι δυνατόν να μεταχθεί εκεί.
Αυτό που επικαλείται ο ίδιος και όσοι βρίσκονται στο πλευρό αυτής της επίκλησης, είναι μια λογική επιείκειας, να δείξουμε επιείκεια έτσι ώστε να σωθεί μια ανθρώπινη ζωή».
Όμως, αντέτεινε ο υπουργός, «είναι επιλογή του ιδίου (σ.σ. του Δ. Κουφοντίνα) να είναι σε καθεστώς απεργίας πείνας (…) σε καμία έννομη τάξη του πολιτισμένου κόσμου δεν υπάρχει δικαίωμα κρατουμένου να επιλέγει τον τόπο της κράτησής του. Ζητεί την επιείκεια της Πολιτείας, την οποία ο ίδιος έχει πληγώσει βάναυσα, όχι μόνο από τις δολοφονίες των πολιτών αλλά και εκ του γεγονότος ότι δεν έχει επιδείξει καμία μεταμέλεια», ανέφερε ο Γ. Γεραπετρίτης με την ταυτόχρονη επισήμανση, «η Ελλάδα έχει μια συντεταγμένη έννομη τάξη, παρέχει σε όλους τους πολίτες –ακόμη και σε εκείνους που έχουν καταδικαστεί για βαριά αδικήματα όσα η έννομη τάξη προβλέπει και ιδίως τη δυνατότητα για μια αποτελεσματική προσφυγή στη δικαιοσύνη».
Και διεμήνυσε, «εάν ο κ. Κουφοντίνας θεωρεί ότι αδικείται, βεβαίως μπορεί να προσφύγει, και εάν υπάρξει μια θετική απόφαση για τον ίδιο, η Ελλάδα είναι η χώρα που σέβεται και συμμορφώνεται στις δικαστικές αποφάσεις –αυτό θα πράξει και τώρα. Δεν το έχει πράξει ως σήμερα, επιλέγει με τον τρόπο αυτό να εκβιάσει την ελληνική Πολιτεία έτσι ώστε να ικανοποιήσει το αίτημά του. Καταλαβαίνουμε τι ασκό του Αιόλου ανοίγουμε εάν η συντεταγμένη Πολιτεία υπαναχωρεί σε αιτήματα που εκφράζονται με τον εκβιαστικό αυτό τρόπο…», ανέφερε εμφατικά.
Σχολιάζοντας δε, αιτιάσεις που θέλουν την κυβέρνηση να επιθυμεί το θάνατο του απεργού, απάντησε ότι «εκείνος ο οποίος θέλει νεκρό, δεν μπορεί να είναι εκείνος που εφαρμόζει το Δίκαιο. Εμείς όχι μόνο δεν θέλουμε νεκρό τον κ. Κουφοντίνα, αλλά έχουμε κινητοποιήσει κάθε δυνατό μέσο για να διασφαλίσουμε την υγεία του».
Και απαντώντας απευθυνόμενος στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης ειδικότερα, εξέφρασε την έκπληξή του ότι «αντί ο κ. Τσίπρας να ζητεί από τον ίδιο τον κ. Κουφοντίνα να σταματήσει την απεργία πείνας διασφαλίζοντας την υγεία και τη ζωή του, ζητεί από την Πολιτεία να ικανοποιήσει το αίτημά του. Εκείνος που θέλει τον Κουφοντίνα νεκρό δεν μπορεί να είναι εκείνος που πράττει τα πάντα για να τον κρατήσει ζωντανό, αλλά είναι αυτός που δεν ζητεί να σταματήσει την απεργία πείνας».
Κληθείς να σχολιάσει την παραίτηση Ταραντίλη και κατά πόσο συνδέεται με την υπόθεση Λιγνάδη, δήλωσε πως ο τέως κυβερνητικός εκπρόσωπος είναι «καταξιωμένος ακαδημαϊκός και πολύ ικανός άνθρωπος και φίλος, βουλευτής Επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας, έχει ένα οικογενειακό πρόβλημα που δεν του επιτρέπει να ασκεί με αφοσίωση τα καθήκοντά του. Ο ίδιος δήλωσε με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο δεν συνδέεται με οποιαδήποτε πολιτική επιλογή, είναι αμιγώς προσωπικό και οικογενειακό, και ζήτησε από όλους να το σεβαστούν». Και, εν κατακλείδι, κάλεσε όλους «να επιδείξουν τον ανάλογο σεβασμό όταν πρόκειται για τέτοιου τύπου ζητήματα και να μην προσπαθούν να κάνουν κομματική εκμετάλλευση».
Σε ό,τι αφορά την υπόθεση του Δημήτρη Λιγνάδη, επανέλαβε ότι πέντε ώρες μετά την πρώτη συνέντευξη που φωτογράφιζε, χωρίς να αναφέρεται ονομαστικά, τον κ. Λιγνάδη, εκείνος παραιτείται, ενώ υπήρξε παρέμβαση της υπουργού Πολιτισμού προς την κατεύθυνση αυτή που επίσπευσε την παραίτηση. «Δυσκολεύομαι να καταλάβω με ποιον τρόπο λογίζεται αυτό ως καθυστέρηση (…) δεν υπήρχε φάκελος να σταλεί στην Εισαγγελία γιατί δεν υπήρχε ακόμη επώνυμη καταγγελία. Όταν προέκυψαν επώνυμες καταγγελίες, η κ. Μενδώνη ζήτησε την πλήρη διαλεύκανση όλων των υποθέσεων που αφορούν τον καλλιτεχνικό χώρο θέτοντας το Υπουργείο Πολιτισμού στη διάθεση της οποιασδήποτε έρευνας. Άρα, όχι μόνο δεν υπήρξε καμία συγκάλυψη, αλλά υπήρξε πλήρης αποκάλυψη του θέματος». Και πρόσθεσε: «εκείνοι οι οποίοι διατείνονται ότι γνώριζαν, έχουν βαρύτατη ευθύνη. Όλα αυτά τα χρόνια υπήρχε συγκάλυψη, η αποκάλυψη έρχεται επί της παρούσας κυβέρνησης, η σύλληψη έρχεται επί της παρούσας κυβέρνησης και η δίκη θα γίνει επί της παρούσας κυβέρνησης», ανέφερε με έμφαση.
Ενώ αναφέρθηκε και στις νομικές προβλέψεις: «Ο Ποινικός Κώδικας τον οποίον έφερε λίγες ημέρες πριν τις εκλογές του 2019 η προηγούμενη κυβέρνηση, κατέστησε ηπιότερο το πλαίσιο για αυτού του τύπου τα εγκλήματα και σε ό,τι αφορά τις ποινές και σε ό,τι αφορά την παραγραφή. Αμέσως με την ανάληψη της νέας διακυβέρνησης υπήρξε μια σύμμετρη αυστηροποίηση, π.χ. ο ομαδικός βιασμός κατέστη έγκλημα το οποίο τιμωρείται ως ισόβια, κάτι που δεν προβλεπόταν, επίσης είχαμε ως ελάχιστο όριο ποινής τα 10 έτη για την περίπτωση του βιασμού που επίσης δεν προβλεπόταν».
Ανακοίνωσε δε, ότι «τη στιγμή αυτή βρισκόμαστε σε μελέτη συνολικά του πλαισίου για τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας αξιοπρέπειας, πολύ σύντομα θα φέρουμε στη Βουλή τις τροποποιήσεις που θα συνιστούν αυστηροποίηση του υφιστάμενου πλαισίου».