Πολλά είναι τα ερωτήματα που έχουν δημιουργηθεί γύρω από τον εμβολιασμό χιλιάδων πολιτών ηλικίας 60-64 ετών, που ολοκλήρωσαν τον εμβολιασμό με Pfizer ή Moderna ενώ θα έπρεπε να λάβουν την δεύτερη δόση τον Μάιο.
Ο απολογισμός που κατέθεσε στην Βουλή ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας Βασίλης Κοντοζαμάνης περιγράφει μεταξύ άλλων έναν αριθμό 9.213 ατόμων που εμβολιάστηκαν και με την δεύτερη δόση (έχουν ολοκληρώσει δηλαδή την διαδικασία) και ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα 60-64 ετών, ως την Κυριακή 21 Φεβρουαρίου. Ο αριθμός αυτός δεν αφορά υγειονομικούς, Σώματα Ασφαλείας, κτλ., για τους οποίους έχουν κατατεθεί ξεχωριστά στοιχεία. Σημειώνεται ότι ο κ. Κοντοζαμάνης, απαντώντας σε ερώτηση της Νάντιας Γιαννακοπούλου του ΚΙΝΑΛΛ, φροντίζει εξ αρχής να απομακρύνει τις ευθύνες από την κυβέρνηση, λέγοντας ότι «η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών είναι αυτή που έχει θέσει τις προτεραιότητες … έχει γνωμοδοτήσει για την προτεραιοποίηση ευπαθών ομάδων … αφ’ ενός ευπαθείς λόγω ηλικίας και αφ’ ετέρου λόγω υποκείμενου νοσήματος … η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών συστήνει τον εμβολιασμό με το εμβόλιο της AstraZeneca για άτομα ηλικίας δεκαοκτώ έως εξήντα τεσσάρων ετών … εμβολιάζουμε τα άτομα εξήντα έως εξήντα τεσσάρων ετών».
Τα δεδομένα αυτά δεν θα ήταν προβληματικά, αν δεν υπήρχε η κρίσιμη λεπτομέρεια του εμβολίου της Astrazeneca/Oxford που χορηγείται αποκλειστικά σε αυτή την πληθυσμιακή ομάδα την τρέχουσα περίοδο. Για το συγκεκριμένο εμβόλιο προβλέπεται η χορήγηση δεύτερης δόσης 12 εβδομάδες μετά την πρώτη, δηλαδή χονδρικά τρεις μήνες αργότερα. Ωστόσο, ο εμβολιασμός της ηλικιακής ομάδας 60-64 ετών με το εμβόλιο της Astrazeneca/Oxford ξεκίνησε στις 10 Φεβρουαρίου. Έτσι, δεύτερη δόση θα μπορεί να χορηγηθεί το νωρίτερο την πρώτη εβδομάδα του Μαΐου.
Από αυτό, είναι προφανές ότι μέσα σε λιγότερο από δύο μήνες (από τον πρώτο εμβολιασμό στις γιορτές μέχρι τις 21 Φεβρουαρίου), το σύστημα με κάποιο τρόπο άνοιξε ένα «παραθυράκι» για 9.213 άτομα ηλικίας 60-64 ετών ώστε να πάρουν εκτός προτεραιότητας τα εμβόλια της Pfizer/BioNTech ή της Moderna. Ο αριθμός αυτός ξεπερνά ελαφρά το 1% του συνόλου των δόσεων, αντιστοιχεί δηλαδή περίπου στο 1% των προσώπων που έχουν μέχρι τώρα εμβολιαστεί. Οι συνειρμοί που κάνουμε όσοι ανήκουμε στους άλλους, στο «99%», είναι αρκετά σαφείς…