Η χθεσινή δολοφονία του Γιώργου Καραϊβάζ με 13 σφαίρες δεν σόκαρε. Έθλιψε, προβλημάτισε αλλά δεν σόκαρε μία κοινωνία που πλέον έχει συνηθίσει ν’ ακούει για «ξεκαθαρίσματα λογαριασμών», «επαγγελματίες εκτελεστές», «ενέδρες θανάτου» .
Πιο πολύ απ’ όλα όμως οι συγκεκριμένες εκφράσεις έχουν συνδυαστεί με κάτι άλλο στο μυαλό των πολιτών. Ότι δεν συλλαμβάνονται ποτέ οι δράστες.
Πλέον οι «μαφιόζικες εκτελέσεις» γίνονται μέρα μεσημέρι, οι εκτελεστές δρουν άνετοι με το φως του ηλίου σαν να γνωρίζουν πως δεν πρόκειται να συλληφθούν, σαν να έχουν γύρω τους ένα «αόρατο δίχτυ» προστασίας.
Το γεγονός ότι τα τελευταία 3 χρόνια έχουν συμβεί περίπου 10, ίσως και παραπάνω, δολοφονίες ανθρώπων που εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα σε μία συγκεκριμένη δικογραφία η οποία «ακουμπά» τα υψηλότερα κλιμάκια της ελληνικής κοινωνίας και της εξουσίας και δεν έχει συλληφθεί ή προσαχθεί ούτε ένας ύποπτος δημιουργεί σοβαρά ερωτήματα.
Κυριολεκτικά τους τρώνε «έναν-έναν».
Ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι η Ελλάδα είναι μία πολύ «ρηχή» κοινωνία και ως εκ τούτου έχει και πολύ «ρηχό» υπόκοσμο. Όλοι γνωρίζουν τους πάντες και τίποτα δεν μένει κρυφό.
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον μετά από τόσες δολοφονίες και ούτε μία σύλληψη αρχίζουν και δημιουργούνται σοβαρά ερωτήματα μήπως υπάρχει πολύ υψηλή κάλυψη. Μήπως τελικά παρακράτος και υπόκοσμος δεν επικοινωνούν απλά, αλλά ταυτίζονται;
Φυσικά αυτού του είδους οι «ανεξιχνίαστες δολοφονίες» δεν είναι προϊόν μόνο των τελευταίων χρόνων, αλλά ξεκίνησαν από την εποχή των πρώτων μνημονίων. Συγκεκριμένα από την δολοφονία Γκιόλια και μετά το 2010, το μοτίβο επαναλαμβάνεται. Μάλιστα για τη συγκεκριμένη υπόθεση υπήρξε μαρτυρία από την Κύπρο για τους δολοφόνους, αλλά δεν ασχολήθηκε κανείς, γιατί;
Μετά τη δολοφονία Καραϊβάζ το ερώτημα που καίει αρκετούς δεν είναι ποιος τον σκότωσε αλλά ποιος έχει σειρά…