«Υποκριτική, επιλεκτική και προσβλητική» χαρακτηρίζει τη ρύθμιση για το ακαταδίωκτο των μελών Επιτροπών για τη διαχείριση της πανδημίας, ο Ανδρέας Ξανθός.
Ο τομεάρχης Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ, σε δήλωσή του, σημειώνει ότι η κυβέρνηση ψήφισε χθες, χωρίς προηγούμενη διαβούλευση, μια τροπολογία με πολλά προβλήματα και υπογραμμίζει ότι «προφανώς δεν μπορεί να ποινικοποιείται η επιστημονική γνώμη, αλλά δεν μπορεί ταυτόχρονα να παραμένει τελείως απροστάτευτο νομικά το ιατρικό έργο και η νοσηλευτική φροντίδα που παρέχεται κάτω από αντίξοες συνθήκες στους ασθενείς».
«Το πρόβλημα λοιπόν είναι ότι η κυβέρνηση χρησιμοποιεί με αυτή την τροπολογία “δυο μέτρα και δυο σταθμά”, με στόχο να κρύψει τις δικές της πολιτικές ευθύνες για την υγειονομική τραγωδία που βιώνει η κοινωνία και η χώρα», καταλήγει ο Ανδρέας Ξανθός.
Ολόκληρη η δήλωση του Ανδρέα Ξανθού
Η κυβέρνηση έσπευσε χθες να ψηφίσει μόνη της, χωρίς διαβούλευση και συζήτηση με κανένα, μια τροπολογία που θεσμοθετεί το «ακαταδίωκτο» των μελών 3 Επιτροπών του Υπουργείου Υγείας με ειδικό ρόλο στη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης. Μόνο που η ρύθμιση αυτή έχει πολλά προβλήματα.
Πρώτον, στην 11μελή «Εθνική Επιτροπή Προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του κορονοϊού covid -19» που επίσημα εισηγείται στην κυβέρνηση (ενώ η γνωστή «Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων» απλώς γνωμοδοτεί), περιλαμβάνονται και μέλη που είναι πολιτικά πρόσωπα (Γενικοί Γραμματείς του Υπουργείου Υγείας) ή είναι πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης σε κρίσιμους φορείς (ΕΟΦ, ΕΟΠΥΥ κλπ) και άρα πλήττεται η βασική αρχή της δημόσιας λογοδοσίας στελεχών της Διοίκησης και της δυνατότητα ελέγχου τους από τη Δικαιοσύνη.
Δεύτερον, πέρα από το εύλογο «δεν ευθύνονται και δεν διώκονται» για τα μέλη Επιστημονικών Επιτροπών που προσφέρουν χωρίς αμοιβή τις υπηρεσίες τους και γνωμοδοτούν για θέματα προστασίας της Δημόσιας Υγείας, υπάρχει και το «δεν εξετάζονται» που δημιουργεί την αίσθηση της «προστασίας» προς αυτόν που έχει την αποκλειστική ευθύνη των πολιτικών αποφάσεων, δηλαδή την κυβέρνηση.
Τρίτον και πιο σημαντικό, η κυβέρνηση έρχεται να «θεραπεύσει» ένα πρόβλημα (στοχοποίηση των επιστημόνων) που η ίδια δημιούργησε με την «εργαλειοποίηση» της Επιτροπής, την αδιαφάνεια στη λειτουργία της και τη συστηματική μετάθεση στους ειδικούς της ευθύνης για την λήψη περιοριστικών μέτρων. Η νομοθετική αυτή ρύθμιση θα ήταν τελείως αχρείαστη, αν η κυβέρνηση είχε από την αρχή ξεκαθαρίσει στην κοινή γνώμη ότι ο ρόλος της Επιτροπής είναι αμιγώς επιστημονικός και γνωμοδοτικός και ότι την ευθύνη των πολιτικών αποφάσεων και της εξειδίκευσης των μέτρων την έχει αποκλειστικά η ίδια, αν δημοσιοποιούνταν τα πρακτικά της Επιτροπής και μπορούσε κάθε πολίτης να παρακολουθήσει τον επιστημονικό διάλογο για την εκτίμηση κινδύνου και την ενδεικνυόμενη υγειονομική στρατηγική. Αυτό η κυβέρνηση δεν το ήθελε γιατί θα μπορούσε η κοινωνία να αντιληφθεί την συστηματική προσπάθεια της να εκμαιεύσει σε κάθε κρίσιμη φάση την εκ των υστέρων επιστημονική συνηγορία σε προειλημμένες πολιτικές αποφάσεις (όπως τώρα με το άνοιγμα της εστίασης και του τουρισμού), αλλά ταυτόχρονα να αποφύγει και το πολιτικό κόστος «δείχνοντας» τους επιστήμονες.
Είναι λοιπόν υποκριτική, επιλεκτική και προσβλητική αυτή η ρύθμιση. Γιατί προφανώς δεν μπορεί να ποινικοποιείται η επιστημονική γνώμη, αλλά δεν μπορεί ταυτόχρονα να παραμένει τελείως απροστάτευτο νομικά το ιατρικό έργο και η νοσηλευτική φροντίδα που παρέχεται κάτω από αντίξοες συνθήκες στους ασθενείς. Δεν μπορεί δηλαδή οι γιατροί και οι νοσηλευτές του ΕΣΥ να είναι τελείως έκθετοι σε μια «βιομηχανία» αγωγών και μηνύσεων εναντίον τους από συγγενείς ασθενών που έχασαν τη ζωή τους λόγω covid-19. Και φυσικά, δεν μπορεί την ίδια ώρα η κυβέρνηση να καλύπτει Διοικήσεις νοσοκομείων που έχουν ασκήσει πειθαρχικές διώξεις ή έχουν στείλει στον Εισαγγελέα συνδικαλιστές υγειονομικούς επειδή ανέδειξαν υπαρκτά προβλήματα και ελλείψεις στα νοσοκομεία ή τραγικά λάθη στη διαχείριση της πανδημίας.
Το πρόβλημα λοιπόν είναι ότι η κυβέρνηση χρησιμοποιεί με αυτή την τροπολογία «δυο μέτρα και δυο σταθμά», με στόχο να κρύψει τις δικές της πολιτικές ευθύνες για την υγειονομική τραγωδία που βιώνει η κοινωνία και η χώρα.