Για το εργασιακό νομοσχέδιο, το οποίο αναμένεται να τεθεί σύντομα προς συζήτηση στη Βουλή, μίλησε ο υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Πάνος Τσακλόγλου.
Αφού αρχικά επικαλέστηκε όλο το φάσμα των «εκσυγχρονιστικών» δικαιολογιών περί απορρύθμισης της αγοράς χωρίς καμία αναφορά στο γεγονός ότι δεν επιδιώκεται σε μία υγιή οικονομία αλλά σε μία οικονομία που υπέστη διαδοχικά τρία μνημόνια και μία πανδημία, με αρνητική πανευρωπαϊκή πρωτιά ανεργίας και 1 εκατομμύριο ανέργους όπως επεσήμαναν οι δημοσιογράφοι, ο κ. Τσακλόγλου καταφέρθηκε εναντίον «μερίδας συνδικαλιστών και κομμάτων της αντιπολίτευσης» για τις αντιδράσεις που εντείνονται για τις νέες αντεργατικές πολιτικές που προωθεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Καθώς μέχρι σήμερα για να γίνει διευθέτηση χρόνου εργασίας πρέπει να υπάρχει συλλογική συμφωνία επιχειρήσεων και συνδικαλιστικών οργανώσεων, ο κ. Τσακλόγλου υποστήριξε ότι σε επιχειρήσεις που δεν υπάρχουν συνδικάτα η κυβέρνηση Μητσοτάκη προτείνει να γίνεται και σε ατομικό επίπεδο.
Φυσικά, προσπερνώντας το ότι τα συνδικάτα υφίστανται για να εξισώνουν στη διαπραγμάτευση εργοδότη και εργαζόμενους και ό,τι χωρίς αυτά δεν υφίσταται «διαπραγμάτευση» αλλά ουσιαστικά επαφίεται στον εργοδότη αν θα είναι «καλός» ή θα εκβιάσει με ανεργία τον εργαζόμενο, προκειμένου να πετύχει την ατομική συμφωνία.
Σημειώνεται πως το ότι οι εκσυγχρονιστικές δικαιολογίες περί νέων τύπων εργασίας δεν στέκονται σε καμία σοβαρή χώρα, μπορεί εύκολα να το δει κανείς στις δεκάδες δικαστικές καταδίκες διεθνώς εις βάρος πλατφορμών που προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν εργαζόμενους, όπως πρόσφατα της Uber στη Βρετανία.
Αλλά ο στόχος της κυβέρνησης Μητσοτάκη φαίνεται ότι είναι και σε αυτή την περίπτωση η «παιδαγώγηση» εις βάρος του συνδικαλισμού, όπως αντίστοιχα με τα sms για να βελτιωθεί η… υπάκοή. Ο κ. Τσακλόγλου το λέει καθαρά: «Γιατί γνωρίζει το συνδικάτο μου καλύτερα από ό,τι γνωρίζω εγώ, τις ανάγκες που έχω σε ατομικό επίπεδο;», αναρωτιέται.
«Θέλουμε να έχουμε προστασία των εργαζόμενων, αλλά να έχουμε και ανταγωνιστικές επιχειρήσεις», υποστηρίζει στη συνέχεια ο κ. Τσακλόγλου, υποστηρίζοντας το νεοφιλελεύθερο αφήγημα περί απορρύθμισης της αγοράς εργασίας και χωρίς καμία αναφορά στο γεγονός ότι η ελληνική οικονομία αποτελείται στην συντριπτική της πλειοψηφία από πολύ μικρές, μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις που παραμένουν από την αρχή των μνημονίων αποκλεισμένες από την ρευστότητα και τον φθηνό δανεισμό, ώστε να μπορέσουν να εκσυγχρονίσουν προϊόντα και μέσα παραγωγής, να δημιουργήσουν συνέργειες και να καταστούν ανταγωνιστικές.
Ο κ. Τσακλόγλου επιμένει να απορρίπτει ακόμη και τις συλλογικές συμβάσεις: «Αν το συνδικάτο σας για οποιονδήποτε λόγο πει “αυτό δεν θέλουμε να γίνει”, γνωρίζει καλύτερα από τον εργαζόμενο τις ανάγκες του;» αναρωτήθηκε, παρότι κανένα δευτεροβάθμιο ή τριτοβάθμιο συνδικάτο δεν εκφέρει απόψεις περί εταιρικών σχεδίων εκσυγχρονισμού, επενδύσεων κτλ., παρά μόνο για τα δικαιώματα και τις δίκαιες αμοιβές των εργαζόμενων.