Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του Κινήματος Αλλαγής, Μιχάλης Κατρίνης αναφέρθηκε στην αναπτυξιακή υστέρηση της χώρας παρά τα λεγόμενα της κυβέρνησης.
Σύμφωνα με τον κ. Κατρίνη «τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, δείχνουν ότι η Ελλάδα βρίσκεται στον πάτο της κατάταξης σε συγκεκριμένους τομείς που συνδέονται με το επιχειρηματικό περιβάλλον αφού:
- Είναι στην 156η θέση σε ζητήματα που σχετίζονται με Καταχώρηση και μεταβίβαση ιδιοκτησίας.
- Είναι στην 86η θέση στη διεκπεραίωση οικοδομικών αδειών.
- Είναι στην 119η θέση στη λήψη πιστώσεων
- Είναι στην 27η θέση ανάμεσα σε 28 χώρες της Ε.Ε. στο δείκτη ψηφιακής ωριμότητας.
- Παραμένει στάσιμη στην 29η θέση στο δείκτη φορολογικής ανταγωνιστικότητας.
- Παραμένει στάσιμη στο δείκτη της κυβερνητικής αποτελεσματικότητας του IMD».
Ο κ. Κατρίνης αναφέρθηκε σε σοβαρές καθυστερήσεις στην υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων του Αναπτυξιακού Νόμου, αφού μεσολαβούν 2 χρόνια από την ανακοίνωση της πρόσκλησης μέχρι την απόφαση υπαγωγής, ενώ στις περιφέρειες τα επενδυτικά σχέδια έχουν βαλτώσει για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο ετών. Τόνισε ότι είναι πολύ χαμηλός ο αριθμός των επενδυτικών σχεδίων που υλοποιούνται, αφού δεν μπορούν να δανειοδοτηθούν από τις τράπεζες, ενώ είναι σαφές ότι χρειάζεται αναμόρφωση του πλαισίου με μεγαλύτερα ποσοστά άμεσων ενισχύσεων, ειδικά για τις επιχειρήσεις που εδρεύουν στην περιφέρεια. Αναφερόμενος στο σχέδιο για την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, ο κ. Κατρίνης επισήμανε ότι πρόκειται για ένα σχέδιο που δεν ενισχύει τις παραγωγικές επενδύσεις στην Ελλάδα, αντίθετα ενθαρρύνει την εισαγωγή πρώτων υλών και προϊόντων από εταιρείες του εξωτερικού, στοχεύοντας στην απορρόφηση και όχι την αξιοποίηση των πόρων. Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του Κινήματος Αλλαγής ανέφερε ότι το επενδυτικό κενό για το 2019 στην Ελλάδα ξεπέρασε τα 20 δις, ενώ σύμφωνα με την Κομισιόν, το 2022 θα έχουμε μεν ανάπτυξη 6% αλλά το 2023 και το 2024 ο ρυθμός θα πέσει στο 2,4% και το 1,7% αντίστοιχα, εκτίμηση αρκούντως ανησυχητική.
Τόνισε ότι κάτω από αυτές τις συνθήκες, η κυβέρνηση θα έπρεπε να είχε θέσει δύο προτεραιότητες:
- Να διαμορφώσει ένα ολιστικό σχέδιο ανάπτυξης που δε θα περιθωριοποιεί τις μικρές επιχειρήσεις
- Να διαμορφώσει μια συνεκτική πρόταση για αλλαγές στο Σύμφωνο Σταθερότητας, με ρεαλιστικούς στόχους για χαμηλά πλεονάσματα.
Παράλληλα , χαρακτήρισε ως προϋποθέσεις για την ανάπτυξη:
- Την πολιτική σταθερότητα και συναίνεση σε συνδυασμό με την προστασία της κοινωνικής συνοχής.
- Την απλοποίηση και κωδικοποίηση της νομοθεσίας και την ηλεκτρονική διασύνδεση των συστημάτων δημοσίων υπηρεσιών
- Τις πολιτικές ενίσχυσης της καινοτομίας και ψηφιακής τεχνολογίας
- Την επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης και την φορολογική σταθερότητα.