Η Φώφη Γεννηματά κατά την προσέλευσή της στην προπαρασκευαστική σύνοδο των ηγετών του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος στις Βρυξέλλες τόνισε ότι δεν θα πρέπει να υπάρχει άλλη υποχωρητικότητα έναντι της Τουρκίας.
Όπως τόνισε χαρακτηριστικά, «η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη για να πει το ναι στη θετική ατζέντα για την Τουρκία πρέπει να διασφαλίσει συγκεκριμένες δεσμεύσεις από τη γειτονική χώρα στη λογική ενός νέου Ελσίνκι.
Όπως την υποχρέωση της Τουρκίας να προσχωρήσει στη Σύμβαση για το Δίκαιο της θάλασσας, την άρση του casus belli κατά της Ελλάδας, την πλήρη εγκατάλειψη κάθε προκλητικής ενέργειας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, τη συνεργασία για την εξεύρεση βιώσιμης λύσης στο Κυπριακό.
Καθαρές πολιτικές, καθαρές κουβέντες. Όχι άλλη υποχωρητικότητα στην Τουρκία».
Η Τουρκία εμφανίζει διάθεση επαναπροσέγγισης γιατί θέλει στήριξη στα προβλήματά της
Όσον αφορά τη σχέση μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας η κ. Γεννηματά τόνισε ότι η γειτονική χώρα «εμφανίζει διάθεση επαναπροσέγγισης με την Ευρώπη, γιατί επιζητά στήριξη στα πολλαπλά προβλήματα που αντιμετωπίζει, μέσω της «θετικής ατζέντας» της Ε.Ε. Είναι ευκαιρία να δεσμεύσουμε την Τουρκία, να αποδεχθεί και να εφαρμόζει τις Ευρωπαϊκές αξίες. Όπως πρότεινε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Καθαρές πολιτικές. Στη λογική ενός «νέου Ελσίνκι». Το δικό μας ναι στην «θετική ατζέντα, προϋποθέτει το ναι της Τουρκίας στην υποχρέωση της να προσχωρήσει στη Σύμβαση για το Δίκαιο της θάλασσας (ως πλαίσιο για την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών), στην πλήρη εγκατάλειψη των επιθετικών ενεργειών σε Αιγαίο και Αν. Μεσόγειο, στην άρση του casus belli κατά της Ελλάδας και στην συνεργασία για την εξεύρεση βιώσιμης λύσης στο Κυπριακό.
Αναφερόμενη επίσης στην οικονομική Ανάκαμψη, επεσήμανε ότι «η κρίση της πανδημίας δημιούργησε ύφεση και νέες κοινωνικές ανισότητες. Χρειάζεται μια «δικαιότερη Ευρώπη» για να αποφύγουμε νέα κοινωνική κρίση. Χωρίς το «νεκρό» πια Σύμφωνο Σταθερότητας, την πολιτική της διαρκούς λιτότητας και της κοινωνικής ανέχειας. Να μειώσουμε τις ανισότητες. Το Ταμείο Ανάκαμψης πρέπει να πάρει μόνιμα χαρακτηριστικά, ως μέσο στήριξης και ανάπτυξης των διαρθρωτικών αλλαγών στην Ευρώπη».