Η αδιαφάνεια στις δημόσιες συμβάσεις επί κυβέρνησης Μητσοτάκη προκαλεί σοκ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων, οι απευθείας αναθέσεις και οι κλειστοί διαγωνισμοί έχουν ξεπεράσει πλέον τα 7,5 δισεκατομμύρια ευρώ.
Τον περασμένο Απρίλιο, ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Δημήτρης Παπαδημούλης έφερε με σχετική του ερώτηση το ζήτημα στην Κομισιόν καταθέτοντας τα σχετικά στοιχεία τα οποία είναι άκρως αποκαλυπτικά.
Τότε, επισήμανε πως το 42% των δημοσίων συμβάσεων στη χώρα μας ανατέθηκαν με διαδικασίες στις οποίες συμμετείχε μόλις ένας υποψήφιος, ενώ 3,66 δισ. ευρώ αφορούν κλειστούς διαγωνισμούς και 2,9 δισ. ευρώ απευθείας αναθέσεις. Τα ποσοστά για τους κλειστούς διαγωνισμούς και τις απευθείας αναθέσεις είναι αντίστοιχα 17,5% και 13,9%.
Τώρα, έρχεται η απάντηση δια του Επιτρόπου για την Εσωτερική Αγορά, Τιερί Μπρετόν ο οποίος, απαντώντας στον Αντιπρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και επικεφαλής της Ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, αναφορικά με τις μαζικές παρεκκλίσεις στην Ελλάδα, από τις ευρωπαϊκές διατάξεις περί δημοσίων συμβάσεων.
Στην απάντησή του ο Ευρωπαίος Επίτροπος συμμερίζεται τις ανησυχίες που εκφράζει στην ερώτησή του ο Δημ. Παπαδημούλης για την ποιότητα του νομικού πλαισίου των δημοσίων συμβάσεων και τα συναφή ζητήματα που αφορούν τη λειτουργία του εθνικού συστήματος για τις δημόσιες συμβάσεις και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου προς τις ελληνικές αρχές, υπογραμμίζοντας πως «οι συχνές μεταρρυθμίσεις στη νομοθεσία για τις δημόσιες συμβάσεις έχουν ως αποτέλεσμα την έκδοση διάσπαρτων νομοθετικών πράξεων και προκαλούν αστάθεια».
Στο ίδιο μήκος κύματος τονίζει πως «η χαμηλή ποιότητα της εθνικής νομοθεσίας για τις δημόσιες συμβάσεις μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση την πλήρη συμμόρφωση με τις αρχές της ίσης μεταχείρισης, της απαγόρευσης των διακρίσεων, της αναλογικότητας και της διαφάνειας, που αποτυπώνονται στις εν λόγω οδηγίες, οι οποίες συνιστούν αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής χρήσης του δημοσίου χρήματος ενισχύοντας τον ανταγωνισμό και ελαχιστοποιώντας τον κίνδυνο διασπάθισης δημοσίου χρήματος».
Ακολουθούν η ερώτηση και η απάντηση:
Ερώτηση με αίτημα γραπτής απάντησης E-001452/2022
προς την Επιτροπή
Άρθρο 138 του Κανονισμού
Δημήτριος Παπαδημούλης (TheLeft)
Θέμα: Μαζικές παρεκκλίσεις από τις διατάξεις περί δημοσίων συμβάσεων στην Ελλάδα
Σύμφωνα με τον πίνακα αποτελεσμάτων της ενιαίας αγοράς για το 2020, η Ελλάδα σημειώνει πολύ κακή επίδοση στην πλειονότητα των δεικτών που αφορούν τις δημόσιες συμβάσεις, ενώ το ποσοστό των συμβάσεων που ανατέθηκαν στο πλαίσιο διαδικασιών με μόλις έναν υποψήφιο αυξήθηκε στο 42%.
Επιπλέον, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων (ΕΑΑΔΗΣΥ), από το σύνολο των δημοσίων συμβάσεων της περιόδου 1.1.2020 έως 31.10.2021, 3,66 δισεκατομμύρια ευρώ αφορούν κλειστούς διαγωνισμούς (17,5%) και 2,9 δισεκατομμύρια ευρώ απευθείας αναθέσεις (13,9%), εκ των οποίων μόλις 358 εκατομμύρια ευρώ συνδέονται με την πανδημία (1,7%). Από το 2021, η ελληνική κυβέρνηση αύξησε τα όρια των απευθείας αναθέσεων.
Παράλληλα, στο όνομα του κατεπείγοντος και συχνά χωρίς προηγούμενη γνώμη της ΕΑΑΔΗΣΥ, πληθώρα ρυθμίσεων εισάγουν, είτε εξαιρέσεις από διατάξεις της νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων[6], είτε αυτοτελή συστήματα δημοσίων συμβάσεων ειδικά για συγκεκριμένους φορείς μέσω εσωτερικών κανονισμών. Οι μεθοδεύσεις αυτές εγείρουν ζητήματα νομιμότητας και ασφάλειας δικαίου, ανοίγουν τον δρόμο για μαζικές απευθείας αναθέσεις και αυξάνουν τον κίνδυνο διασπάθισης δημοσίου χρήματος.
Ερωτάται η Επιτροπή:
Με ποια μέτρα διασφαλίζει την οµοιόµορφη και αποτελεσµατική εφαρµογή των κανόνων περί δημοσίων συμβάσεων;
Με ποιον τρόπο θα διασφαλίσει ότι ο κατακερματισμός του πλαισίου για τις δημόσιες συμβάσεις δεν οδηγεί σε διασπάθιση δημοσίου χρήματος και σε παραβίαση των θεμελιωδών αρχών της ίσης μεταχείρισης, της διαφάνειας και του ανταγωνισμού;
EL, E-001452/2022
Απάντηση του κ. Breton
εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Η Επιτροπή παρακολουθεί τη συμμόρφωση των κρατών μελών με την ενωσιακή νομοθεσία για τις δημόσιες συμβάσεις μέσα από ένα φάσμα εργαλείων, τα οποία ποικίλλουν, από τα προληπτικά μέτρα και την έγκαιρη επίλυση προβλημάτων μέχρι την προληπτική παρακολούθηση και τη στοχευμένη επιβολή, σύμφωνα με την ανακοίνωση: «Δίκαιο της ΕΕ: Καλύτερη εφαρμογή για καλύτερα αποτελέσματα».
Προκειμένου να βοηθήσει τα κράτη μέλη και τους αγοραστές του δημόσιου τομέα να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της κρίσης, η Επιτροπή εξέδωσε το 2020 οδηγίες σχετικά με τη χρήση του πλαισίου για τις δημόσιες συμβάσεις στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης που σχετίζεται με την έξαρση της νόσου COVID-19[10]. Η Επιτροπή εξακολουθεί να στηρίζει τα κράτη μέλη σε διμερές επίπεδο, καθώς και μέσω της ομάδας κυβερνητικών εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής για τις δημόσιες συμβάσεις.
Τα κράτη μέλη πρέπει να κοινοποιούν στην Επιτροπή τα εθνικά τους μέτρα με τα οποία εφαρμόζουν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από τις οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις[11], προκειμένου αυτά να αξιολογούνται. Δεδομένου ότι τα εθνικά μέτρα που παρατίθενται από τον κ. βουλευτή[12] δεν κοινοποιήθηκαν δεόντως, η Επιτροπή ζητά τη δέουσα κοινοποίηση από τις ελληνικές αρχές το αργότερο έως τον Σεπτέμβριο του 2022 και θα αξιολογήσει με βάση την απάντησή τους τις κατάλληλες επακόλουθες ενέργειες.
Η Επιτροπή συμμερίζεται τις ανησυχίες του κ. βουλευτή για την ποιότητα του νομικού πλαισίου των δημοσίων συμβάσεων και τα συναφή ζητήματα που αφορούν τη λειτουργία του εθνικού συστήματος για τις δημόσιες συμβάσεις και ενδέχεται να προκύψουν, όταν οι συχνές μεταρρυθμίσεις στη νομοθεσία για τις δημόσιες συμβάσεις έχουν ως αποτέλεσμα την έκδοση διάσπαρτων νομοθετικών πράξεων και προκαλούν αστάθεια.
Η χαμηλή ποιότητα της εθνικής νομοθεσίας για τις δημόσιες συμβάσεις μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση την πλήρη συμμόρφωση με τις αρχές της ίσης μεταχείρισης, της απαγόρευσης των διακρίσεων, της αναλογικότητας και της διαφάνειας, που αποτυπώνονται στις εν λόγω οδηγίες, οι οποίες συνιστούν αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής χρήσης του δημοσίου χρήματος ενισχύοντας τον ανταγωνισμό και ελαχιστοποιώντας τον κίνδυνο διασπάθισης δημοσίου χρήματος.