Ο Άδωνις Γεωργιάδης μετά τη μεγάλη νίκη της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές δήλωσε ξεκάθαρα ότι ο στόχος είναι οι 180 έδρες, ώστε να μπορεί το κόμμα του Κυριάκου Μητσοτάκη να αλλάζει από μόνο του το Σύνταγμα.
Συγκεκριμένα ο κ. Γεωργιάδης τόνισε πως «ασφαλώς στο νέο πολιτικό σκηνικό που διαμορφώνεται, βλέπουμε όλοι μας τα πράγματα με διαφορετικό τρόπο. Ένας διακηρυγμένος τρόπος της Νέας Δημοκρατίας είναι η αλλαγή του Συντάγματος. Να πούμε στον κόσμο ότι τώρα το στοίχημα στις δεύτερες εκλογές δεν είναι η Νέα Δημοκρατία να είναι κυβέρνηση αλλά να πάρουμε 180 έδρες μόνοι μας και να πάμε να αλλάξουμε το Σύνταγμα».
«Δεν προδικάζω κανένα αποτέλεσμα των δεύτερων εκλογών, λέω ότι είναι ένα από τα διλήμματα που θα μπορούσαν να τεθούν. Δεν μπορείς όμως να περιμένεις και μια μεγάλη αλλαγή μέσα σε 25 ημέρες. Κάποιος που ψήφισε Μητσοτάκη σήμερα, γιατί να μην το κάνει σε 25 ημέρες».
Αυτή τη στιγμή η αλήθεια είναι ότι είναι αρκετά δύσκολο για τη Νέα Δημοκρατία να φτάσει στις 180 έδρες, καθώς αν πάρει το ίδιο ποσοστό με τις χθεσινές εκλογές θα έχει 171, ωστόσο μετά το χθεσινό ποτέ δεν μπορεί να πει κάποιος ποτέ.
Επί της ουσίας η Νέα Δημοκρατία για να φτάσει τις 180 έδρες θέλει ένα ποσοστό που να αγγίζει το 50%, κάτι που είναι αρκετά δύσκολο, ωστόσο δεν είναι καθόλου απίθανο αν χρειαστεί να βρεθεί το «μαξιλαράκι» και κάποιο κόμμα που θα δώσει την ανοχή του σε κάποια αλλαγή που θα θέλει να κάνει η ΝΔ.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε άλλωστε προαναγγείλει ότι θα επιχειρούσε αναθεώρηση του άρθρου 16 ώστε να επιτραπεί η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, κάτι που αποτελεί διαχρονική πολιτική θέση της ΝΔ και θα «κούμπωνε» με την πολιτική της κυβέρνησης για την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Εάν η ΝΔ λάβει 180 έδρες θα μπορεί να προχωρήσει μόνη της σε συνταγματική αναθεώρηση και το πρώτο άρθρο που θα άλλαζε θα ήταν προφανώς το άρθρο 16.
Τίθεται βεβαίως το ερώτημα ποιες άλλες σαρωτικές αλλαγές θα έμπαιναν στο τραπέζι σε αυτή την περίπτωση. Η αναθεώρηση του Συντάγματος για παράδειγμα αποτελεί προϋπόθεση για κατάργηση ή ριζική αλλαγή του ΑΣΕΠ.
Ο κ. Μητσοτάκης προεκλογικά σημειωτέον ότι είχε αναφερθεί επανειλημμένα στο ΑΣΕΠ, στο οποίο απέδωσε εμμέσως πλην σαφώς καθυστερήσεις στη στελέχωση των δομών του ΕΣΥ με νοσηλευτές, αλλά και με ιατρούς. Δεδομένου όμως ότι οι ιατροί του ΕΣΥ ούτως ή άλλως εξαιρούνται από τις διαδικασίες ΑΣΕΠ, δημιουργήθηκαν ερωτηματικά για τις προθέσεις της κυβέρνησης.
Το ΕΣΥ αποτελεί επίσης έναν από τους κεντρικούς διακηρυγμένους στόχους Μητσοτάκη σε μία δεύτερη τετραετία. Ο κ.Μητσοτάκης βεβαίως εστιάζει στην ανακαίνιση και εκσυγχρονισμό 80 νοσοκομείων και 156 κέντρων υγείας, καθώς και τη δημιουργία 315 μονάδων τηλεϊατρικής και 25 σύγχρονων κέντρων αποκατάστασης. Ο πρωθυπουργός όμως δεν έχει κρύψει στο παρελθόν την πρόθεση του για επανασχεδιασμό του ΕΣΥ και ειδικά για μείωση των δημόσιων νοσοκομείων, κυρίως στην περιφέρεια.
Την άποψη για ανάγκη επανασχεδιασμού του υγειονομικού χάρτη της χώρας την εξέφραζε η ΝΔ και πριν το 2019. Και μάλιστα στο κυβερνητικό της πρόγραμμα είχε εξαρχής την είσοδο ιδιωτών σε όλα τα δημόσια νοσοκομεία, όμως η πανδημία άλλαξε εκ των πραγμάτων τα δεδομένα και έτσι η εφαρμογή του σχεδίου αυτού καθυστέρησε.
Πάντως τον περασμένο Δεκέμβριο η κυβέρνηση πέρασε το νομοσχέδιο για την παράλληλη εργασία των γιατρών του ΕΣΥ στον ιδιωτικό τομέα. Αυτή και μία σειρά άλλων προβλέψεων σημαίνουν ότι καταργήθηκε ουσιαστικά ο νόμος 1397/1983, τον οποίο εισηγήθηκε ως υπουργός ο Παρασκευάς Αυγερινός και εμπνεύστηκε ο Γιώργος Γεννηματάς. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη επομένως κατηγορήθηκε ότι ξήλωσε το ΕΣΥ, μία απο τις πιο εμβληματικές μεταρρυθμίσεις της “Αλλαγής”, δηλαδή της πρώτης κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου, η οποια αλλαξε τα δεδομένα στην υγεία στη χώρα μας.
Η κυβέρνηση φυσικά αρνήθηκε αυτές τις κατηγορίες. Ήδη πάντως η πρόθεση να μετατραπούν στο μέλλον όλα τα νοσοκομεία του ΕΣΥ σε Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις μεταξύ των εργαζόμενων. Η πρώτη κίνηση έγινε ήδη στο Ογκολογικό Κέντρο του Νοσοκομείου Παίδων Αγία Σοφία.
Λέξη- κλειδί στο κυβερνητικό πρόγραμμα της ΝΔ είναι και η αξιολόγηση στο δημόσιο. Ο κ. Μητσοτάκης άλλωστε μιλούσε για αξιολόγηση και ως υπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης στην κυβέρνηση Σαμαρά- Βενιζέλου. Τότε η αξιολόγηση στο πλαίσιο και των μνημονιακών υποχρεώσεων είχε αποτελέσει παραθυράκι για τις ποσοστώσεις των απολύσεων, που ζητούσε η τρόικα.
Ο πρωθυπουργός έχει δηλώσει ότι μόνο μετά από αξιολόγηση θα γίνεται η μονιμοποιηση των δημοσίων υπαλλήλων και υποστηρίζει ότι «αυτοί που δεν θέλουν αξιολόγηση είναι λίγοι», παρά τις αντιδράσεις. Παρόλα αυτά η αξιολόγηση στους εκπαιδευτικούς ξεκινά με την απειλή μη μονιμοποίησης των νεοδιόριστων. Και η κυβέρνηση την ίδια στιγμή τη συνδέει και με τη μισθολογική εξέλιξη των εργαζόμενων. Στη ΝΔ θεωρούν όμως ότι παρά τις αντιδράσεις στο δημόσιο, η πλειοψηφία της κοινής γνώμης (στο πλαίσιο του κοινωνικού αυτοματισμού) είναι υπέρ της αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων.